Αχείμαντος, -η, -ο σε κυριολεκτική ερμηνεία είναι αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμία. Σε μεταφορική, αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί από δυστυχίες. Συνώνυμα ήρεμος, γαλήνιος, ενώ αντίθετα ταραγμένος. Ετυμολογικά το αρχαίο αχείμαντος προκύπτει < ά- στερητικό + χειμαίνω «ταράζω, προκαλώ τρικυμία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου