Αδέκαστος, -η, -ο: είναι αυτός που δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί, να επηρεαστεί παράδειγμα δικαστής / κριτής συν αδιάφθορος αντίθετο του εξαγοράσιμος και κατ' επέκταση αμερόληπτος και δίκαιος, αντικειμενικός, έντιμος. Ετυμολογία < ά- στερητ + δεκάζω «διαφθείρω» < δέκ-ομαι «δέχομαι». Αρχική σημ «κάνω κάποιον να δεχθεί δώρο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου