Ο Τίμων ο Αθηναίος, ο παροιμιώδης μισάνθρωπος, σύμφωνα με πληροφορίες
που μας διασώζονται από την αρχαιότητα, ήταν γιος του Εχεκρατίδη από τον
δήμο Κολυττό και έζησε τον καιρό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ήταν Αθηναίος εύπορος πολίτης, ο
οποίος έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του.
Τον αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς ως παράδειγμα μισανθρωπίας όπως οι : Αριστοφάνης, Στράβων, Πλούταρχος, Αλκίφρων, Διογένης ο Λαέρτιος· ο Νεάνθης ο Κυζικηνός και οι κωμωδιογράφοι τον χρησιμοποιούν για να πλάσουν τους ανάλογους τύπους τους. Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης τον σατίρισε στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Λυσιστράτη»....
Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και, εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης των συγχρόνων του, οδηγήθηκε σε μίσος κατά της ανθρωπότητας. Ο Τίμωνας στην αρχή ξόδευε αλογάριαστα για τους παρασίτους που τον περιτριγύριζαν, γιατί πίστευε στα λόγια τους και στη φιλία τους.
Ύστερα φτώχυνε και κατάντησε να σκάβει ένα ξένο χωράφι κοντά στον Υμηττό εγκαταλειμμένος, άσπλαχνα από όλους τους πριν «φίλους» του. Όταν βρήκε αναπάντεχα θησαυρό έγινε άλλος άνθρωπος· διακήρυξε επίσημα τη μισανθρωπία του και μίσησε με σκληρότητα ασύλληπτη τους πάντες και τα πάντα.
Ο Πλούταρχος, μας λέει ότι ο μόνος άνθρωπος που ο Τίμων πότε πότε συναντούσε, γιατί ασπάστηκε κι αυτός τον ίδιο τρόπο ζωής, ήταν κάποιος με το όνομα Ασήμαντος , μισάνθρωπος κι αυτός. Και σ' αυτόν όμως, δεν χαριζόταν. Κάποτε, στη γιορτή προς τιμήν των νεκρών, έτρωγαν μαζί, όταν ο Ασήμαντος είπε: «Τίμων, πόσο ωραίο είναι το συμπόσιό μας». Για να λάβει την απάντηση απ' τον Τίμων: «Θα ήταν, αν δεν ήσουν κι εσύ εδώ».
O Πλούταρχος αναφέρει, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου κι αφού ανέβηκε στο βήμα, είπε στους κατάπληκτους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, γνωρίζετε ότι έχω ένα κτήμα στον Υμηττό κι ότι σ’ αυτό υπάρχει μια συκιά, απ’ την οποία πολλοί έως τώρα κρεμάστηκαν. Επειδή λοιπόν, σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα κι αποφάσισα να την κόψω, θέλω να σας το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από εσάς θέλουν».
Πέθανε από γάγγραινα, γιατί όταν κάποτε έπεσε από ένα δένδρο αρνήθηκε να δεχτεί τις φροντίδες γιατρού. Τάφηκε κοντά στη θάλασσα, στον δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον τάφο του δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’ αυτόν, λέγεται πως είναι γραμμένη απ’ τον ίδιο:
«Αφήνοντας μια άθλια ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ' όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στον κόρακα»
Μια άλλη επιγραφή που έχει διασωθεί και ανήκει στον επιγραμματοποιό Ηγήσιππο, γράφει:
«Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθεις, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει».
Το θέμα του Τίμων και της μισανθρωπίας του γίνεται αφορμή για τον Λουκιανό να θίξει άλλη μια φορά το καυτό πρόβλημα του πλούτου, της φτώχειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που το αντιμετώπισε στα Προς Κρόνον-Επιστολαί Κρονικαί και στους Εταιρικούς διαλόγους.
Κάτω από την σκαιότητα του μισάνθρωπου Τίμωνα κρύβεται και υποδηλώνεται η αγανάκτηση του φιλάνθρωπου Λουκιανού.
Η πλοκή τού έργου, εμφανίζει τον Τίμωνα να σκάβει με την αξίνα στο χωράφι του. Σε μια στιγμή, τον πιάνει το παράπονο και κοιτώντας προς τον ουρανό, διαμαρτύρεται στους θεούς και ειδικά στον Δία, για την αδικία που του συνέβη.
"Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρκων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές, όταν προπάντων έχουν δυσκολίες με τα μέτρα.
Σε στολίζουν τότε με χίλια δυο ονόματα κι εσύ στηρίζεις την αδυναμία του μέτρου και γεφυρώνεις το χάσμα του ρυθμού.
Πού είναι λοιπόν η ολόλαμπρη αστραπή σου, πού η βαριά βροντή και ο φλογερός, ο αστραφτερός, ο τρομερός κεραυνός σου;
Όλα αυτά αποδείχτηκαν τώρα πια ανοησίες, πέρα για πέρα φαντασίες των ποιητών, ηχηρές μονάχα λέξεις. Και αυτό το φημισμένο και μακροβόλο όπλο, που όλη την ώρα το έχεις στο χέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έσβησε ολότελα και είναι τόσο ψυχρό, χωρίς να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής γι᾽ αυτούς που διαπράττουν αδικίες.
Έτσι λοιπόν όποιος πάει να γίνει επίορκος, περισσότερο θα φοβόταν ένα τρεμόσβηστο φιτίλι παρά του πανδαμάτορα κεραυνού σου τη φλόγα. Μοιάζει να τους απειλείς μ᾽ ένα δαυλί που δε φοβούνται ούτε τη φωτιά του ούτε τον καπνό του και λογαριάζουν τούτο μόνο από το χτύπημα, ότι θα βουτηχτούν μες στη μουντζούρα. Γι᾽ αυτό λοιπόν και ο Σαλμωνεύς είχε την τόλμη να σε συναγωνιστεί στη βροντή. Και δεν ήταν ολότελα αποτυχημένος, μπρος σ᾽ έναν τόσο παγερό Δία ο φλογερός εκείνος κομπαστής.
Γιατί όχι;
Εφόσον κοιμάσαι σαν να έχεις πιει το μανδραγόρα και ούτε τους επιορκούντες ακούς, ούτε τους αδικούντες επιβλέπεις.
Τσιμπλιάζεις, κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται τριγύρω σου και δεν ακούς, όπως οι γέροι.
Όταν ήσουν ακόμη νέος και οξύθυμος και ορμητικός, πολλά έκανες στους άδικους και τους σκληρούς και ποτέ δεν είχες τότε συμμαχία μαζί τους.
Ο κεραυνός σου ήταν πάντοτε σε δράση, η αιγίδα σου απειλητική, η βροντή σου έκανε πάταγο και η αστραπή σου εξακοντιζόταν αδιάκοπα, όπως σε συμπλοκή.
Οι σεισμοί σου σαν κόσκινο έσειαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και πέτρα το χαλάζι.
Και για να σου τα ξαναψάλω, ραγδαίες οι βροχές, άγριες, κάθε σταγόνα σου ποτάμι.
Γι᾽ αυτό μέσα σε μια στιγμή έγινε τέτοιος κατακλυσμός τον καιρό του Δευκαλίωνα, που βούλιαξαν τα πάντα και μόλις ένα κιβώτιο εξόκειλε στη Λιάκουρα και σώθηκε κλείνοντας μέσα του μια σπίθα ζωντανή από το ανθρώπινο πνεύμα, για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.
Παίρνεις λοιπόν από τους ανθρώπους την αμοιβή της οκνηρίας σου.
Κανείς δε σου προσφέρει πια θυσίες, μήτε σε στεφανώνει, παρά μόνο τυχαία στην Ολυμπία χωρίς να νομίζει και αυτός ότι κάνει κάτι απαραίτητο, κρατάει μόνο μια συνήθεια παλιά.
Και όπου να ᾽ναι θα σε πετάξουν από την εξουσία και θα σε καταντήσουν σαν τον Κρόνο, ω θεέ γενναιότατε.
Αφήνω πια πόσες φορές ώς τώρα έχουν κατακλέψει το ναό σου. Άλλοι πάλι άπλωσαν το χέρι τους ακόμα και σ᾽ εσένα τον ίδιο στην Ολυμπία.
Κι εσύ, ο υψιβρεμέτης, βαρέθηκες να ξεσηκώσεις τα σκυλιά ή τους γειτόνους να φωνάξεις να τρέξουν για βοήθεια και να τους πιάσουν την ώρα που ετοίμαζαν τα κλεμμένα για φευγάλα.
Μα ο δυνατός εσύ Γιγαντοφάγος, ο νικητής των Τιτάνων, καθόσουν και τους άφηνες να σου κόβουν τους πλοκάμους, και ας κρατούσες στο χέρι σου έναν κεραυνό δέκα πήχες.
Πότε λοιπόν, θαυματουργέ, θα πάψεις τόσο να τα παραβλέπεις όλα αυτά;
Και πότε θα τιμωρήσεις την τόση αδικία;
Πόσοι Φαέθοντες ή Δευκαλίωνες πρέπει να τιμωρηθούν για μια ζωή έτσι ξεχειλισμένη από αλαζονεία;
Και για να αφήσω τα ξένα και να ᾽ρθω στα δικά μου· πόσους Αθηναίους δεν εξύψωσα και από πάμπτωχους τους έκαμα πλούσιους;
Όλους που είχαν ανάγκη τους βοήθησα και κυριολεκτικά σωρούς τα πλούτη μου σκόρπισα, για να ευεργετώ τους φίλους.
Και τώρα που μ᾽ αυτή μου την τακτική έγινα φτωχός, όλοι αυτοί δε με γνωρίζουν πια, ούτε γυρίζουν να με κοιτάξουν, που κάποτε έσκυβαν και με προσκυνούσαν και κρέμονταν από ένα μου νεύμα.
Μα, αν τύχει και στο δρόμο μου συναντήσω κανέναν τους, με προσπερνούν, όπως μια παλιά επιτύμβια στήλη ριγμένη από το χρόνο, χωρίς καν να τη διαβάσουν.
Άλλοι πάλι, και από μακριά μόλις με δουν, αλλάζουν δρόμο θεωρώντας με κακό συναπάντημα και γρουσουζιά, έμενα που στάθηκα πριν από λίγο σωτήρας και ευεργέτης τους.
Γι᾽ αυτό λοιπόν από τις δυστυχίες μου αποτραβήχτηκα σ᾽ αυτήν την άκρη, φόρεσα προβιά και σκάβω τη γη με μεροκάματο ένα τεσσάρι οβολούς, φιλοσοφώντας με την ερημιά και το δικέλλι μου.
Εδώ επιτέλους τούτο το κέρδος θαρρώ πως θα ᾽χω, δε θα βλέπω πια πολλούς να ευτυχούν, χωρίς να το αξίζουν, γιατί αυτό είναι το καταθλιπτικότερο.
Επιτέλους λοιπόν, γιε του Κρόνου και της Ρέας, πέταξε από πάνω σου αυτόν το βαθύ και γλυκό ύπνο. Περισσότερο και από τον Επιμενίδη έχεις κοιμηθεί.
Ξαναφούντωσε τον κεραυνό σου ή άναψέ τον από την Αίτνα, τράνεψε τη φλόγα σου και δείξε νεύρο ανδρωμένου και νεανικού Δία, εκτός αν είναι αλήθεια όσα οι Κρήτες διηγούνται για σένα και την ταφή σου εκεί."
Τον αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς ως παράδειγμα μισανθρωπίας όπως οι : Αριστοφάνης, Στράβων, Πλούταρχος, Αλκίφρων, Διογένης ο Λαέρτιος· ο Νεάνθης ο Κυζικηνός και οι κωμωδιογράφοι τον χρησιμοποιούν για να πλάσουν τους ανάλογους τύπους τους. Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης τον σατίρισε στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Λυσιστράτη»....
Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και, εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης των συγχρόνων του, οδηγήθηκε σε μίσος κατά της ανθρωπότητας. Ο Τίμωνας στην αρχή ξόδευε αλογάριαστα για τους παρασίτους που τον περιτριγύριζαν, γιατί πίστευε στα λόγια τους και στη φιλία τους.
Ύστερα φτώχυνε και κατάντησε να σκάβει ένα ξένο χωράφι κοντά στον Υμηττό εγκαταλειμμένος, άσπλαχνα από όλους τους πριν «φίλους» του. Όταν βρήκε αναπάντεχα θησαυρό έγινε άλλος άνθρωπος· διακήρυξε επίσημα τη μισανθρωπία του και μίσησε με σκληρότητα ασύλληπτη τους πάντες και τα πάντα.
Ο Πλούταρχος, μας λέει ότι ο μόνος άνθρωπος που ο Τίμων πότε πότε συναντούσε, γιατί ασπάστηκε κι αυτός τον ίδιο τρόπο ζωής, ήταν κάποιος με το όνομα Ασήμαντος , μισάνθρωπος κι αυτός. Και σ' αυτόν όμως, δεν χαριζόταν. Κάποτε, στη γιορτή προς τιμήν των νεκρών, έτρωγαν μαζί, όταν ο Ασήμαντος είπε: «Τίμων, πόσο ωραίο είναι το συμπόσιό μας». Για να λάβει την απάντηση απ' τον Τίμων: «Θα ήταν, αν δεν ήσουν κι εσύ εδώ».
O Πλούταρχος αναφέρει, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου κι αφού ανέβηκε στο βήμα, είπε στους κατάπληκτους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, γνωρίζετε ότι έχω ένα κτήμα στον Υμηττό κι ότι σ’ αυτό υπάρχει μια συκιά, απ’ την οποία πολλοί έως τώρα κρεμάστηκαν. Επειδή λοιπόν, σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα κι αποφάσισα να την κόψω, θέλω να σας το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από εσάς θέλουν».
Πέθανε από γάγγραινα, γιατί όταν κάποτε έπεσε από ένα δένδρο αρνήθηκε να δεχτεί τις φροντίδες γιατρού. Τάφηκε κοντά στη θάλασσα, στον δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον τάφο του δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’ αυτόν, λέγεται πως είναι γραμμένη απ’ τον ίδιο:
«Αφήνοντας μια άθλια ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ' όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στον κόρακα»
Μια άλλη επιγραφή που έχει διασωθεί και ανήκει στον επιγραμματοποιό Ηγήσιππο, γράφει:
«Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθεις, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει».
Το θέμα του Τίμων και της μισανθρωπίας του γίνεται αφορμή για τον Λουκιανό να θίξει άλλη μια φορά το καυτό πρόβλημα του πλούτου, της φτώχειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που το αντιμετώπισε στα Προς Κρόνον-Επιστολαί Κρονικαί και στους Εταιρικούς διαλόγους.
Κάτω από την σκαιότητα του μισάνθρωπου Τίμωνα κρύβεται και υποδηλώνεται η αγανάκτηση του φιλάνθρωπου Λουκιανού.
Η πλοκή τού έργου, εμφανίζει τον Τίμωνα να σκάβει με την αξίνα στο χωράφι του. Σε μια στιγμή, τον πιάνει το παράπονο και κοιτώντας προς τον ουρανό, διαμαρτύρεται στους θεούς και ειδικά στον Δία, για την αδικία που του συνέβη.
"Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρκων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές, όταν προπάντων έχουν δυσκολίες με τα μέτρα.
Σε στολίζουν τότε με χίλια δυο ονόματα κι εσύ στηρίζεις την αδυναμία του μέτρου και γεφυρώνεις το χάσμα του ρυθμού.
Πού είναι λοιπόν η ολόλαμπρη αστραπή σου, πού η βαριά βροντή και ο φλογερός, ο αστραφτερός, ο τρομερός κεραυνός σου;
Όλα αυτά αποδείχτηκαν τώρα πια ανοησίες, πέρα για πέρα φαντασίες των ποιητών, ηχηρές μονάχα λέξεις. Και αυτό το φημισμένο και μακροβόλο όπλο, που όλη την ώρα το έχεις στο χέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έσβησε ολότελα και είναι τόσο ψυχρό, χωρίς να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής γι᾽ αυτούς που διαπράττουν αδικίες.
Έτσι λοιπόν όποιος πάει να γίνει επίορκος, περισσότερο θα φοβόταν ένα τρεμόσβηστο φιτίλι παρά του πανδαμάτορα κεραυνού σου τη φλόγα. Μοιάζει να τους απειλείς μ᾽ ένα δαυλί που δε φοβούνται ούτε τη φωτιά του ούτε τον καπνό του και λογαριάζουν τούτο μόνο από το χτύπημα, ότι θα βουτηχτούν μες στη μουντζούρα. Γι᾽ αυτό λοιπόν και ο Σαλμωνεύς είχε την τόλμη να σε συναγωνιστεί στη βροντή. Και δεν ήταν ολότελα αποτυχημένος, μπρος σ᾽ έναν τόσο παγερό Δία ο φλογερός εκείνος κομπαστής.
Γιατί όχι;
Εφόσον κοιμάσαι σαν να έχεις πιει το μανδραγόρα και ούτε τους επιορκούντες ακούς, ούτε τους αδικούντες επιβλέπεις.
Τσιμπλιάζεις, κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται τριγύρω σου και δεν ακούς, όπως οι γέροι.
Όταν ήσουν ακόμη νέος και οξύθυμος και ορμητικός, πολλά έκανες στους άδικους και τους σκληρούς και ποτέ δεν είχες τότε συμμαχία μαζί τους.
Ο κεραυνός σου ήταν πάντοτε σε δράση, η αιγίδα σου απειλητική, η βροντή σου έκανε πάταγο και η αστραπή σου εξακοντιζόταν αδιάκοπα, όπως σε συμπλοκή.
Οι σεισμοί σου σαν κόσκινο έσειαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και πέτρα το χαλάζι.
Και για να σου τα ξαναψάλω, ραγδαίες οι βροχές, άγριες, κάθε σταγόνα σου ποτάμι.
Γι᾽ αυτό μέσα σε μια στιγμή έγινε τέτοιος κατακλυσμός τον καιρό του Δευκαλίωνα, που βούλιαξαν τα πάντα και μόλις ένα κιβώτιο εξόκειλε στη Λιάκουρα και σώθηκε κλείνοντας μέσα του μια σπίθα ζωντανή από το ανθρώπινο πνεύμα, για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.
Παίρνεις λοιπόν από τους ανθρώπους την αμοιβή της οκνηρίας σου.
Κανείς δε σου προσφέρει πια θυσίες, μήτε σε στεφανώνει, παρά μόνο τυχαία στην Ολυμπία χωρίς να νομίζει και αυτός ότι κάνει κάτι απαραίτητο, κρατάει μόνο μια συνήθεια παλιά.
Και όπου να ᾽ναι θα σε πετάξουν από την εξουσία και θα σε καταντήσουν σαν τον Κρόνο, ω θεέ γενναιότατε.
Αφήνω πια πόσες φορές ώς τώρα έχουν κατακλέψει το ναό σου. Άλλοι πάλι άπλωσαν το χέρι τους ακόμα και σ᾽ εσένα τον ίδιο στην Ολυμπία.
Κι εσύ, ο υψιβρεμέτης, βαρέθηκες να ξεσηκώσεις τα σκυλιά ή τους γειτόνους να φωνάξεις να τρέξουν για βοήθεια και να τους πιάσουν την ώρα που ετοίμαζαν τα κλεμμένα για φευγάλα.
Μα ο δυνατός εσύ Γιγαντοφάγος, ο νικητής των Τιτάνων, καθόσουν και τους άφηνες να σου κόβουν τους πλοκάμους, και ας κρατούσες στο χέρι σου έναν κεραυνό δέκα πήχες.
Πότε λοιπόν, θαυματουργέ, θα πάψεις τόσο να τα παραβλέπεις όλα αυτά;
Και πότε θα τιμωρήσεις την τόση αδικία;
Πόσοι Φαέθοντες ή Δευκαλίωνες πρέπει να τιμωρηθούν για μια ζωή έτσι ξεχειλισμένη από αλαζονεία;
Και για να αφήσω τα ξένα και να ᾽ρθω στα δικά μου· πόσους Αθηναίους δεν εξύψωσα και από πάμπτωχους τους έκαμα πλούσιους;
Όλους που είχαν ανάγκη τους βοήθησα και κυριολεκτικά σωρούς τα πλούτη μου σκόρπισα, για να ευεργετώ τους φίλους.
Και τώρα που μ᾽ αυτή μου την τακτική έγινα φτωχός, όλοι αυτοί δε με γνωρίζουν πια, ούτε γυρίζουν να με κοιτάξουν, που κάποτε έσκυβαν και με προσκυνούσαν και κρέμονταν από ένα μου νεύμα.
Μα, αν τύχει και στο δρόμο μου συναντήσω κανέναν τους, με προσπερνούν, όπως μια παλιά επιτύμβια στήλη ριγμένη από το χρόνο, χωρίς καν να τη διαβάσουν.
Άλλοι πάλι, και από μακριά μόλις με δουν, αλλάζουν δρόμο θεωρώντας με κακό συναπάντημα και γρουσουζιά, έμενα που στάθηκα πριν από λίγο σωτήρας και ευεργέτης τους.
Γι᾽ αυτό λοιπόν από τις δυστυχίες μου αποτραβήχτηκα σ᾽ αυτήν την άκρη, φόρεσα προβιά και σκάβω τη γη με μεροκάματο ένα τεσσάρι οβολούς, φιλοσοφώντας με την ερημιά και το δικέλλι μου.
Εδώ επιτέλους τούτο το κέρδος θαρρώ πως θα ᾽χω, δε θα βλέπω πια πολλούς να ευτυχούν, χωρίς να το αξίζουν, γιατί αυτό είναι το καταθλιπτικότερο.
Επιτέλους λοιπόν, γιε του Κρόνου και της Ρέας, πέταξε από πάνω σου αυτόν το βαθύ και γλυκό ύπνο. Περισσότερο και από τον Επιμενίδη έχεις κοιμηθεί.
Ξαναφούντωσε τον κεραυνό σου ή άναψέ τον από την Αίτνα, τράνεψε τη φλόγα σου και δείξε νεύρο ανδρωμένου και νεανικού Δία, εκτός αν είναι αλήθεια όσα οι Κρήτες διηγούνται για σένα και την ταφή σου εκεί."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου