Η Μήδεια αποφασίζει να προχωρήσει όχι μόνο στον φόνο των τριών (του Ιάσονα, του Κρέοντα και της κόρης του) αλλά να σκοτώσει και τα δυο της παιδιά, για να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Με τα παιδιά της στέλνει στην κόρη του Κρέοντα πανέμορφα δώρα που θα φέρουν το θάνατο· εκείνη τα φοράει και βρίσκει φρικτό τέλος· το ίδιο και ο πατέρας της, που σπεύδει να τη βοηθήσει..
Έπειτα από πάλη με τον εαυτό της, η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, που θα ταφούν από την ίδια στο ιερό της Ήρας, όπου θα γίνονται γιορτές και θυσίες. Η ίδια απομακρύνεται πάνω σε φτερωτό άρμα που της έδωσε ο πατέρας της ο Ήλιος.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η πρώτη ρήση της Μήδειας επί σκηνής -προηγουμένως ακουγόταν να θρηνεί από μέσα. Η ρήση της Μήδειας αποτελεί ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη θέση της γυναίκας, ιδίως σε σχέση με τον γάμο, και για την αντιπαράθεση των φύλων.
"Γυναίκες Κορίνθιες. Από το σπίτι βγήκα
τη μομφή σας να αποφύγω.
Γνωρίζω ανθρώπους πολλούς υπερήφανους
άλλους κρυμμένους κι άλλους έξω στο δρόμο.
Άλλοι πάλι εξαιτίας του ήσυχου βίου τους
κακό απόκτησαν όνομα και ραθυμία...
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στα μάτια του κόσμου.
Προτού βαθιά ερευνήσουν τι κρύβεις στα σπλάχνα σου
με μίσος σε βλέπουν
δίχως σε τίποτε να έχουν αδικηθεί.
Χρέος του ξένου είναι βεβαίως
με την πόλη εντελώς να συντάσσεται.
Ούτε επαινώ τον αυθάδη εκείνο αστό
που πικραίνει τους συμπολίτες του με αλαζονεία.
Εμένα όμως τι χτύπημα απρόσμενο με βρήκε
και τη ζωή μου χάλασε.
Χάνομαι, φίλες.
Αφήνω τις χαρές του βίου μου και πρέπει να πεθάνω.
Ήταν για μένα η ζωή μου όλη ο Ιάσων.
Καλά το γνωρίζει κι ο ίδιος.
Τώρα - βρέθηκε να ᾽ναι ο χειρότερος όλων ο άντρας μου.
Από όλα τα έμψυχα όντα, τα νοήμονα
εμείς οι γυναίκες είμαστε το αθλιότερο φύτρο.
Πρώτα με χρήματα άφθονα πρέπει
τον άντρα μας να αγοράζουμε
κι αφέντη στο κορμί μας επιβάλλουμε.
Χειρότερο άλλο κακό δεν υπάρχει.
Κι είναι εδώ η αγωνία η μεγαλύτερη,
αν πήρες άντρα χρηστό ή άχρηστο.
Για τις γυναίκες βέβαια τιμητικό το διαζύγιο δεν είναι.
Ούτε μπορείς να αποφεύγεις τον άντρα σου.
Κι αν ευρεθείς σε άλλες συνήθειες και νόμους
πρέπει να γίνεις μάντης
για όσα δεν σου έμαθε το πατρικό σου
πώς δηλαδή καλύτερα το σύζυγό σου να υπηρετείς.
Κι αν όλα τούτα επιτύχουμε με κόπο
κι ο άντρας μας συζεί μαζί μας
χωρίς να νιώθει βάρος το ζυγό του γάμου,
αξιοζήλευτη ζωή περνούμε.
Αλλιώς ο θάνατος μας πρέπει.
Ο άντρας αν βαρεθεί μέσα στο σπίτι του
βγαίνει έξω και της καρδιάς το βάρος ελαφρώνει
κοντά σε φίλους και σε συνομίληκους.
Λένε οι άντρες πως εμείς ακίνδυνη ζωή
στο σπίτι ζούμε ενώ εκείνοι πολεμούν στη μάχη.
Ανόητοι άντρες.
Τρεις φορές θα προτιμούσα σε ώρα μάχης
δίπλα στην ασπίδα να σταθώ
από το να γεννήσω μια φορά.
Όμως τα λόγια τούτα σε μένα μοναχά ταιριάζουν.
Εσύ έχεις πόλη, σπίτι πατρικό,
του βίου την απόλαυση, τη συντροφιά των φίλων.
Εγώ είμαι έρημη. Χωρίς πατρίδα
από τον άντρα μου ταπεινωμένη,
λάφυρο από γη βαρβαρική.
Ούτε μητέρα, ούτε αδελφό, συγγενή κανένα
δεν έχω λιμάνι στη συμφορά μου αυτή.
Μια χάρη ωστόσο να σου ζητήσω επιθυμώ:
αν κάποιο τρόπο, κάποιο τέχνασμα εξευρεθεί
τον άντρα μου για τα τόσα εγκλήματα να αντιπληρώσω,
σιωπή τότε!
Γεμάτη βέβαια είναι από φόβο η γυναίκα.
Στα χέρια αδύναμη, τα όπλα αποστρέφεται.
Αν όμως βρεθεί στην κλίνη της αδικημένη
πνεύμα πιο αιμοβόρο απ᾽ αυτή δεν υπάρχει.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 70. – Μήδεια 214-266
(μετάφραση Γιώργης Γιατρομανωλάκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου