Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Νεκρικοί διάλογοι: (Λουκιανός) Φίλιππος και Αλέξανδρος


Στους Νεκρικούς διαλόγους ο Λουκιανός παρουσιάζει τριάντα διαλογικά στιγμιότυπα, στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται πια στον Άδη. Οι προσωπικότητες αυτές είναι ομηρικοί ήρωες, ο Μ. Αλέξανδρος, γνωστοί κόλακες και κυνηγοί κληρονομιών, και ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος. Σε όλα τα θέματα που συζητούν υπόκειται η ιδέα ότι η ευτυχία σ᾽ αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι.
Φίλιππος: Τώρα, Αλέξανδρε, δεν μπορείς πια ν' αρνείσαι ότι είσαι γιος μου, διότι αν ήσουν του Άμμωνα, δεν θα πέθαινες.
Αλέξανδρος: Το ήξερα, πατέρα, ότι ήμουν γιος του Φιλίππου του Αμύντου, αλλά παραδέχθηκα το μάντεμα επειδή θεώρησα θα μου φανεί χρήσιμο και θα με εξυπηρετούσε...

Φίλιππος: Μα τι λες; Σου φαίνονταν χρήσιμο ν' αφήνεις να σ' εξαπατούν οι προφήτες;
Αλέξανδρος: Δεν λέω αυτό, αλλά οι βάρβαροι κατατρόμαξαν και δεν μου αντιστέκονταν πλέον, επειδή νόμιζαν ότι πολεμούν έναν θεό κι έτσι τους κατέκτησα πιο εύκολα.
Φίλιππος: Και ποιους κατέκτησες, οποίοι να είναι γενναίοι άνδρες; Πάντοτε είχες να κάνεις με δειλούς, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με παιδικά τόξα και αστείες ξυλόπλεκτες ασπίδες. 
Το δύσκολο ήταν να νικήσεις τους Έλληνες, τους Βοιωτούς και Φωκείς και Αθηναίους, το πεζικό των Αρκάδων και το ιππικό των Θεσσαλών, τους ακοντιστές των Ηλείων και τους πελταστές των Μαντινέων, και να υποτάξεις τους Θράκες ή τους Ιλλυριούς και τους Παίονες. 
Αυτά θα ήσαν σπουδαία κατορθώματα. Αλλά για τους Μήδους και τους Πέρσες και τους Χαλδαίους, άνδρες που ζούσαν στην πολυτέλεια και φορούσαν χρυσά ρούχα, δεν γνωρίζεις ότι πριν από σένα, δέκα χιλιάδες Έλληνες με αρχηγό τον Κλέαρχο τους νίκησαν χωρίς να συμπλακούν, αφού το έβαλαν στα πόδια πριν ακόμα τους φτάσουν τα βέλη των Ελλήνων;
Αλέξανδρος: Αλλά οι Σκύθες, πατέρα, και οι ελέφαντες των Ινδών δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι. Κι όμως, τους νίκησα χωρίς να προκαλέσω μεταξύ τους έριδες και χωρίς να εξαγοράσω την νίκη με προδοσίες. Ούτε πάτησα τον όρκο μου ποτέ, ούτε αθέτησα τις υποσχέσεις μου, ή ενήργησα με δόλο για να νικήσω. Κι από τους Έλληνας, άλλους μεν χωρίς πόλεμον υπέταξα, τους δε Θηβαίους ίσως έμαθες πώς τους μεταχειρίστηκα.
Φίλιππος: Τα γνωρίζω αυτά όλα, μου τα ανέφερε ο Κλείτος, τον οποίον εσύ σκότωσες με την λόγχη στο συμπόσιο, επειδή τόλμησε να με συγκρίνει μαζί σου. Και λένε ότι πέταξες το μακεδονικό ένδυμα και φόρεσες περσικό, καθώς και τιάρα στο κεφάλι και είχες την αξίωση να σε προσκυνούν οι Μακεδόνες, άνδρες ελεύθεροι. 
Και το πιο γελοίο απ' όλα, μιμούσουν τους τρόπους των νικημένων. Παραλείπω όσα άλλα έπραξες, που έριξες σε κλουβί με λιοντάρια, ανθρώπους ικανούς, και τους γάμους τους οποίους έκανες, καθώς και την υπερβολική σου αγάπη για τον Ηφαιστίωνα. Ένα μόνο απ' όσα άκουσα για σένα παίνεψα... Ότι σεβάστηκες την γυναίκα του Δαρείου, αν και ήταν ωραία, και φρόντισες την μάνα και τις κόρες του. Αυτή η διαγωγή είναι πραγματικά βασιλική.
Αλέξανδρος: Και δεν παινεύεις, πατέρα, την αδιαφορία για τον κίνδυνο κι ότι όταν πολεμούσα κατά Οξυδρακών, πρώτος ανέβηκα στο τείχος και απέκτησα τόσα τραύματα;
Φίλιππος: Δεν το επιδοκιμάζω αυτό, Αλέξανδρε, όχι επειδή νομίζω ότι δεν είναι καλό, ενίοτε να τραυματίζεται κι ο βασιλιάς και να εκτίθεται πρώτος στους κινδύνους για να ενθαρρύνει τον στρατό του, αλλά σ' εσένα δεν ταίριαζε αυτό, επειδή αφού νομιζόσουν για θεός, αν τραυματιζόσουν και σ' έβλεπαν να σε μεταφέρουν από το πεδίο της μάχης ματωμένο και να σφαδάζεις απ' τους πόνους, θα γελούσε ο κάθε πικραμένος -και βέβαια ο Άμμωνας θα θεωρούνταν απατεώνας και ψευδομάντης, οι δε προφήτες θ' αποδεικνύονταν κόλακες. 
Ποιος δεν θα γέλαγε, με το να βλέπει τον γιο του Δία, λιπόθυμο κι έχοντα ανάγκη γιατρών; 
Και τώρα που πέθανες δεν νομίζεις ότι πολλοί θα κοροϊδεύουν εκείνο το θέατρο που έπαιξες, βλέποντας τον θεωρούμενο θεό, να είναι ξαπλωμένος νεκρός, ν' αρχίζει να σαπίζει και να τουμπανιάζει όπως όλα τα πτώματα; 
Άλλωστε κι εκείνο το οποίο είπες χρήσιμο, Αλέξανδρε, ότι γι' αυτό νικούσες εύκολα, αφαιρεί πολύ απ' την δόξα των κατορθωμάτων σου, διότι όλα φαίνονται μικρά, αφού γίνονταν από έναν θεό.
Αλέξανδρος: Και όμως, δεν είναι αυτή η ιδέα που έχουν οι άνθρωποι για μένα, αλλά απεναντίας, με θεωρούν εφάμιλλο προς του Ηρακλή και του Διόνυσου, μολονότι την Ακρόπολη Άορνον, την οποίαν κανείς εξ αυτών δεν κυρίευσε, παρά μόνο εγώ.
Φίλιππος: Βλέπεις ότι κι αυτά τα λες ως γιος του Άμμωνα και συγκρίνεις τον εαυτόν σου με τον Ηρακλήν και τον Διόνυσο; 
Δεν ντρέπεσαι, Αλέξανδρε, και δεν θ' αποβάλλεις την εγωπάθεια; Δεν θ' αποκτήσεις ορθή συνείδηση της καταστάσεώς σου και δεν θα καταλάβεις επιτέλους ότι είσαι νεκρός;

*Φωτό: Ο Αλέξανδρος και οι Μοίρες Bernardo Mei, Cincinnati Art Museum

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου