Στους Νεκρικούς διαλόγους ο Λουκιανός παρουσιάζει τριάντα διαλογικά στιγμιότυπα, στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται πια στον Άδη. Οι προσωπικότητες αυτές είναι ομηρικοί ήρωες, ο Μ. Αλέξανδρος, γνωστοί κόλακες και κυνηγοί κληρονομιών, και ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος. Σε όλα τα θέματα που συζητούν υπόκειται η ιδέα ότι η ευτυχία σ᾽ αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι...
Αλέξανδρος: Εγώ πρέπει να προτιμηθώ από σένα, Αφρικανέ, επειδή είμαι καλύτερός σου.
Αννίβας: Όχι δα. Εγώ.
Αλέξανδρος: Λοιπόν, ο Μίνωας ας δικάσει.
Μίνως: Πρώτον, πείτε μου ποιοι είστε.
Αλέξανδρος: Αυτός εδώ είναι ο Αννίβας ο Καρχηδόνιος, κι εγώ Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου.
Μίνως: Πράγματι, είστε και οι δυο ένδοξοι. Αλλά γιατί μαλώνετε;
Αλέξανδρος: Για τα πρωτεία, επειδή αυτός εδώ διατείνεται ότι υπήρξε καλύτερος στρατηγός από μένα, εγώ δε, όπως όλοι γνωρίζουν, όχι μόνο απ' αυτόν, αλλά κι όλων σχεδόν πριν από μένα, υπήρξα ανώτερος στην πολεμική τέχνη.
Μίνως: Λοιπόν, ο καθένας ας πάρει τον λόγο κι ας πει ό,τι έχει να πει.
Ξεκίνα πρώτος Αφρικανέ.
Αννίβας: Τούτο μονάχα, Μίνωα, κέρδισα εδώ κάτω, ότι έμαθα και την ελληνική γλώσσα, ώστε ούτε και σ' αυτήν να με ξεπερνάει κάποιος. Και νομίζω μάλιστα, πως αυτοί που είναι πραγματικά αξιέπαινοι, είναι όσοι δεν ήξεραν τίποτε στην αρχή, αλλά προόδευσαν με την δική τους αξία, δοξάστησαν και κρίθηκαν άξιοι για να τους ανατεθεί η εξουσία.
Εγώ λοιπόν με λίγους στρατιώτες στην Ισπανία, ως υπαρχηγός του αδελφού μου, κρίθηκα άξιος και μου ανετέθησαν τα μεγαλύτερα αξιώματα.
Και όχι μόνον τους Κελτίβηρες υπέταξα και νίκησα και τους Γαλάτες, αλλά διαβαίνοντας και τα ψηλά βουνά των Άλπεων, έφτασα μέχρι την πεδινή Ιταλία και τα προάστια της Ρώμης, καταστρέφοντας τόσες πόλεις και σκοτώνοντας τόσους στρατιώτες, φτιάχνοντας γέφυρες στους ποταμούς με τα πτώματά τους και μετρώντας τα χρυσά τους δαχτυλίδια με τις σακούλες.
Κι αυτά τα έκανα, χωρίς να ονομάζομαι γιος του Άμμωνα, ούτε να παριστάνω τον θεό ή να διηγούμαι όνειρα της μάνας μου, αλλά ομολογώντας ότι είμαι άνθρωπος και είχα αντιπάλους τους εξυπνότερους στρατηγούς και τους μαχητικότερους στρατιώτες. Δεν νίκησα Μήδους και Αρμένιους, που το έβαζαν στα πόδια πριν τους κυνηγήσει κανείς και παρέδιδαν την νίκη σε όποιον είχε ελάχιστη τόλμη.
Ο Αλέξανδρος δε, αφού βρήκε έτοιμο κράτος από τον πατέρα του αύξησε την δύναμή του και επέκτεινε πάρα πολύ τα όριά του με την βοήθεια της τύχης. Κι αφού νίκησε κι εκείνον τον ελεεινό τον Δαρείο στην Ισσό και ισοπέδωσε τα Άρβηλα, απαρνήθηκε τα ήθη της πατρίδας του προς χάριν των ηθών των Μήδων κι απαιτούσε να τον προσκυνούν.
Πρόσβαλλε και σκότωνε φίλους του στα συμπόσια, ενώ εκτελούσε μόνος του τις θανατικές καταδίκες. Εγώ κυβέρνησα με δικαιοσύνη την πατρίδα μου, κι όταν αυτή με κάλεσε, επειδή οι εχθροί κατέπλευσαν με μεγάλο στόλο στην Αφρική, αμέσως υπάκουσα και ως απλός πολίτης έτρεξα να την υπερασπίσω, κι όταν με καταδίκασαν, δέχτηκα αδιαμαρτύρητα και υπέφερα την καταδίκη.
Κι αυτά τα έπραξα εγώ, ενώ είμαι βάρβαρος, χωρίς Ελληνική Παιδεία και ούτε τις ραψωδίες του Ομήρου γνωρίζω απ' έξω, όπως αυτός, ούτε τον σοφό Αριστοτέλη είχα δάσκαλο. Τ
α πάντα οφείλω στην ευφυία μου. Και γι' αυτά υποστηρίζω ότι είμαι καλύτερος απ' τον Αλέξανδρο. Εάν δε αυτός είναι καλύτερος, επειδή φοράει στο κεφάλι βασιλικό στέμμα, αυτό μπορεί να φαίνεται σπουδαίο στους Μακεδόνες, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερος από έναν γενναίο στρατηγό, που αναδείχθηκε με την αξία του κι όχι εξ αιτίας της τύχης.
Μίνως: Ο Αννίβας δεν μίλησε κι άσχημα, όπως μάλλον θα περίμενε κάποιος από έναν Αφρικανό. Εσύ, Αλέξανδρε, τί απαντάς σ' αυτά;
Αλέξανδρος: Θα έπρεπε, Μίνωα, να μη απαντήσω τίποτε σ' έναν άνθρωπο τόσο αυθάδη, διότι αρκεί και μόνο η φήμη για να σε πληροφορήσει, ποιος βασιλιάς ήμουν εγώ και τι λήσταρχος ήταν αυτός. Αλλά άκουσε όμως για να καταλάβεις πόσο ανώτερός του υπήρξα.
Νέος ακόμη, ανέλαβα την εξουσία και ανέβηκα σ' έναν ταραγμένο θρόνο, καταδιώκοντας τους φονιάδες του πατέρα μου. Αφού στερέωσα την εξουσία μου στη Μακεδονία και κατατρόμαξα την Ελλάδα με την καταστροφή της Θήβας, ανακηρύχτηκα στρατηγός των Ελλήνων.
Δεν αρκέστηκα όμως στην βασιλεία των Μακεδόνων και δεν περιορίστηκα σε όσα μου άφησε ο πατέρας μου, αλλά αποφάσισα να υποτάξω όλη τη γη και θεωρούσα ως αποτυχία εάν δεν κατόρθωνα να γίνω κυρίαρχος όλου του κόσμου. Έχοντας δε, ολιγάριθμο στρατό εισέβαλα στην Ασίαν και στον Γρανικό κατόρθωσα να πετύχω μεγάλη νίκη και υποτάσσοντας την Λυδία, την Ιωνία και την Φρυγία, από νίκη σε νίκη, έφθασα μέχρι την Ισσό, όπου με περίμενε ο Δαρείος με πολλές χιλιάδες στρατού. Και γνωρίζετε, Μίνωα, πόσους νεκρούς σας έστειλα σε μία μέρα μόνο, διότι λέγεται ότι η βάρκα δεν αρκούσε κι ο Χάρων αναγκάστηκε να κατασκευάσει σχεδίες για να περάσει τους περισσοτέρους.
Και στις μάχες αυτές, πολεμούσα στην πρώτη γραμμή και δεν απέφευγα τα τραύματα.
Και για να μη σου διηγούμαι όσα έκανα στην Τύρο και στα Άρβηλα, περιορίζομαι να σου πω ότι έφτασα μέχρι την Ινδία και τον ωκεανό τον έκανα όριο του κράτους μου.
Τους ελέφαντες των Ινδών κυρίευσα και τον Πώρο τον αιχμαλώτισα. Κι αφού πέρασα τον Τάναϊ, νίκησα σε μεγάλη μάχη με το ιππικό τους Σκύθες, πολεμιστές κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητοι.
Εάν δε οι άνθρωποι με νόμιζαν για θεό, θα πρέπει να τους συγχωρέσουμε, διότι το μέγεθος των πράξεών μου τους έκαναν να πιστέψουν κάτι τέτοιο. Τέλος, εγώ πέθανα βασιλιάς, ενώ αυτός εξόριστος κοντά στον Προυσία τον Βιθυνό, όπως άξιζε σ' έναν τόσο πανούργο και σκληρό άνθρωπο. Και το πως νίκησε τους Ιταλούς είναι γνωστό. Δεν τους νίκησε με την δύναμη, αλλά με πονηριά και δόλο -με τίποτε δε αντρίκιο και φανερό.
Κι επειδή με κατηγόρησε για τον πολυτελή μου βίο, φαίνεται ότι ξέχασε τι έκανε στην Καπύη, όπου κυλιόταν κάτω με τις πόρνες, την ώρα που θα έπρεπε να πολεμάει.
Εγώ δε, θεώρησα ασήμαντα τα δυτικά μέρη και γι' αυτό προτίμησα να στραφώ προς την ανατολή. Διότι, τί μεγάλο κατόρθωμα θα ήταν αν κατακτούσα αναίμακτα την Ιταλία και κυρίευα την Αφρική και τα μέρη μέχρι το Γιβραλτάρ;
Αλλά δεν μου φάνηκαν άξια πολέμου τα μέρη αυτά, τα οποία μ' έτρεμαν ήδη και με αναγνώριζαν ήδη ως κυρίαρχο.
Αυτά είχα να πω. Κι εσύ τώρα, Μίνωα, βγάλε απόφαση, επειδή αρκετά είναι κι αυτά απ' τα πολλά που μπορώ να πω.
Σκηπίων: Παρακαλώ να μη αποφασίσεις, πριν ακούσεις κι εμένα.
Μίνως: Ποιός είσαι εσύ κι από πού έρχεσαι;
Σκηπίων: Είμαι Ρωμαίος στρατηγός και το όνομά μου είναι Σκηπίωνας. Είμαι αυτός που κατέστρεψε την Καρχηδόνα και νίκησα τους Αφρικανούς σε μεγάλες μάχες.
Μίνως: Λοιπόν; Τί έχεις να πεις κι εσύ;
Σκηπίων: Λέω ότι είμαι κατώτερος του Αλέξανδρου, αλλά καλύτερος από τον Αννίβα, αφού τον νίκησα και τον ανάγκασα να φύγει κυνηγημένος.
Δεν είναι λοιπόν ξεδιάντροπος αυτός, ο οποίος συγκρίνεται με τον Αλέξανδρο, με τον οποίον ούτε εγώ ο Σκηπίωνας, ο οποίος τον νίκησα, τολμώ να αντιπαραβάλλομαι;
Μίνως: Μα τον Δία, μιλάς πολύ λογικά Σκηπίωνα.
Πρώτος λοιπόν, αναγνωρίζεται ο Αλέξανδρος, έπειτα εσύ, και κατόπιν, αν σου φαίνεται σωστό, ας είναι τρίτος ο Αννίβας, αφού κι αυτός δεν είναι ευκαταφρόνητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου