1 Νοέμβρη 1931
"Η ζωή είναι τρομερά σκληρή, δείχνει τα δόντια, την ατενίζω όσο μπορώ πιο σιωπηλός να μην την ξαγριέψω. Προσπαθώ να δουλέψω τουλάχιστον για να πείσω τον εαυτό μου, όπως έλεγε εκείνος ο άλλος, πως δεν είμαι το τελευταίο σκουπίδι... Δεν βγαίνει τίποτε μα ούτε και απελπίζομαι. …
Ποτέ μου δεν σιχάθηκα περισσότερο τους ανθρώπους που κρίνουν με το τσιμπούκι στο στόμα, παρά σε τέτοιες στιγμές που λες πως η πλάση είναι βουβή. Κι αυτό σημείο εκνευρισμού, γιατί άμα είναι γερά τα νεύρα, μόνο την ιλαρότητα κατορθώνουν να ξυπνήσουν μέσα μου· ας είναι.
Συλλογίζομαι τον αμέριμνο δικό μας ήλιο που φωτίζει πεύκα, θάλασσα, βουνά, και που δεν γυρεύουν τίποτ’ άλλο παρά να μας παρηγορήσουν· κι είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε ανάμεσα στις κακοήθεις δερματικές αρρώστιες της γης, που παίρνουν τον εαυτό τους για άνθρωπο, στα σοβαρά. Κι είναι τόσο ωραίος ο κόσμος και θα ‘χε κανείς τόσο κέφι να πηδήσει λιγάκι και να παίξει με τα δώρα του Θεού.
Τίποτα· μας έχει φάει η απέραντη κακομοιριά που βγάζουν όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι κακομοίρηδες που γεννούν άλλους τόσους αναρίθμητους κακομοίρηδες, κι έτσι ως τη συντέλεια των αιώνων. Είναι αμαρτία να ‘ναι κανείς υποχρεωμένος να μιλά, όταν ξέρει πως το μόνο φρόνιμο που θα ‘χε να κάνει θα ‘ταν να κλειδώσει το στόμα. …
Η φωτιά μου ζεσταίνει τη ράχη. Σου γράφω και ξεχνώ πόσο ασυναρμολόγητο βρίσκω τον εαυτό μου σε κάθε στιγμή. Σπάζω την πένα μου σήμερα."
(Μέρες Β΄, Γ. Σεφέρης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου