Ησίοδος, Θεογονία (116-118, μετ. Σ. Γκιργκένης)
Πρώτα το Χάος έγινε. Αυτό μας λέει ο προπάτοράς μας ο Ησίοδος. Υπάρχουν όμως αναφορές σε αρχαίες κοσμογονίες που μας αφηγούνται πως πριν από την έναρξη του Κόσμου, πριν από γέννησή του, φαίνεται να "κυβερνούσε" την αταξία του Σύμπαντος η Αχλύς.
Αναφέρεται ως η πρώτη νύχτα. Ως η αιώνια νύχτα. Συχνά ακούμε την φράση "στην αχλύ του χρόνου ή του Μύθου", ή και άλλες παρόμοιες όπως στην "αχλύ της μνήμης, του μυστηρίου, του ονείρου, του χρόνου", υπονοώντας κάτι που έχει συμβεί πολύ παλιά, πριν αποκτηθούν οι μνήμες. Τι είναι όμως η αχλύς και πως συνδέεται με τον Κόσμο;
Ο Ησίοδος μας την αναφέρει ως την προσωποποίηση της θλίψης, της δυστυχίας, "στα δάκρυα μουσκεμένη, ελεεινή και φοβερή, ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη", ένας δαίμονας του θανάτου. Εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του ετοιμοθάνατου λίγες ανάσες πριν από την τελευταία του.
πᾶσαι δ᾽ ἀμφ᾽ ἑνὶ φωτὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·
δεινὰ δ᾽ ἐς ἀλλήλας δράκον ὄμμασι θυμήνασαι,
ἐν δ᾽ ὄνυχας χεῖράς τε θρασείας ἰσώσαντο.]
πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή,
χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
γουνοπαχής, μακροὶ δ᾽ ὄνυχες χείρεσσιν ὑπῆσαν·
τῆς ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον, ἐκ δὲ παρειῶν
αἷμ᾽ ἀπελείβετ᾽ ἔραζ᾽· ἣ δ᾽ ἄπλητον σεσαρυῖα
εἱστήκει, πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους,
δάκρυσι μυδαλέη
"Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
Και φοβερά η μια την άλλη κοίταζαν στα μάτια οργισμένες,
Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή,
ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
με γόνατα παχιά. Νύχια μακριά στα χέρια της φωλιάζαν.
Απ᾽ τα ρουθούνια της τής τρέχαν μύξες κι από τα μάγουλα
έσταζε αίμα καταγής. Στεκότανε εκείνη κι έδειχνε με μορφασμό τα δόντια ακατάπαυστα, κι άφθονη σκόνη κατέβαινε στους ώμους της,
στα δάκρυα μουσκεμένη".
Ἀσπὶς Ἡρακλέους (264-295) Σ.Γκιργκένης
Η Αχλύς πιθανόν να συγκαταλέγεται στις Κήρες, τους δαίμονες του βίαιου θανάτου, κόρες της Νύκτας, τα πτερωτά πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης, που διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή.
Η λέξη Αχλύς (νεοελ. αχλή), ετυμολογείται ως την ελαφρά ομίχλη, το νέφος, τη θολούρα, την καταχνιά, το πούσι. Είναι η θόλωση της ατμόσφαιρας που προέρχεται από ατμοσφαιρική υγρασία, σκόνη. Η υγρά αχλύς (καταχνιά, αχνάδα) στη μετεωρολογία είναι ένα αιώρημα μικροσκοπικών σταγονιδίων νερού το οποίο περιορίζει την ορατότητα στην επιφάνεια της γης. Η δε ξηρά αχλύς αποτελείται από σκόνη, καπνό ή άλλα ξηρά σωματίδια. Παρατηρούμενη από μακριά φαίνεται σαν πέπλο περισσότερο σκοτεινού χρώματος.
Επίσης υπάρχει ο ρηματικός τύπος ἀχλύω που σημαίνει σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι. Ερμηνεύεται και ως η κατήφεια του προσώπου η σκυθρωπότητα, η συνοφρύωση. Το δε επίθετο αχλυώδης (-ης, -ες) σημαίνει τον σκοτεινό, τον στυγνό και Αχλυηφόρος αυτός που φέρει το σκότος. Το λεξικό των Liddell -Scott, στον δεύτερο τόμο, μας πληροφορεί που χρησιμοποιείται στην γραμματεία μας η αχλύς.
Έτσι βλέπουμε στον Όμηρο να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη θολούρα που εμποδίζει την όραση, ειδικότερα στη φράση <κατά δ‘ οφθαλμών κεχυτ‘ αχλύς> (σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του) αναφερόμενος στην ομίχλη που σκεπάζει τα μάτια ενός ετοιμοθάνατου πολεμιστή.
Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι
νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς.
Τρεχάτος κι ο Μηριόνης πρόφτασε και κονταρεύει απάνω
στο δεξιόν ώμο τον Ακάμαντα, στο αμάξι του ως πηδούσε,
και πέφτει καταγής, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
(Ιλιάδα Ραψ. Π -342-344, Μετάφραση Καζαντζάκη ‐Κακριδή)
Επίσης την συναντάμε στον Ιπποκράτη ως ασθένεια των ματιών, τον Κριτία ως θολούρα λόγω μέθης, <τεύχουσιν· πρὸς δ᾿ ὄμμ᾿ ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει> στον Οππιανό ως το το μελάνι της σουπιάς που ως γνωστό θολώνει τα νερά. Επίσης ο Αριστοτέλης την αναφέρει στα Μετεωρολογικά του, ο Ντιτερό την
αναφέρει για να περιγράψει την μελαγχολία που επικρατεί λόγω κλίματος
αλλά και το ίδιο το κλίμα, αυτό το σκοτεινό και ομιχλώδες της Γηραιάς
Αλβιόνας, ως την "αλβιονική αχλύ", αλλά και στον Αρχίλοχο ως ερωτική συγκίνηση που προκαλεί
σύγχυση:
τοῖος γὰρ φιλότητος ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς
πολλὴν κατ᾽ ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν, κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας.
Τέτοιος πόθος γι᾽ αγάπη γλίστρησε κρυφά στην καρδιά μου,
άπλωσε στα μάτια μου πυκνή ομίχλη και μου έκλεψε την ήρεμη σκέψη από τα στήθια.τοῖος γὰρ φιλότητος ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς
πολλὴν κατ᾽ ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν, κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας.
Τέτοιος πόθος γι᾽ αγάπη γλίστρησε κρυφά στην καρδιά μου,
(Μετ. Δ. Ιακώβ)
Και ο Αισχύλος μας δίνει την αχλύ μέσα στο έργο του "Πέρσες" στο 665-671:
ὅπως αἰανῆ [ἀντ. γ]
κλύῃς νέα τ᾽ ἄχη,
δέσποτα δεσποτᾶν φάνηθι.
Στυγία γάρ τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεπόταται·
νεολαία γὰρ ἤδη
κατὰ πᾶσ᾽ ὄλωλεν.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.
Για ν᾽ ακούσεις νέα κι ανάκουστα κακά έλα φάνου,
ω του αφέντη μας αφέντη βασιλιά,
κι ολοτρόγυρα έχει απλώσει μια μαυρίλα σα θανάτου καταχνιά, γιατ᾽ η νιότη μας, πατέρα, πάει χάθηκε όλη πια,
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
(Μετ. Ι.Ν.Γρυπάρη)
Ο Παπαδιαμάντης στην Φόνισσά του αναφέρει και αυτός την αχλύ:
Αι Δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς των – και δεν την είδον.
Η Αχλύς λοιπόν περιγράφεται ως μια θολούρα, μια πυκνή ομίχλη σαν κάτι μη καθαρό που συγχύζει και σκοτεινιάζει τα μάτια και την σκέψη του κάθε ανθρώπου. Ένα χλοερό σκότος. Που κυβερνά την φύση εκτός και εντός μας. Δεν πρόκειται για την Άτη την θολούρα, την πλάνη που προκαλείται από την σύγχυση. Η Αχλύς δεν είναι κάτι τέτοιο. Είναι πεινασμένη, φοβερή και γεμάτη δάκρυα. Είναι η στιγμή πριν το τέλος, το σκοτείνιασμα του επερχόμενου θανάτου. Έρχεται για να μείνει. Είναι το σκότος στα μάτια των ηρώων λίγο πριν από το φως. Η άχνα, η σιωπή.
Σαν επισκεφτεί τα βλέφαρα η Αχλύς δεν υπάρχει γυρισμός.
H έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου