Κατά τη διάρκεια της γιορτής οι θρησκευτές έτρωγαν σιωπηλά σε στενό οικογενειακό κύκλο δίχως να μετέχουν δούλοι και χωρίς να προσκαλούν ξένους. Ήταν ένα είδος μνημοσύνου και κρατούσε τις ρίζες του από την εποχή του Τρωικού πολέμου.
Ο Πλούταρχος στο έργο του Αίτια Ελληνικά αναφέρει ότι πολλοί από τους Aιγινήτες που είχαν πάρει μέρος στον Tρωικό πόλεμο είχαν σκοτωθεί στις μάχες, κι ότι οι περισσότεροι είχαν χαθεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής τους λόγω της ταραγμένης θάλασσας. Τους λίγους που σώθηκαν τους υποδέχτηκαν οι συγγενείς τους, αλλά όταν είδαν τους άλλους πολίτες να πενθούν δεν θεώρησαν σωστό ούτε να επιδεικνύουν τη χαρά τους, ούτε να θυσιάζουν δημόσια στους Θεούς. Έτσι αποφάσισαν να γιορτάζουν κρυφά στα σπίτια τους την επιστροφή των επιζώντων, χωρίς την παρουσία υπηρετών και αποφεύγοντας τους δημόσιους χώρους.
Σε αναπαράσταση αυτού του γεγονότος, οι Αιγινήτες τελούσαν θυσία στον Ποσειδώνα, τους ονομαζόμενους "θιάσους" κατά την οποία για δεκαέξι μέρες έτρωγαν μόνοι τους σιωπηλά χωρίς την παρουσία δούλων. Για το λόγο αυτό οι εορτάζοντες ονομάζονταν "μονοφάγοι".
Την τελευταία μέρα αφού τελούσαν τα Αφροδίσια προς τιμή της Αφροδίτης, η γιορτή τελείωνε.
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα γιορτάζονταν και Aφροδίσια που δεν είχαν καμιά σχέση με τις ιεροτελεστίες της θεάς Αφροδίτης, όπως ήταν οι ευχαριστήριες τελετές μετά το τέλος επιτυχούς επιχείρησης, ή μετά από ευτυχές θαλασσινό ταξίδι.
Από το τελετουργικό αυτό, στην αρχαία Ελλάδα οι κάτοικοι των άλλων πόλεων αποκαλούσαν τους Αιγινήτες "Μονοφάγους". Από εκείνο τον χαρακτηρισμό έχει διασωθεί σήμερα η δημώδης ελληνική έκφραση "μονοφαγάς" που συνηθίζεται να λέγεται γενικότερα για τους άπληστους ή γι΄ εκείνους που δεν επιτρέπουν τη σύμπραξη άλλων σε δραστηριότητες με οικονομικά οφέλη.
Πλούταρχος, Αίτια Ρωμαΐκά και Ελληνικά, d, 10
<Τίνες ἐν Αἰγίνῃ οἱ μονοφάγοι;’τῶν ἐπὶ τὴν Τροίαν στρατευσάντων Αἰγινητῶν πολλοὶ μὲν ἐν ταῖς μάχαις ἀπώλοντο, πλείονες δὲ κατὰ πλοῦν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος. ὀλίγους οὖν τοὺς περιλειπομένους οἱ προσήκοντες ὑποδεξάμενοι, τοὺς δ’ ἄλλους πολίτας ὁρῶντες ἐν πένθεσι καὶ λύπαις ὄντας, οὔτε χαίρειν ᾤοντο δεῖν φανερῶς οὔτε θύειν τοῖς θεοῖς, ἀλλὰ κρύφα καὶ κατ’ οἰκίαν ἕκαστοιτοὺς σεσωσμένους ἀνελάμβανον ἑστιάσεσι καὶ φιλοφροσύναις, αὐτοὶ διακονούμενοι πατράσι καὶ συγγενέσι καὶἀδελφοῖς καὶ οἰκείοις, ἀλλοτρίου μηδενὸς παρεισιόντος ταῦτ’ οὖν ἀπομιμούμενοι τῷ Ποσειδῶνι θυσίαν ἄγουσι τοὺς καλουμένους ‘θιάσους’, ἐν ᾗ καθ’ αὑτοὺς ἐφ’ ἡμέρας ἑκκαίδεκα μετὰ σιωπῆς ἑστιῶνται, δοῦλος δ’ οὐ πάρεστιν·εἶτα ποιήσαντες Ἀφροδίσια διαλύουσι τὴν ἑορτήν· ἐκ δὲτούτου ‘μονοφάγοι’ καλοῦνται>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου