Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Αδώνια: Η Αρχαιοελληνική Παράδοση του Επιταφίου και της Ανάστασης


Τα Αδώνια είναι (γιατί τελούνται μέχρι και σήμερα) ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνιδος που γινόταν σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας, τα οποία δεν είχαν παντού την ίδια διάρκεια. Αλλού ήταν γιορτές διήμερες, αλλού τριήμερες και αλλού διαρκούσαν εφτά ημέρες...
Οι ετοιμασίες πριν την τελετή
Οι γυναίκες εννέα ημέρες πριν την εορτή, τοποθετούσαν μέσα σε αγγεία πήλινα σπόρους από φυτά που αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως σίτο, μαρούλι ή και διάφορα άνθη. Τοποθετούσαν τα αγγεία αυτά στις στέγες των σπιτιών ή όπου αλλού αυτά θα δέχονταν την θερμότητα των ηλιακών ακτίνων ώστε να μεγαλώσουν γρήγορα. Τα φυτά αυτά συμβόλιζαν την νεότητα και το σφρίγος του νεανία θεού, ενώ αναβλασταίνουν γρήγορα και μαραίνονται απότομα, όπως απότομα και πρόωρα αφανίστηκε και ο Άδωνις, εθιμοτυπικό το οποίο αποκαλείται "Κήποι του Αδώνιδος".
Η τελετή                                           
Η τελετή χωριζόταν σε δύο κύρια μέρη.
Η πρώτη μέρα ήταν πένθιμη και  ονομάζονταν «αφανισμός». Στο κομμάτι αυτό οι γυναίκες ακολουθούσαν όλα τα καθιερωμένα τελετουργικά της κηδεύσεως του Άδωνις που ονομάζονταν και ως «πρόθεσις» του νεκρού.
Κατά την ταφική διαδικασία της προθέσεως, οι μαυροφορεμένες  γυναίκες τοποθετούσαν σε νεκρική κλίνη ένα ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) του Αδώνιδος και επιτελούσαν, σαν να είχαν ένα νεκρό σώμα,  τα ταφικά τελετουργικά. Έπλεναν με νερό το  ξόανο, μύρωναν το σώμα του Θεού, το έντυναν με το χαρακτηριστικό ύφασμα των νεκρών, το σάβανο και νεκροστόλιζαν με αρωματικά άνθη και κλαδιά αειθαλών δέντρων την κλίνη του.
Ο ποιητής Θεόκριτος, που έζησε 3ο αιώνα π.Χ. και ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, περιγράφει με εξαίσιο τρόπο στο 15ο ειδύλλιό του με τίτλο Συρακουσίαι ή Αδωνιασταί την ατμόσφαιρα της εορτής:
«Έχουν στρώσει αργυρή κλίνη νεκρική για τον όμορφο Θεό. Δίπλα της, βρίσκονται καρποί που δίνουν τα κλαδιά των ιερών δένδρων, και άνθη φυλαγμένα σε πήλινα δοχεία, οι περιώνυμοι κήποι του Άδωνη. Ο πολυέραστος  Άδωνις, αυτός που αγαπούν και στον Αχέροντα ακόμη! Δέσποινα Αφροδίτη, εσύ είσαι που κρατείς στα χέρια τώρα  το ρόδινο σώμα του Άδωνη». 



Κατόπιν ακολουθούσε  ο θρήνος του νεκρού Αδώνιδος. Ο θρήνος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών ταφικών τελετουργιών. Έχουμε την τύχη να διασώζεται αυτούσιος  ένας  τελετουργικός  θρήνος του Αδώνιδος  από τον Βίωνα τον Σμυρναίο που έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ.
Το έργο του «Επιτάφιος Αδώνιδος» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα της Ελληνιστικής περιόδου που περιγράφει με αριστουργηματικό λογοτεχνικό τρόπο τον θρήνο της Θέας Αφροδίτης για τον Άδωνη.

Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Αδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ και οι Έρωτες θρηνούνε 


Έπειτα ακολουθούσε η λεγόμενη «Έκθεσις» του ομοιώματος του θνήσκοντος Θεού, δηλαδή η περιφορά, η μετάβαση της ταφικής λάρνακας από τον οίκο προς τον χώρο ταφής του. Στην πομπή προπορεύονταν οι άντρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, οι αναμμένοι πυρσοί και τα κεριά προσέδιδαν σε αυτήν την επιβλητική πομπή μια ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι πένθιμοι ύμνοι συνεχίζονταν κατά την διαδρομή με την συνοδεία αυλού που παρήγαγε έναν θρηνητικό ήχο και ονομάζονταν γίγγρα. Όταν έφταναν στον υποτιθέμενο χώρο ταφής, έθαβαν το ομοίωμα και ακολουθούσαν οι καθιερωμένες ταφικές χοές, καθώς και ο τελετουργικός κυκλικός χορός των γυναικών γύρω από τον τάφο.

“'Aδωνι, σήκω λίγο, φίλα με για μιάν ακόμα φορά. Φίλα με έτσι που το φίλημά σου να ζήσει. Έτσι που το πνεύμα σου στο σώμα μου. Και στο αίμα μου να χαθεί. Φίλα με έτσι που να βυζάξω τις χάρες σου. Και το χυμό του έρωτά σου να πιω. Πάρτονε Περσεφόνη πάρτονε τον άνδρα μου. Είσαι δυνατή περισσότερο από μένα. Όλη η ομορφιά σε σένα έρχεται κάτω. Στον μισητό ΄Αδη. Κι είμαι κακότυχη εγώ. Κι έχω τη δυστυχία αχόρταγη. Κλαίω τον ΄Αδωνι που μου πέθανε και σε φοβάμαι»
Επιτάφιος Αδώνιδος, Βίωνας



Η επόμενη ημέρα των Αδωνίων ήταν χαρμοσύνη και ενθουσιαστική και ονομάζονταν  «Εύρεσις». Εκεί εόρταζαν την ανάσταση, την αναγέννηση του Αδώνιδος με χορούς και γέλια, και συνέτρωγαν με πλούσια γεύματα που προέρχονταν από τις καθιερωμένες θυσίες. 

Χαρακτηριστικός και ο Ορφικός ύμνος Αδώνιδος: 
΄Ακουσε την προσευχή μου , ώ ένδοξε , άριστε θεέ, με την κομψή κόμη, φίλε της μοναξιάς, που είσαι γεμάτος από περιπόθητους καρπούς. Ω Ευβουλέα με τις πολλές μορφές, φανερέ ανατροφέα των πάντων, που είσαι θηλυκός κι΄αρσενικός , ώ ΄Αδωνι, σ΄όλα είσαι πάντοτε το ωραίο βλαστάρι, σβήνεις και λάμπεις σε ωραίες κυκλικές εποχές , βοηθείς στην αύξηση των καρπών, έχεις δύο κέρατα, είσαι πολύ αγαπητός, σε τιμούν με δάκρυα, έχεις μορφή που λάμπει, χαίρεσαι το κυνήγι, έχεις αξιέραστη ψυχή , είσαι το γλυκό τέκνο της Κύπριδας. Βλαστάρι του έρωτα και γεννήθηκες στα κρεβάτια της Περσεφόνης με τα όμορφα μαλλιά .σύ άλλοτες κατοικείς κάτω από τον σκοτεινό Τάρταρο, κι΄άλλοτε φέρνεις το σώμα σου, όταν ωριμάσει στον καιρό του , προς τον ΄Ολυμπο. Έλα , ώ μακάριε και φέρε στους μύστες καρπούς από τη γη.

Κλῦθί μου εὐχομένου, πολυώνυμε, δαῖμον ἄριστε, ἁβροκόμη, φιλέρημε, βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς, Εὐβουλεῦ, πολύμορφε, τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε, κούρη καὶ κόρε, † σὺ πᾶσιν † θάλος αἰέν, Ἄδωνι, σβεννύμενε λάμπων τε καλαῖς ἐν κυκλάσιν ὥραις, αὐξιθαλής, δίκερως, πολυήρατε, δακρυότιμε, ἀγλαόμορφε, κυναγεσίοις χαίρων, βαθυχαῖτα, ἱμερόνους, Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος Ἔρωτος, Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς, ὃς ποτὲ μὲν ναίεις ὑπὸ Τάρταρον ἠερόεντα, ἠδὲ πάλιν πρὸς Ὄλυμπον ἄγεις δέμας ὡριόκαρπον· ἐλθέ, μάκαρ, μύσταισι φέρων καρποὺς ἀπὸ γαίης.

Ο Μύθος του Αδώνιδος                                                
Όταν η Μύρρα, κόρη του Βασιλέα της Πάφου Κινύρα και της  Κεχρηίδας, έφθασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της την ρώτησε ποιον θα ήθελε να παντρευτεί και αυτή απάντησε, με  έναν «όμοιο» με εσένα. Ο άνομος έρωτας της κόρης για το πατέρα ήταν τόσο δυσβάσταχτος, που η Μύρρα θέλησε να βάλει τέρμα στην ζωή της.
Όμως την σταμάτησε τελευταία στιγμή η παραμάνα της η Ιππολύτη, η οποία της υποσχέθηκε με όρκους ότι, αν δεν προχωρούσε στην πράξη της, θα την βοηθούσε σε ότι και να τις ζητούσε. Όταν η Κεχρηίδα έλειπε στην εορτή των θεσμοφορίων, η Ιππολύτη, μέθυσε τον Κινύρα με διονυσιακό οίνο και η Μύρρα κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να συνευρεθεί με τον πατέρα της για δώδεκα ημέρες και νύχτες.
 Όταν ο Κινύρας συνήλθε από την μέθη θέλησε να δει το πρόσωπο της ερωμένης του και όταν αντιλήφθηκε την πλεκτάνη άρπαξε το ξίφος του να την σκοτώσει. Η Μύρρα ξέφυγε από το μένος του πατέρα της και περιπλανήθηκε για εννέα κύκλους της Σελήνης κυοφορώντας τον καρπό της ερωτικής μίξης μαζί του.
Στο τέλος του ένατου κύκλου  η Μύρρα απέτεινε ικετευτικό λόγο προς του θεούς λέγοντας:
"Είναι δίκαιη, δεν το αρνούμαι, η τιμωρία μου, μα σας ζητώ, για να μη  μιαίνω μήτε τους ζωντανούς- αν επιζήσω- μήτε τους νεκρούς – αν θα πεθάνω -  και από τα δύο βασίλεια να με αποπέμψετε, μεταμορφώστε με έτσι που και ζωή και θάνατο μαζί να μου αρνηθείτε."
Τότε το σώμα της Μύρρας άρχισε  να μεταμορφώνεται σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός δέντρου, και τα ικετευτικά απλωμένα στον ουρανό χέρια της, κλαδιά. Μόλις ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση ο φλοιός του δέντρου αποσχίστηκε και εγενήθη ο πανέμορφος μύρινος Άδωνις.
Αμέσως μόλις γεννήθηκε ο Άδωνις τον παρέλαβαν οι νύμφες να τον πρωταναθρέψουν μυστικά εντός ενός ιερού σπηλαίου. Μόλις έφεραν εις πέρας το έργο τους, η Θεά Αφροδίτη πήρε τον Άδωνη από τις νύμφες και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη για να ολοκληρώσει την μυστηριακή του ανατροφή, αφού τον τοποθέτησε  κρυφά σε μία λάρνακα (ξύλινη κιβωτός από κυπαρισσόδεντρο).
Όσο όμως ο νέος πλησίαζε προς την ενηλικίωση του και το φυσικό κάλλος του γίνονταν ανυπέρβλητο, η Αφροδίτη μαγεύτηκε από την ομορφιά του, ενώ και ο Άδωνις ερωτεύτηκε σφόδρα την πολυύμνητη θεά.
Η Περσεφόνη, συνεπαρμένη από την ωραιότητα του Αδώνιδος αρνήθηκε να τον δώσει πίσω και τότε οι θεές αποτάθηκαν στον Κρονίδη Δία να δώσει την λύση.
Ο Δίας αποφάσισε, το ένα τρίτο του έτους να παραμένει ο νέος με την Περσεφόνη στον Άδη και το υπόλοιπο διάστημα να επανέρχεται και να ζει με την Αφροδίτη. Το τρίτο του χρόνου θα το αφιέρωνε όπου εκείνος επιθυμούσε.
Ο Άδωνις επέλεξε το δικό του χρόνο να τον αφιερώσει στην αγαπημένη του θεά Αφροδίτη, για να χαίρονται περισσότερο χρόνο του ετήσιου κύκλου τον θείο έρωτά τους. Και σε αυτήν την αφήγηση,  διαφαίνεται ο μυστηριακός ορίζοντας του μύθου, αφού η απόφαση του Διός είναι όμοια με αυτήν που έδωσε στην θεότητα της Ελευσίνος, Περσεφόνη, όταν ο Άδης θέλησε να την κρατήσει κοντά του.
Η Αφροδίτη, ενόσω γεύονταν  τον ερωτά της, συμβούλεψε τον Άδωνη, που αρέσκονταν στο κυνήγι, να προσέχει και να μην είναι παράτολμος. Εκείνος δεν την άκουσε, έτσι κάποια στιγμή ο θεός Άρης του έστειλε έναν αγριόχοιρο που του κατάφερε ένα θανατερό πλήγμα στην ηβική του χώρα. Η θεά άκουσε τον γοερό βόγκο του αγαπημένου της και έπεσε επάνω του θρηνώντας για τον χαμό του. Αμέσως μετά παραίνεσε τους ανθρώπους να καθιερώσουν  εορτή προς τιμήν του εραστή της, εις αιώνια ανάμνηση του δικού της θρήνου για τον όμορφο θεό, και καθώς περιέρραινε το σώμα του με νέκταρ, από τον ουρανό κατήλθε λευκό σύννεφο και ο Άδωνις αναλήφθηκε με αυτό στα ουράνια δώματα των αθανάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου