Η Τιμόκλεια ήταν αδελφή του στρατηγού Θεαγένη, αρχηγού του στρατού της Θήβας στην μάχη της Χαιρώνειας. Μετά την επανάσταση των Θηβαίων εναντίον της Μακεδονικής φρουράς στην Καδμεία και την πολιορκία της Θήβας από τον Μέγα Αλέξανδρο,
που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης και τον
σφαγιασμό των κατοίκων της, ο Αλέξανδρος είχε θέσει την τιμή και την
περιουσία των κατοίκων της Θήβας στην διάθεση του στρατού και των
συμμάχων του.
Ένας από τους αξιωματικούς του μπήκε στο σπίτι της Τιμόκλειας και αφού έκλεψε ότι μπορούσε σε χρήματα, την χρησιμοποιούσε σαν σκλάβα και την απειλούσε συνεχώς ότι θα την σκότωνε εάν δεν του παρέδιδε ό,τι τιμαλφή και οικογενειακά κειμήλια είχε.
Μία βραδιά, σαν τρελός από το μεθύσι πήρε το μαχαίρι και ζητούσε να την σκοτώσει διότι τον περιφρονούσε σαν να ήταν τιποτένιος. Με το μαχαίρι στο χέρι της ζητούσε να του πει που είχε κρυμμένα τα στολίδια της και τα κειμήλια του σπιτιού, διότι είχε μάθει πως ήταν αρχοντόσπιτο και είχε πολλούς θησαυρούς. Ανυπεράσπιστη και άοπλη η ορφανή κοπέλα δεν άντεξε πια και σκέφτηκε να τον ξεκάνει και να αποκαταστήσει την μνήμη του αδελφού της.
Έτσι την στιγμή που την φοβέριζε ο αξιωματικός, του είπε:
"Ναι, σου ανήκουν όλα, αφού πια τίποτα δεν μας έμεινε σε αυτή τη ζωή. Είχαμε πολλά κοσμήματα και χρυσά και αργυρά ποτήρια και νομίσματα αξίας. Όταν όμως έπεφτε η αγαπημένη Θήβα, είπα στις δούλες να τα μαζέψουν όλα και κατεβήκαμε βαθιά μέσα στο στερεμένο πηγάδι της αυλής μας και τα κρύψαμε, χωρίς να το μάθει κανείς...."
Ο Μακεδόνας αξιωματικός τα άκουσε αυτά και ζήτησε να πάνε αμέσως στο πηγάδι να τα ξεθάψουν, χωρίς να λογαριάζει, ο χρυσολάτρης, ούτε τη νύχτα ούτε τον κίνδυνο. Η Τιμόκλεια δέχθηκε αμέσως τον πήγε στο πηγάδι, άνοιξε το σκέπασμα και τον κατέβασε, και αυτή από πάνω με το δαυλό του έδειχνε δήθεν την κρυψώνα, που ήταν ανύπαρκτη. Όταν βεβαιώθηκε πως ο βάρβαρος έφτασε στον πάτο και άρχισε να σκάβει, μαζί με τις δούλες της έριξε μεγάλα πιθάρια και αφού τον κατακομμάτιασε τον παράχωσε.
Στις άγριες και απειλητικές φωνές του από το βάθος, απαντούσε στερεότυπα: "Έτσι πεθαίνουν όσοι ζητούν να αρπάξουν τους θησαυρούς των ανθρώπων."
Συμβολική φράση μεγάλης σημασίας, που δεν σήμαινε μόνο τους υλικούς θησαυρούς, αλλά και τους ηθικούς, που σαν ιέρεια τους φύλαγε και τους τιμούσε κατάβαθα στην ψυχή της η Τιμόκλεια, στέκοντας στο ύψος του ηρωικού αδελφού της και στην περιωπή των οικογενειακών της παραδόσεων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έμαθε το έγκλημα της Τιμόκλειας. Έχασε τον καλύτερο αξιωματικό του, που ήταν θρακικής καταγωγής- για αυτό και είχε τόση βαρβαρότητα, έλεγαν- και είχε στην εξουσία του το πιο γενναίο ιππικό. Η Τιμόκλεια παρουσιάστηκε ατάραχη μπροστά στο Αλέξανδρο. Όταν αυτός είδε τα αυστηρά της χαρακτηριστικά του προσώπου της, το σοβαρό και αργό περπάτημά της, την άφθαστη αξιοπρέπεια και την ευγένειά της, την ρώτησε γιατί έκανε το έγκλημα.
Και αυτή του είπε:
"Είμαι αδελφή του του Θεαγένη, του μεγάλου στρατηγού, που πολεμώντας εναντίων σας στην Χαιρώνεια σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη, για να μην πέσουμε εμείς, οι συγγενείς και οι πατριώτες του, σε εξευτελισμό. Επειδή δε, έχουμε δοκιμάσει πολλά, ανάξια της καταγωγής και της ανατροφής μας, δεν φοβόμαστε τον θάνατο, διότι προτιμότερος είναι αυτός, από τα όσα άκουσα και έπαθα από τον βάρβαρο αξιωματικό σου μέσα στο τιμημένο σπίτι μου."
Η Τιμόκλεια η Θηβαία μιλώντας στον Μέγα Αλέξανδρο είπε το περιβόητο: "ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ." Καθώς μιλούσε, οι παρισταμένοι Μακεδόνες δάκρυζαν και σφούγγιζαν τα μάτια τους. Ο Αλέξανδρος όμως έμεινε ασυγκίνητος, όχι διότι δεν του έκαναν εντύπωση τα λόγια και η γενναία πράξη της ευγενικής Θηβαίας, αλλά διότι το έργο της ήταν ανώτερο οίκτου, ηρωικό και μεγαλόψυχο. Αμέσως παρήγγειλε να την προστατεύσουν από κάθε κακό και να την αφήσουν ελεύθερη, και αυτή και όλη την ένδοξη γενιά της, και να προσέχουν να μην συμβεί παρόμοιο κακό σε κανένα άλλο σπίτι.
Η Τιμόκλεια ήταν αντάξια του αδελφού της και τιμήθηκε πολύ για την πράξη της.
Ένας από τους αξιωματικούς του μπήκε στο σπίτι της Τιμόκλειας και αφού έκλεψε ότι μπορούσε σε χρήματα, την χρησιμοποιούσε σαν σκλάβα και την απειλούσε συνεχώς ότι θα την σκότωνε εάν δεν του παρέδιδε ό,τι τιμαλφή και οικογενειακά κειμήλια είχε.
Μία βραδιά, σαν τρελός από το μεθύσι πήρε το μαχαίρι και ζητούσε να την σκοτώσει διότι τον περιφρονούσε σαν να ήταν τιποτένιος. Με το μαχαίρι στο χέρι της ζητούσε να του πει που είχε κρυμμένα τα στολίδια της και τα κειμήλια του σπιτιού, διότι είχε μάθει πως ήταν αρχοντόσπιτο και είχε πολλούς θησαυρούς. Ανυπεράσπιστη και άοπλη η ορφανή κοπέλα δεν άντεξε πια και σκέφτηκε να τον ξεκάνει και να αποκαταστήσει την μνήμη του αδελφού της.
Έτσι την στιγμή που την φοβέριζε ο αξιωματικός, του είπε:
"Ναι, σου ανήκουν όλα, αφού πια τίποτα δεν μας έμεινε σε αυτή τη ζωή. Είχαμε πολλά κοσμήματα και χρυσά και αργυρά ποτήρια και νομίσματα αξίας. Όταν όμως έπεφτε η αγαπημένη Θήβα, είπα στις δούλες να τα μαζέψουν όλα και κατεβήκαμε βαθιά μέσα στο στερεμένο πηγάδι της αυλής μας και τα κρύψαμε, χωρίς να το μάθει κανείς...."
Ο Μακεδόνας αξιωματικός τα άκουσε αυτά και ζήτησε να πάνε αμέσως στο πηγάδι να τα ξεθάψουν, χωρίς να λογαριάζει, ο χρυσολάτρης, ούτε τη νύχτα ούτε τον κίνδυνο. Η Τιμόκλεια δέχθηκε αμέσως τον πήγε στο πηγάδι, άνοιξε το σκέπασμα και τον κατέβασε, και αυτή από πάνω με το δαυλό του έδειχνε δήθεν την κρυψώνα, που ήταν ανύπαρκτη. Όταν βεβαιώθηκε πως ο βάρβαρος έφτασε στον πάτο και άρχισε να σκάβει, μαζί με τις δούλες της έριξε μεγάλα πιθάρια και αφού τον κατακομμάτιασε τον παράχωσε.
Στις άγριες και απειλητικές φωνές του από το βάθος, απαντούσε στερεότυπα: "Έτσι πεθαίνουν όσοι ζητούν να αρπάξουν τους θησαυρούς των ανθρώπων."
Συμβολική φράση μεγάλης σημασίας, που δεν σήμαινε μόνο τους υλικούς θησαυρούς, αλλά και τους ηθικούς, που σαν ιέρεια τους φύλαγε και τους τιμούσε κατάβαθα στην ψυχή της η Τιμόκλεια, στέκοντας στο ύψος του ηρωικού αδελφού της και στην περιωπή των οικογενειακών της παραδόσεων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έμαθε το έγκλημα της Τιμόκλειας. Έχασε τον καλύτερο αξιωματικό του, που ήταν θρακικής καταγωγής- για αυτό και είχε τόση βαρβαρότητα, έλεγαν- και είχε στην εξουσία του το πιο γενναίο ιππικό. Η Τιμόκλεια παρουσιάστηκε ατάραχη μπροστά στο Αλέξανδρο. Όταν αυτός είδε τα αυστηρά της χαρακτηριστικά του προσώπου της, το σοβαρό και αργό περπάτημά της, την άφθαστη αξιοπρέπεια και την ευγένειά της, την ρώτησε γιατί έκανε το έγκλημα.
Και αυτή του είπε:
"Είμαι αδελφή του του Θεαγένη, του μεγάλου στρατηγού, που πολεμώντας εναντίων σας στην Χαιρώνεια σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη, για να μην πέσουμε εμείς, οι συγγενείς και οι πατριώτες του, σε εξευτελισμό. Επειδή δε, έχουμε δοκιμάσει πολλά, ανάξια της καταγωγής και της ανατροφής μας, δεν φοβόμαστε τον θάνατο, διότι προτιμότερος είναι αυτός, από τα όσα άκουσα και έπαθα από τον βάρβαρο αξιωματικό σου μέσα στο τιμημένο σπίτι μου."
Η Τιμόκλεια η Θηβαία μιλώντας στον Μέγα Αλέξανδρο είπε το περιβόητο: "ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ." Καθώς μιλούσε, οι παρισταμένοι Μακεδόνες δάκρυζαν και σφούγγιζαν τα μάτια τους. Ο Αλέξανδρος όμως έμεινε ασυγκίνητος, όχι διότι δεν του έκαναν εντύπωση τα λόγια και η γενναία πράξη της ευγενικής Θηβαίας, αλλά διότι το έργο της ήταν ανώτερο οίκτου, ηρωικό και μεγαλόψυχο. Αμέσως παρήγγειλε να την προστατεύσουν από κάθε κακό και να την αφήσουν ελεύθερη, και αυτή και όλη την ένδοξη γενιά της, και να προσέχουν να μην συμβεί παρόμοιο κακό σε κανένα άλλο σπίτι.
Η Τιμόκλεια ήταν αντάξια του αδελφού της και τιμήθηκε πολύ για την πράξη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου