…Ω Πολυαγαπημένη, γιορτάζει η αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κοίτταξε, ανεβαίνει κι έρχεται η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης – σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτεμένο τους όμορφους βράχους.
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είναι τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είναι τα όνειρά μου ντυμένα στα γιορτάσιμα που εξεκίνησαν από το νεκροταφείο κι εδιάβηκαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον Ιερό…
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Η Νίκη κάθεται απάνω στο χέρι Σου. Το κορμί Σου είναι φίλντισι και λαμποκοπά μέσα στη νύχτα. Και κάτω στα πόδια Σου σωριάζεται ο μεγάλος όφις – ο υποχθόνιος θεός που σκορπίζει τ’ αγαθά από τα βάθη της γης…
Ω χαμογέλασε, ω Ζωή και ω Αγάπη, στο ορφανεμένο αέτωμα και θα γυρίσουν πάλιν οι μαρμαρένιες σκέψεις του Φειδία και η Παρθένα Θεά θα γεννάται πάνοπλη και θα ’ναι γύρω οι Θεοί και θα χαμογελούν…
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και υψώσου Ανέγγιχτη στο βάθος του σηκού και χαμογέλασε. Η πομπή ανεβαίνει τώρα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έρχεται ν’ απλωθεί στα πόδια Σου και να Σε προσκυνήσει. Τα μαύρα μου προαισθήματα και οι έκφυλοι πόθοι κι οι αγέλαστες σκέψεις όλες σέρνονται δεμένες στον βωμό Σου για να θυσιασθούν…
Συ είσαι η μόνη Θεά, Συ είσαι η Αλήθεια και η Νίκη! Στο μέτωπό Σου χαμογελά η Αθανασία κι ανάβει στα χείλη Σου η λαχτάρα της ζωής και κοκκινίζουν απάνω στα μάγουλά Σου όλα τ’ απόκρυφα κι όλα τα ντροπαλά της αγάπης. Συ είσαι η Ευρυθμία, Συ η Αλήθεια και η Ζωή. Ανεβαίνει σαν κύμα κι απλώνεται κάτω από τον Παρθενώνα η πομπή η ιερά της αγάπης μου και γονατίζουν οι επιθυμίες μου και μαδούν σιωπηλές στα πόδια Σου όλα των τα λουλούδια.
Έλα, ω Λαχτάρα της ψυχής μου! κατέβα από τα μάρμαρα και δώσε μου τα χείλη Σου και δώσε μου το κορμί Σου…
Έλα να γεμίσουμε τις καρδιές μας, σαν τα ποτήρια τα Παναθηναϊκά από το άδολο κρασί του Ιδανικού και θα λάμψουνε τα μάτια μας από το μεθύσι της ζωής και τα χείλη μας θα γεμίσουνε φιλιά…
Έλα. – Σαν τους αθανάτους Θεούς απάνω στη ζωφόρο, να ξαπλωθούμε κι εμείς απάνω στα μάρμαρα, εδώ, στη Σαλαμίνα απέναντι που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα ωσάν πελώριο τρόπαιο και μας χαμογελά… Ας ανοιχτούνε σαν κάλυκες ρόδων και σαν δοχεία αρωμάτων κι ωσάν χείλη προσευχόμενα οι καρδιές μας και ας ευχαριστήσουν τους μεγάλους θεούς γιατί έπλασαν τη ζωή τόσον όμορφη και τα χείλη Σου τόσο κόκκινα και την αγάπη μου τόσο μεγάλη.
Ας αρχίσουνε τον χορό και τα τραγούδια και τη λειτουργιά του Καλού οι μεγάλοι ιερείς και οι ιέρειές τους, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης, ο Φειδίας και η Διοτίμα, ο Περικλής και η Ασπασία. Και ο λαός ο Εκλεχτός των θεών – όλοι οι Αθηναίοι κι όλες οι Ατθίδες – ας ψάλλουν εύθυμοι όλοι μαζί την φαιδράν επωδόν των Ιερέων. Και όλα τα λουλούδια ας ανοιχτούν τριγύρω και όλη η αρμονία και το μουρμουρητό της θάλασσας ας ανεβεί ίσα μ’ εδώ απάνω και όλη η ηρεμία κι η χαρά του Ολύμπου η ξενητεμένη ας γυρίσει πάλιν εδώ και ας χυθεί κάτω από τα κιονόκρανα του Παρθενώνα και από τις εσθήτες των Καρυατίδων και ας περιπλεχτεί στα μέλη τα τορνευτά των Ατθίδων και στο μέτωπο των ανδρών – η μεγάλη, η άγια, Ανατριχίλα της αγάπης.
(Όφις και Κρίνο του Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1974 Αποσπάσματα, σσ. 10 – 14)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου