Διάτρητος είναι ο γεμάτος τρύπες. Συνώνυμη λέξη κατατρυπημένος. Μεταφορικά είναι αυτός που επισύρει πολλαπλή κριτική, στον οποίο βρίσκει κανείς πολλά ελαττώματα. Ετυμολογικά προκύπτει από < δια - + - ρίζα τερη (σχίζω, διατρυπώ). Από τη μονοσύλλαβη μορφή τερ- προέρχονται λέξεις όπως η αρχαία τείρω «τρυπώ, τυραννώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου