"Είχαν λοιπόν όλοι αυτοί υποταχτεί και ο Κροίσος τούς είχε προσαρτήσει στο λυδικό βασίλειο, όταν φτάνουν στην πλούσια τότε και ακμάζουσα πόλη των Σάρδεων και άλλοι, όλοι οι σοφοί της Ελλάδος που ζούσαν τα χρόνια εκείνα, όπως ο καθένας τους έφτανε, και ανάμεσά τους ο Σόλων ο Αθηναίος· αυτός μετά τους νόμους που έβαλε στους Αθηναίους, γιατί του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε. Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι, επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων....
Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο και γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, αποδήμησε ο Σόλων και έφτασε και στην Αίγυπτο, στην αυλή του Άμαση, κι ύστερα στις Σάρδεις, στην αυλή του Κροίσου. Σαν έφτασε, τον φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα και πλούσια.
Τον άφησε ο Κροίσος να τα δει όλα και να τα εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση:
«Ξένε, ώς εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κάποιον άνθρωπο κιόλας που να είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους».
Εκείνος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά:
«Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο».
Σάστισε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος;»
Και κείνος αποκρίθηκε:
«Ο Τέλλος πρώτα πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη: σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».
Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος.
Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε:
«Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό.
Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά.
Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».
Ο Σόλων έτσι έδωσε σ᾽ αυτούς το δεύτερο βραβείο της ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: «Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;»
Και εκείνος είπε:
«Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω καλά ότι ο θεός είναι όλος φθόνο και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα. Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει που δε θα τα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια ανεβάζω το όριο της ζωής του ανθρώπου. Τα εβδομήντα αυτά χρόνια δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα μέρες, αν δε λογαριαστεί ο εμβόλιμος μήνας. Αν όμως κάθε δεύτερο έτος χρειαστεί να μακρύνει κατά ένα μήνα, για να συμπέσει ο κύκλος των εποχών με το τέλος του, καθώς αυτές θα αρχίζουν κανονικά, στα εβδομήντα χρόνια οι εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε, και οι μέρες από τους μήνες αυτούς χίλιες πενήντα. Από όλες αυτές τις μέρες των εβδομήντα χρόνων, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, ούτε μια τους δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης.
Σ᾽ εμένα βέβαια εσύ φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του, εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του.
Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς.
Ο πολύ πλούσιος, δύστυχος όμως, σε δύο σημεία μόνον ξεπερνά τον ευτυχισμένο, ενώ αυτός τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά.
Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη.
Όμως ο άλλος τον ξεπερνά στα ακόλουθα σημεία: τη συμφορά και τις επιθυμίες του δεν έχει όμοια δύναμη να τις βαστάξει, από αυτά όμως τον προστατεύει η ευτυχία· ούτε σακάτης είναι ούτε άρρωστος ούτε συφοριασμένος, αλλά καλότεκνος, ωραίος.
Και αν πλάι σ᾽αυτά τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να μη τον λέει ευτυχισμένο, αλλά πως του χαμογελά η τύχη.
Γιατί όλα αυτά που είπαμε, να βρεθούν συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο είναι αδύνατο, όπως καμιά χώρα δεν είναι αυτάρκης παράγοντας ό,τι της χρειάζεται, αλλά άλλα αγαθά τα έχει κι άλλα της λείπουν· εκείνη που θα τύχει να έχει τα πιο πολλά αγαθά, αυτή είναι και η καλύτερη.
Έτσι και του ανθρώπου η ύπαρξη, μία προς μία, καμία δεν είναι αυτάρκης. Γιατί το ένα το έχει, το άλλο της λείπει. Και όποιος τύχει, όσο ζει, να έχει τα πιο πολλά αγαθά, κι ύστερα να βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο αυτόν. Πρέπει λοιπόν σε κάθε πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του, που θα βγει.
Γιατί πολλούς βέβαια ο θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συθέμελα».
"Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" (=μη μακαρίζεις κανέναν, πριν το τέλος του).
Μ᾽ αυτά τα λόγια του δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε, πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά που είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε το κάθε πράγμα πού τελειώνει."
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΚΛΕΙΩ- μτφρ.Δ.Ν.ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου