Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Άγνωστες αρχαιολογικές θέσεις στη Μαγνησία


Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων βρίσκονται οι πολύ σημαντικές αρχαίες οχυρωμένες θέσεις που εντοπίζονται διάσπαρτες επί 3.000 χρόνια στο πιο ακραίο σημείο της περιοχής μας και συγκεκριμένα στην περιοχή της Όθρυος.
Το σύμπλεγμα αυτό των αρχαίων οχυρώσεων που περιβάλλεται από το μυστήριο του αγνώστου, εντοπίζεται στην νοτιοδυτική πλευρά του Δήμου Αλμυρού και εκτείνεται σε μεγάλη ακτίνα στους πρόποδες και στις πλαγιές της Όθρυος, δηλαδή σε ορεινά και ημιορεινά σημεία, στρατηγικής σημασίας...

Οι εργασίες καθαρισμού και ανάδειξης που προγραμματίζονται από την 1η Απριλίου και θα διαρκέσουν επτά μήνες, αναμένεται να ρίξουν άπλετο φως στις μυστηριώδεις αρχαίες αυτές θέσεις,  που δεν έχουν αποκαλύψει ακόμη τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Οι μέχρι στιγμής επιφανειακές έρευνες δείχνουν σημάδια κατοίκησης στους Κλασικούς και κυρίως στους Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ για κάποιες από αυτές υπάρχουν ενδείξεις για πρωϊμότερη, αλλά και για υστερότερη κατοίκηση που φτάνει έως και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Οι παραπάνω θέσεις που έχουν επισημανθεί κυρίως από τον Fr. Stδlhin, αλλά και από τον αρχαιολόγο Ν. Γιαννόπουλο, αλλά έχουν ήδη αναφερθεί και από αρχαίους γεωγράφους και περιηγητές του 19ου αιώνα παραμένουν άγνωστες, διότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη συστηματικές έρευνες οι οποίες θα δώσουν απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται για  οχυρωμένες θέσεις στρατιωτικού χαρακτήρα ή για πόλεις οι οποίες προσέφεραν προστασία από τους εχθρούς στους κατοίκους τους.
Πρόκειται για τις θέσεις Κάστρο ή Φυλάκη, Τσουρνάτη/Τσουρνάτι, Μόρια/Μώρηα ή Μόριες/Μώρηες, Γριντιά, Νεοχωράκι, Καστράκι ή Κάστρο στο Καρατσάνταλι, η θέση νότια του Καρατσάνταλι, η θέση Άγιος Νικόλαος ή Μπακλαλί, το χωριό Κωφοί, το Κάστρο της Βρύναινας, η θέση Καστράκι  Άι-Γιάννη, η θέση Καστράκι ή Καστρούλι στο λόφο της νέας Μονής Κάτω Ξενιάς κ.ά.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί από την ΙΓ’ ΕΠΚΑ και την Εθελοντική Περιβαλλοντική Ομάδα Αλμυρού «Εν Δράσει», προβλέπεται να γίνουν εργασίες καθαρισμών και βελτίωσης της προσβασιμότητας στις μισές περίπου από τις παραπάνω οχυρωμένες θέσεις, με απώτερο στόχο την μελλοντική ανάδειξή τους.
«Στόχος είναι η βελτίωση της προσβασιμότητας σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της περιοχής μας, η ενίσχυση της απασχόλησης των νέων στον πολιτισμό, η ευαισθητοποίησή τους και η μείωση της ανεργίας» αναφέρει η προϊσταμένη της ΙΓ΄ Εφορείας, Αργυρούλα Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου. Βασικό σημείο του προγράμματος είναι παράλληλα το γεγονός ότι «θα βελτιωθεί η προσβασιμότητα σε επισκέψιμους και μη αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, που θα προστεθούν στο δίκτυο των πολιτιστικών διαδρομών της Θεσσαλίας» προσθέτει η ίδια.
Αναφερόμενη, τέλος, στις προαναφερθείσες οχυρωματικές θέσεις στην περιοχή της Όθρυος, η προϊσταμένη της ΙΓ’ ΕΠΚΑ επισημαίνει ότι «είναι πολύ σημαντικές, αλλά παραμένουν ακόμη άγνωστες, διότι δεν έχουν γίνει συστηματικές έρευνες. Πιστεύω ότι ξεκινώντας το πρόγραμμα,  θα μας δοθεί η ευκαιρία να διερευνήσουμε ένα άγνωστο κεφάλαιο της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς, να γνωρίσουμε καλύτερα τις παραπάνω θέσεις και παράλληλα αυτές να γίνουν προσβάσιμες στο ευρύ κοινό».

Πολύ σημαντικά ευρήματα
 Το μεγάλο ερώτημα που εγείρεται είναι εάν είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα ή σχετίζονται, με τις μετακινήσεις πληθυσμών από τις πεδινές στις ορεινές περιοχές για την προστασία τους σε περιόδους αναταραχών.  «Η χρήση τους είναι το μεγάλο ερώτημα για μας» αναφέρει η Δέσποινα Ευσταθίου, αρχαιολόγος της ΙΓ’ ΕΠΚΑ και προσθέτει «δεν είμαστε ακόμη σε θέση να πούμε αν είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα ή ήταν μικρά κέντρα κατοίκησης.
Επί του παρόντος είναι πιο ασφαλές να τις αποκαλέσουμε αρχαίες οχυρωμένες θέσεις. Μάλιστα τοποθετώντας τους στο χάρτη γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται για μια αλυσίδα αρχαίων οχυρώσεων σε κομβικά σημεία στην οροσειρά της Όθρυος». Υπάρχουν απόψεις ότι είχαν οικιστικό χαρακτήρα, όμως δεν αποκλείεται, αντίστοιχα, να είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα και να σχετίζονταν με τους ανταγωνισμούς των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως του Κάσσανδρου και του Δημητρίου Πολιορκητή,  για την επικράτησή τους στην Θεσσαλία.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι εμφανές ότι οι συγκεκριμένες αρχαίες οχυρωμένες θέσεις δεν επελέγησαν τυχαία διότι «βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία και έχουν οπτική επικοινωνία μεταξύ τους. Η κάθε μια χωριστά επόπτευε την γύρω περιοχή, ελέγχοντας και μπλοκάροντας τα περάσματα διαμέσου των βουνών»» τονίζει η κ. Ευσταθίου.
«Παράλληλα όμως», προσθέτει η ίδια, «κατασκευάστηκαν δίπλα σε βραχώδεις γκρεμούς, χαράδρες και απότομες πλαγιές, ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους ως προς την οχύρωση, ενώ στα σημεία που δεν υπάρχει φυσική οχύρωση, υψώνονται τείχη για προστασία των θέσεων από πιθανές εισβολές εχθρών. Φυσική και τεχνητή οχύρωση ήταν άρρηκτα δεμένες».
Το τοπίο είναι επιβλητικό καθώς διακρίνει κανείς αρχαία τείχη και κατάλοιπα κτιρίων, τα οποία αναδύονται κυριολεκτικά μέσα από την πυκνή βλάστηση, σε δυσπρόσιτα σημεία της περιοχής μας. Τα επιφανειακά ευρήματα που υπάρχουν μέχρι στιγμής είναι θραύσματα κεραμικών, τα οποία χρονολογούνται κατά την Κλασσική και Ελληνιστική κυρίως περίοδο, δίνοντας τις πρώτες ενδείξεις για την περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν οι συγκεκριμένες θέσεις.
Τα αρχιτεκτονικά οχυρωματικά κατάλοιπα δεσπόζουν στο φυσικό τοπίο, ενισχύονται με πύργους, σώζονται δε σε διαφορετική κατάσταση διατήρησης και σε διαφορετικό ύψος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Ευσταθίου «έχουν εντοπιστεί και θεμέλια κτισμάτων εσωτερικά των οχυρώσεων. Στη θέση μάλιστα Καστράκι στο Καρατσάνταλι, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχαν λείψανα κτιρίων και εκτός του περιτειχίσματος».
 Οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν αναμφίβολα όσα τους πρόσφερε το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Η κτηνοτροφία, η γεωργία, το νερό από κοντινές πηγές και ρυάκια, εφοδίαζαν τους κατοίκους των συγκεκριμένων θέσεων με τα αναγκαία για την καθημερινή διατροφή τους.
 Οι ονομασίες των συγκεκριμένων αρχαίων οχυρωμένων θέσεων δεν είναι ακόμη γνωστές κι όπως εξηγεί η αρχαιολόγος της ΙΓ’ ΕΠΚΑ «πρόκειται για πολύ σημαντικές θέσεις που θα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο, διότι είχαν την εποπτεία της γύρω περιοχής, είτε βρίσκονταν σε χαμηλότερους λόφους ή σε πλατώματα απόκρημνων βουνών. Οι άνθρωποι που τις κατασκεύασαν είχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία που στόχευε στη μέγιστη σταθερότητα και αντοχή στα εξωτερικά πυρά. Πολλές όμως είχαν εγκαταλειφθεί από την αρχαιότητα και δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Τα παραφθαρμένα τοπωνύμια γειτονικών χωριών που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας, η διασταύρωση των αρχαίων πηγών, αλλά και οι ελάχιστες επιγραφικές μαρτυρίες, μας δίνουν ωστόσο τη δυνατότητα να κάνουμε κάποιες υποθέσεις για την αρχική τους ονομασία. Βιβλιογραφικές αναφορές σχετίζουν τη θέση Μόρια με την αρχαία Φυλιαδόνα, τη θέση Γριντιά με την αρχαία πόλη των Καράνδων, τη θέση Τσουρνάτη με την αρχαία πόλη Χαλαί/Χάλαι/Χάλαιον ή κατά άλλους με την αρχαία Πήρεια και τη θέση Κάστρο ή Φυλάκη με την αρχαία πόλη Φυλάκη, αλλά όλα αυτά είναι επί του παρόντος εικασίες, οι οποίες ενδεχομένως να επιβεβαιωθούν στο μέλλον».
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα συνεργασίας της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στο οποίο συμμετέχουν οι αρχαιολόγοι Β. Ροντήρη, Δ. Ευσταθίου, Ε. Σταμέλου και Ι. Μαμαλούδη με το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών υπό την επίβλεψη των καθηγητών R. Reinders και Vl. Stissi, οι οποίοι πλαισιώνονται από ομάδα Ελλήνων και Ολλανδών φοιτητών.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι δύο ερευνητικές ομάδες επισκέφτηκαν ορισμένες από τις παραπάνω θέσεις, όπου πραγματοποιήθηκε συστηματική επιφανειακή έρευνα και περισυλλέγησαν κεραμικά ευρήματα. Οι θέσεις αυτές καταγράφηκαν με τη βοήθεια GPS, ενώ παράλληλα έγιναν σχεδιαστικές αποτυπώσεις και αεροφωτογραφίσεις.







Ταχυδρόμος, Πανθεσσαλική Εφημερίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου