Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Ο μόνος τρόπος να λυθεί η ψυχή από το σώμα


"Ωστόσο στην ομήγυρη των θεών δεν επιτρέπεται να μετάσχει όποιος δεν άσκησε τη φ ι λ ο σ ο φ ί α και ανεχώρησε χωρίς να είναι απολύτως καθαρός, εκτός από τον φίλο της γνώσης. Για αυτούς τους λόγους, Σιμμία και Κέβη, φίλοι μου, οι α λ η θ ι ν ο ί φιλόσοφοι μένουν μ α κ ρ ι ά από όλες τις επιθυμίες του σώματος, δείχνουν εγκαρτέρηση και δεν παραδίδονται σε αυτές.
Δεν φοβούνται μήπως χάσουν το σπίτι τους και μείνουν φτωχοί, όπως οι πολλοί που αγαπούν το χρήμα.
Ούτε απέχουν από αυτές από τον φόβο της περιφρόνησης ή του στίγματος στην υπόληψη τους, όπως αυτοί που αγαπούν την εξουσία και ένα όνομα στην κοινωνία.
-Ούτε και τους ταιριάζει, Σωκράτη, είπε ο Κέβης.
Ναι, μα τον Δία, πραγματικά δεν τους ταιριάζει, είπε εκείνος.
Και αυτός είναι ο λόγος που όσοι νοιάζονται για τη ψυχή τους και ζουν χωρίς να καλλωπίζουν το σώμα τους λένε σε όλους τους υπόλοιπους να πάνε στο καλό-
δ ε ν β α δ ί ζ ο υ ν το ίδιο μονοπάτι με αυτούς οι οποίοι μέσα τους δεν ξέρουν πού πηγαίνουν, οι ίδιοι πιστεύουν ότι δεν πρέπει να ενεργούν αντίθετα προς τη φιλοσοφία, στην απελευθέρωση και τον εξαγνισμό της, και πρόθυμα βαδίζουν εκεί που αυτή τους καθοδηγεί.
-Πώς γίνεται αυτό, Σωκράτη;
-θα σου εξηγήσω, αποκρίθηκε.
Όσοι αγαπούν τη γνώση, συνέχισε, αναγνωρίζουν ότι, την ώρα που η φιλοσοφία παίρνει στα χέρια της τη ψ υ χ ή τους, αυτή είναι δεμένη και κολλημένη με το σώμα, ένα και το αυτό, μια ψυχή αναγκασμένη να παρατηρεί τα όντα σαν μέσα από τα σίδερα της φυλακής και όχι η ίδια καθεαυτή, ενώ κυλιέται μέσα στην αμάθεια- η φιλοσοφία τώρα διακρίνει την πανουργία της φυλακής αφού έχει ως βάση την επιθυμία, έτσι που ο ίδιος ο φυλακισμένος να είναι και ο δράστης της φυλάκισης του. Θέλω να πω ότι όσοι α γ α π ο ύ ν τη γνώση αναγνωρίζουν ότι τη στιγμή που η φιλοσοφία παίρνει στα χέρια της τη ψυχή τους σε αυτή την κατάσταση, την παρηγορεί μέσα σε ηρεμία και επιχειρεί το 
λ ύ σ ι μ ο της δείχνει ότι η έρευνα μέσω των οφθαλμών είναι σκέτη απάτη, απάτη και η έρευνα μέσω των αφτιών και των άλλων αισθήσεων την πείθει να τραβηχτεί μακριά από αυτές, στο βαθμό βέβαια που δεν επιβάλλεται σε κάποιον να τις χρησιμοποιεί, ενώ την παρακινεί να συγκεντρώνεται και να συναθροίζεται η ίδια στον εαυτό της, χωρίς να εμπιστεύεται τίποτα άλλο παρά μ ό ν ο αυτήν την ίδια, όταν αυτή καθεαυτή διανοείται τα όντα καθεαυτό- όταν όμως η ψυχή ερευνά μέσω ενός άλλου κάτι που είναι όχι το αληθινό αλλά σε θέση αλλουνού, να το θεωρεί όχι αληθινό.
Και αυτό δεν είναι άλλο από το αισθητό και ορατό, ενώ αυτό που η ίδια βλέπει είναι το νοητό και αόρατο.
Με την πεποίθηση λοιπόν ότι δεν πρέπει να εναντιώνεται στο λ ύ σ ι μ ο από το σώμα η ψυχή του πραγματικού φιλοσόφου αποτραβιέται από τις απολαύσεις και τις επιθυμίες, τις λύπες και τους φόβους, κατά το μέτρο που μπορεί, καθώς συλλογίζεται ότι κάποιος, όταν νιώσει σφοδρή ηδονή ή λύπη ή φόβο ή επιθυμία, δεν ζημιώνεται κυρίως από αυτά που ίσως νόμισε ότι έπαθε- από την αρρώστια, για παράδειγμα, ή τη σπατάλη χάρη των επιθυμιών, ζημιώνεται και παθαίνει το μεγαλύτερο και κορυφαίο όλων των
κακών, χωρίς καν να το λαμβάνει υπόψη της.
-Και ποιο είναι αυτό, Σωκράτη, ρώτησε ο Κέβης.
Το γεγονός ότι η ψυχή κάθε ανθρώπου, όταν νιώθει υπερβολική ευχαρίστηση ή λύπη, αναγκάζεται να πιστέψει πως οτιδήποτε νιώθει έντονα πάνω της είναι το πραγματικό και το αληθινό, ενώ αυτό δ ε ν είναι έτσι. Και μάλιστα πρόκειται για τα ορατά πράγματα- για αυτά δεν πρόκειται;
-Βεβαίως.
Μέσα από αυτή την εμπειρία η ψυχή δεν δένεται σφιχτά από το σώμα;
-Δηλαδή;
Να, κάθε ηδονή και λύπη, σαν να κρατούν ένα καρφί, την κ α ρ φ ώ ν ο υ ν στο σώμα, της μπήγουν περόνες και την κάνουν σωμάτινη, έτσι ώστε να θεωρεί α λ η θ ι ν ά αυτά που και το σώμα παραδέχεται.
Έχοντας τώρα τις ίδιες ιδέες με το σώμα και νιώθοντας την ίδια χαρά, νομίζω, αναγκάζεται να αποκτήσει ίδιο χαρακτήρα και ανατροφή, ανίκανη να φθάσει ε ξ α γ ν ι σ μ έ ν η στον Άδη.
Όχι μόνον, αλλά εξέρχεται βεβαρημένη από το σώμα έτσι ώστε σύντομα περιπίπτει σε ένα άλλο σώμα και αυξάνεται σαν να την έχουν σπείρει μέσα σε αυτό με αποτέλεσμα να μην έχει κοινωνία με το θεϊκό, το καθαρό, το μιας μορφής.
-Λες την απόλυτη αλήθεια, Σωκράτη, είπε ο Κέβης.
Για αυτούς λοιπόν τους λόγους, Κέβη, αυτοί που αληθινά αγαπούν τη γνώση είναι αξιοπρεπείς και γενναίοι, όχι για τους λόγους που είναι οι περισσότεροι- ή εσύ έχεις τη γνώμη των πολλών;
-Όχι, σε καμία περίπτωση.
Ασφαλώς σε καμία. Όμως η ψυχή ανδρός που φιλοσοφεί θα δικαιολογούσε τη στάση της χωρίς την παρακάτω σκέψη: η φ ι λ ο σ ο φ ί α οφείλει να την ελευθερώσει και, ενώ εκείνη επιχειρεί το λ ύ σ ι μ ο από το σώμα, η ίδια θα παραδίδει τον εαυτό της στις ηδονές και τις λύπες και πάλι θα δεθεί με το σώμα και θα επιτελεί έργο μ ά τ α ι ο, της Πηνελόπης, καθώς θα κινεί τον ιστό στην αντίθετη κατεύθυνση.
Αντιθέτως μάλιστα, επιχειρεί να γαληνεύσει μακριά από αυτά τα αισθήματα, α κ ο λ ο υ θ εί τον νου και συνεχώς είναι μαζί του, θ ε ά τ α ι το αληθινό, το θεϊκό και μη αντιληπτό από τον νου και τ ρ έ φ ε τ α ι από αυτό- πιστεύει ότι έτσι πρέπει να ζει όσο διαρκεί ο βίος της και, όταν φθάσει στο τέλος του, ότι φθάνει σε κάτι συγγενικό της και όμοιας φύσης
απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα κακά.
Από μιαν τέτοια τροφή και άσκηση, Σιμμία και Κέβη, δεν υπάρχει κ α ν έ ν α ς κίνδυνος να 
φ ο β η θ ε ί μήπως κατά τον χωρισμό της από το σώμα τιναχθεί μακριά, την φυσήξουν οι άνεμοι και φύγει πετώντας και η ίδια δεν
υπάρχει πλέον πουθενά".

ΠΛΆΤΩΝ, ΦΑΊΔΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου