Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Σαν ξεκινούσε η πομπή

Έτσι που ξέπεσαν οι ανθρώποι, οι ιδέες, οι λέξεις, μήτε πια που νοιαζόμαστε
για παλιές ή για πρόσφατες δόξες, για βιογραφίες του Αριστείδη·
κι αν κανένας κάνει καμιά φορά να θυμηθεί τους Τριακοσίους ή τους Διακοσίους,
μεμιάς οι άλλοι τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον.
Μα κάποιες ώρες σαν και τούτες,
που ξανοίγει ο καιρός, — μια Κυριακή, σε μια καρέκλα, κάτω απ’ τους ευκάλυπτους,
μέσα σε τούτο το αδυσώπητο φως, — μια μυστική νοσταλγία μας κυριεύει
για τις παλιές λαμπρότητες — κι ας τις λέμε φτηνές.
Σαν ξεκινούσε η πομπή με τα χαράματα —ο σαλπιγκτής μπροστά και πίσω τ’ άρματα κατάφορτα κλώνους μυρτιάς και στεφάνια,
ύστερα ο μαύρος ταύρος, παραπίσω οι έφηβοι με υδρίες κρασί και γάλα
για τις σπονδές των νεκρών, κι ωραίες φιάλες με αρώματα και λάδι —
Μα πιότερο θαμβωτικό, στο τέλος τέλος της πομπής, ντυμένος ολοπόρφυρα,
ο άρχοντας των Πλαταιών, που ολοχρονίς δεν του επιτρέπονταν
ν’ αγγίξει σίδερο και να φορέσει άλλο από άσπρα, τώρα, στα ολοπόρφυρα
και με μακρύ σπαθί στη μέση, να διασχίζει μεγαλόπρεπα την πολιτεία
κρατώντας μιαν υδρία απ’ τα δημόσια σκεύη, ως τους τάφους των ηρώων.
Κι όταν, μετά το πλύσιμο των επιτάφιων στύλων και τις πλούσιες θυσίες, εσήκωνε
το κύπελλο με το κρασί και χύνοντάς το στους τάφους, απάγγελνε:
«Παρουσιάζω το κύπελλο τούτο στους γενναιότατους άντρες, που πέσανε
για την ελευθερία των Ελλήνων», — ρίγος μέγα διαπερνούσε τους γύρω δαφνώνες·
ρίγος που ακόμη ως τώρα διαπερνά τα φύλλα ετούτων των ευκάλυπτων
κι αυτά τα μπαλωμένα ρούχα, τα πολύχρωμα, τ’ απλωμένα στο σκοινί της μπουγάδας.


Γιάννης Ρίτσος-"Και διηγώντας τα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου