ο Δίας ο βαριοβρόντης το κρατάει
και το ρυθμίζει καταπώς το θέλει
κι είναι κρυφή η βουλή του απ᾽ τους ανθρώπους
μα πάντα εμείς οι πρόσκαιροι, σαν ζώα
ζούμε χωρίς να ξέρουμε καθόλου
Κι η ελπίδα κι η πεποίθηση όλους θρέφει,
τ᾽ αδύνατα σαν ονειρεύουνται· άλλοι
να ᾽ρθουνε τ᾽ απαντέχουν σε μια μέρα
κι άλλοι με τα γυρίσματα των χρόνων.
Κι ούτε κανένας άνθρωπος υπάρχει,
που δε νομίζει ότι ο καινούριος χρόνος
θα ᾽ρθει γεμάτος αγαθά και πλούτη.
Όμως τα γερατειά τ᾽ αζήλευτ᾽ άλλον,
προτού σ᾽ εκείνο, που ποθεί, να φτάσει,
τον προλαβαίνουν· και κακές αρρώστιες
τρώνε άλλους· κι απ᾽ τον Άρη χαλασμένους
κάτω απ᾽ τη μαύρη γη στέλνει άλλους ο Άδης.
Και μες στη θάλασσ᾽ άλλοι απ᾽ τη φουρτούνα
κι από τα πλήθια κύματα τού μαύρου
πελάου συνταραζούμενοι πεθαίνουν,
όταν να καλοζούνε κατορθώσουν.
Και θάνατο κακότυχο άλλοι βρίσκουν
με την κρεμάλα και το φέγγος του ήλιου
το αφήνουν, μοναχοί τους σκοτωμένοι.
Κι έτσι κανένα απ᾽ τα κακά δε λείπει.
Μα υπάρχουν τρόποι αμέτρητοι θανάτου
και ξαφνικές κακομοιριές και πάθη
για τους ανθρώπους· αλλά αν ίσως πίστη
ηθέλανε στα λόγια μου να δώσουν,
τις συμφορές δε θα ποθούσαμ᾽ έτσι
και δε θα τυραννιούμαστε γυρνώντας
το λογισμό μας σ᾽ έγνοιες πονοδότρες.
πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ καὶ τίθησ᾽ ὅκηι θέλει,
νοῦς δ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀνθρώποισιν, ἀλλ᾽ ἐπήμεροι
ἃ δὴ βοτὰ ζόουσιν, οὐδὲν εἰδότες
5 ὅκως ἕκαστον ἐκτελευτήσει θεός.
ἐλπὶς δὲ πάντας κἀπιπειθείη τρέφει
ἄπρηκτον ὁρμαίνοντας· οἱ μὲν ἡμέρην
μένουσιν ἐλθεῖν, οἱ δ᾽ ἐτέων περιτροπάς·
νέωτα δ᾽ οὐδεὶς ὅστις οὐ δοκεῖ βροτῶν
10 Πλούτωι τε κἀγαθοῖσιν ἵξεσθαι φίλος.
φθάνει δὲ τὸν μὲν γῆρας ἄζηλον λαβὸν
πρὶν τέρμ᾽ ἵκηται, τοὺς δὲ δύστηνοι βροτῶν
φθείρουσι νοῦσοι, τοὺς δ᾽ Ἄρει δεδμημένους
πέμπει μελαίνης Ἀΐδης ὑπὸ χθονός·
15 οἱ δ᾽ ἐν θαλάσσηι λαίλαπι κλονεόμενοι
καὶ κύμασιν πολλοῖσι πορφυρῆς ἁλὸς
θνήσκουσιν, εὖτ᾽ ἂν μὴ δυνήσωνται ζόειν·
οἱ δ᾽ ἀγχόνην ἅψαντο δυστήνωι μόρωι
καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος.
20 οὕτω κακῶν ἄπ᾽ οὐδέν, ἀλλὰ μυρίαι
βροτοῖσι κῆρες κἀνεπίφραστοι δύαι
καὶ πήματ᾽ ἐστίν. εἰ δ᾽ ἐμοὶ πιθοίατο,
οὐκ ἂν κακῶν ἐρῶιμεν, οὐδ᾽ ἐπ᾽ ἄλγεσιν
κακοῖς ἔχοντες θυμὸν αἰκιζοίμεθα.
ΣΗΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ
Ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος ήταν Έλληνας ιαμβικός ποιητής, έδρασε στον 7ο αιώνα π.χ.. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 670 π.χ., σύμφωνα με μαρτυρίες, κι άκμασε περί το δεύτερο μισό του 7ου π. χ., αλλά μετά παρέμεινε στην Αμοργό. Λέγεται μάλιστα πως βοήθησε και στο ν' απελευθερωθεί το νησί.
Έτσι, πήρε το προσωνύμιο "Αμοργίνος", ώστε να ξεχωρίζει από τον Κείο. Άλλες πάλι μαρτυρίες λένε πως έζησε προς το τέλος του 6ου αιώνα.
Συνέγραψε ελεγείες, ιάμβους, μα απ' όλα όσα έγραψε σώζονται μόνο περίπου 200 στίχοι. Διακωμώδησε ποιητικά σχεδόν τα πάντα και το αριστούργημά του είναι ο ίαμβος "Κατά Γυναικών".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου