Αδήριτος, -η. -ο είναι ο ακαταμάχητος, ο αναπόφευκτος, αυτός που επιβάλλεται. Αρχική σημασία «ασυναγώνιστος - αδιαμφισβήτητος». Ετυμολογία < o'- στερητ. + δηρίομαι «αγωνίζομαι» < δήρ-ις (γεν. -ιος) «μάχη». Το αρχαίο δήρις συνδέεται πιθανώς με το δέρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου