Στην ελεγεία που παρατίθεται εδώ ο Καλλίνος προτρέπει τους νέους της πατρίδας του να
αφήσουν την ξέγνοιαστη ζωή και να πολεμήσουν μέχρι την τελευταία τους
πνοή για την πατρίδα.
Όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από τον πρώτο στίχο
(«Ώς πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;»), απαγγέλθηκε ίσως σε κάποιο
συμπόσιο. Ως προς τη δομή της η ελεγεία ακολουθεί τα δύο βασικά στοιχεία: την "πρόσκληση", με την οποία
επιδιώκεται η συναισθηματική διέγερση ( «Πότε θα δείξετε
καρδιά αντρειωμένη; Ντροπή »), και την "επιχειρηματολογία", με την
οποία επιδιώκεται η λογική πειθώ.
«Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;
Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη
Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί.
Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα;
Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,
άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας...
Χτύπα τον εχθρό, ώς την τελευταία σου πνοή,
Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό,
να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θά ᾽ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα·
αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα
με θάρρος στην καρδιά,
από τις ασπίδες καλυμμένοι
ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου.
Είναι γραφτό: ο άνθρωπος του Χάρου δεν ξεφεύγει
ακόμη και αν είναι η γενιά του θεϊκή.
Πόσες φορές ξεφεύγοντας από της μάχης την αντάρα,
απ᾽ όπου ακούγεται φρικτή των όπλων η κλαγγή,
στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου.
Δεν αγαπά ο λαός της πόλης, δεν αναζητά
το μαχητή που γύρισε από τη μάχη ζωντανός.
Αν όμως σκοτωθεί, πλούσιοι και φτωχοί τον κλαίνε.
Όλος ο κόσμος αναζητά τον ψυχωμένο άντρα όταν πεθάνει.
Αν πάλι ζήσει, ημίθεος λογιέται.
Σαν πύργος στα μάτια τους φαντάζει,
γιατί και μόνος του ισοζυγίζει με πολλούς.»
«Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;
Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη
Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί.
Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα;
Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,
άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας...
Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό,
να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θά ᾽ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα·
αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα
με θάρρος στην καρδιά,
από τις ασπίδες καλυμμένοι
ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου.
Είναι γραφτό: ο άνθρωπος του Χάρου δεν ξεφεύγει
ακόμη και αν είναι η γενιά του θεϊκή.
Πόσες φορές ξεφεύγοντας από της μάχης την αντάρα,
απ᾽ όπου ακούγεται φρικτή των όπλων η κλαγγή,
στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου.
Δεν αγαπά ο λαός της πόλης, δεν αναζητά
το μαχητή που γύρισε από τη μάχη ζωντανός.
Αν όμως σκοτωθεί, πλούσιοι και φτωχοί τον κλαίνε.
Όλος ο κόσμος αναζητά τον ψυχωμένο άντρα όταν πεθάνει.
Αν πάλι ζήσει, ημίθεος λογιέται.
Σαν πύργος στα μάτια τους φαντάζει,
γιατί και μόνος του ισοζυγίζει με πολλούς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου