Διαπρύσιος, -α. -ο είναι το πρόσωπο που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό. Ετυμολογικά προκύπτει από την αρχαία < δια-πρύ-τιος, πιθανώς < δια-πρό «διαμπερώς, πέρα ώς πέρα», όπου η μεταβολή -υ- < -ο- (-πρυ- < -προ-) οφείλεται μάλλον σε αιολικό φωνηεντισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου