Αμείλικτος, -η, -ο είναι αυτός που δεν λυπάται τους άλλους, που δεν τους σπλαχνίζεται. Συνώνυμα ανελέητος, άσπλαχνος, ενώ αντίθετα φιλεύσπλαχνος. πονετικός. Επίσης και αυτός που δεν μαλακώνει, δεν πείθεται, δεν καθησυχάζεται ή δεν καταπραύνεται. Ετυμολογικά είναι από < ά- στερητ. + μειλίσσω «καταπραΰνω. καθησυχάζω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου