Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Θα περιφρονώ τα πλούτη, θα περιφρονώ και την πείνα

Στην ελεγεία 1.1 ο Τίβουλλος προσφέρει την ονειρώδη εκδοχή ενός ερωτικού βίου στην εξοχή με την αγαπημένη του, Δηλία. Η απλότητα και ασφάλεια της ζωής στην εξοχή αντιπαραβάλλονται συστηματικά προς τον πλουτισμό και τη δόξα του στρατιωτικού βίου. Το ποίημα διακρίνεται σε δύο μισά, τα οποία ενώνει μια ενότητα-γέφυρα και ολοκληρώνει ένα ολιγόστιχο συμπέρασμα. Αυτή η δομή είναι φιλόδοξη και καλά προσεγμένη.
Η πρώτη ενότητα (1-42) ασχολείται με την απόρριψη του στρατιωτικού βίου ως μέσου πλουτισμού χάριν μιας ειρηνικής ζωής στην ύπαιθρο. 
Στη δεύτερη ενότητα (53-74) ο στρατιωτικός βίος που αποσκοπεί στην απόκτηση δόξας κρίνεται κατώτερος ενός απόλεμου ερωτικού βίου. 
Στην ενότητα-γέφυρα (45-52) ο ποιητής εισάγει τον έρωτα στο ιδανικό του αγροτικού βίου, εξυπηρετώντας έτσι άρτια το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη ενότητα, οπού κυριαρχεί η μορφή της Δηλίας. 
Στους καταληκτικούς στίχους (75-78) βρίσκουμε τα τέσσερα βασικά θέματα του ποιήματος (έρωτας, πόλεμος, πλούτος, αγροτική ζωή) συναρμοσμένα μεταξύ τους.
Ας το απολαύσουμε.


"Ας συγκεντρώνει άλλος για τον εαυτό του πλούτη με ξανθό χρυσάφι κι ας κατέχει μεγάλα πλέθρα καλλιεργημένου εδάφους, αυτός που τον τρομάζει ο αδιάκοπος μόχθος, όταν ο εχθρός είναι κοντά, και τα πολεμικά σαλπίσματα διώχνουν τον ύπνο του.
Εμένα ας με οδηγεί η φτώχεια μου σε μια ζωή ήσυχη, όσο η εστία μου φέγγει με άσβεστη φλόγα.
Εγώ ο ίδιος ας φυτεύω, ως αγρότης, τα τρυφερά αμπέλια, όταν ωριμάσει ο καιρός, και τα ψηλά καρποφόρα δέντρα μ’ επιδέξιο χέρι.
Η Ελπίδα να μη μ’ εγκαταλείψει, αλλά πάντα να μου παρέχει σωρούς από σοδειές και πλούσιο κρασί σε δεξαμενή γεμάτη.
Γιατί σέβομαι τον θεό είτε είναι ένας κορμός εγκαταλελειμμένος στους αγρούς είτε μια παλιά πέτρα στο σταυροδρόμι στεφανωμένη με λουλούδια.
Κι οποιονδήποτε καρπό μου δίνει ο καινούργιος χρόνος τον τοποθετώ θυσία στα πόδια του αγροτικού θεού.
Ξανθή Δήμητρα, δικό σου ας είναι ένα στάχινο στεφάνι απ’ το χωράφι μου, για να κρεμαστεί στην πύλη του ναού σου.
Κι ο Πρίαπος ας τοποθετηθεί κόκκινος φύλακας στους οπωροφόρους κήπους, για να τρομάζει τα πουλιά με το άγριο δρεπάνι του.
Κι εσείς, Λάρες, προστάτες ενός κάποτε εύφορου μα τώρα φτωχού αγρού, λάβετε τα δώρα σας.
Τότε μια αγελάδα εξάγνιζε με τη σφαγή της αμέτρητα μοσχάρια, τώρα ένα πρόβατο μικρό είναι το σφάγιο ενός μικρού χωραφιού.
Ένα πρόβατο θα θυσιαστεί για σας και γύρω του η αγροτική νεολαία ας φωνάζει: «Ω! δώστε σοδειά και καλά κρασιά».
Αρκεί μόνο, αρκεί πια να μπορώ να ζω ικανοποιημένος με το λίγο και να μην είμαι συνέχεια παραδομένος σε μακρινά ταξίδια, αλλά ν’ αποφεύγω τη θερινή ανατολή του Σείριου κάτω απ’ τη σκιά ενός δέντρου δίπλα απ’ το ποτάμι με το γάργαρο νερό.
Ας μην ντρέπομαι να κρατάω καμιά φορά το δικέλλι ή να μαλώνω τα νωθρά βόδια με το βουκέντρι.
Ας μην ενοχλούμαι να φέρνω πίσω στο σπίτι μέσα στην αγκαλιά μου ένα πρόβατο ή το μικρό μιας κατσικούλας που εγκαταλείφθηκε απ’ την ξεχασιάρα μάνα του.
Όμως, εσείς, κλέφτες και λύκοι, λυπηθείτε ένα μικρό κοπάδι· πρέπει ν’ αναζητήσετε τη λεία σας από μια μεγάλη αγέλη.
Εγώ εδώ κάθε χρόνο συνηθίζω να εξαγνίζω τον βοσκό μου και να ραίνω την ήρεμη Πάλη με γάλα. Ελάτε, θεοί, και μην περιφρονείτε τα δώρα από ένα φτωχικό τραπέζι κι από καθαρά πήλινα σκεύη.
Πήλινα σκεύη πρώτος έφτιαξε για τον εαυτό του ο αρχαίος αγρότης και κατασκεύασε ποτήρια από εύπλαστο πηλό.
Εγώ δεν επιζητώ τα πλούτη και τις σοδειές των πατέρων μου που η αποθηκευμένη σοδειά έφερε στον αρχαίο πρόγονό μου.
Είναι αρκετή μια μικρή συγκομιδή, είναι αρκετό να κοιμάμαι σ’ ένα κρεβάτι, αν μπορώ να ξαλαφρώνω τα μέλη μου στο συνηθισμένο μου στρώμα.
Πόσο μ’ ευχαριστεί ν’ ακούω ξαπλωμένος τους ανελέητους ανέμους και να κρατάω την κυρά μου σε τρυφερή αγκαλιά!
Ή, όταν ο χειμερινός Νοτιάς χύνει τα παγωμένα νερά του, να κοιμάμαι αμέριμνος με τη βοήθεια της φωτιάς.
Μακάρι αυτό να μου συμβεί: ας είναι δίκαια πλούσιος αυτός που μπορεί να υπομένει την οργή της θάλασσας και τις θλιβερές βροχές.
Ω! καλύτερα να χαθούν όσο χρυσάφι κι όσα σμαράγδια υπάρχουν, παρά να κλάψει κάποια κοπέλα για το ταξίδι μου!
Για σένα είναι σωστό να πολεμάς, Μεσσάλλα, στη στεριά και στη θάλασσα, για να επιδεικνύει το σπίτι σου τα εχθρικά λάφυρα.
Εμένα με κρατάνε δεμένο τα δεσμά μιας όμορφης κοπέλας και κάθομαι θυρωρός μπροστά απ’ τη σκληρή πόρτα της.
Εγώ δεν φροντίζω να επαινεθώ, Δηλία μου· μαζί σου μόνο να είμαι και παρακαλώ να με αποκαλούν νωθρό και οκνηρό.
Εσένα να βλέπω, όταν θα μου έρθει η έσχατη ώρα.
Εσένα να κρατώ πεθαίνοντας με τρεμάμενο χέρι.
Θα κλάψεις για μένα, Δηλία, όταν θα είμαι πάνω στο κρεβάτι που θα καεί και θα μου δώσεις φιλιά ανακατεμένα με θλιβερά δάκρυα.
Θα κλάψεις.
Το στήθος σου δεν είναι ζωσμένο από σκληρό σίδερο, ούτε στην τρυφερή σου καρδιά υπάρχει πέτρα.
Κανείς νέος και καμιά παρθένα δεν θα μπορέσει να γυρίσει σπίτι από εκείνη την κηδεία με στεγνά μάτια.
Εσύ μην προσβάλεις την ψυχή μου, Δηλία, και λυπήσου τα λυτά μαλλιά και τα τρυφερά σου μάγουλα.
Στο μεταξύ, όσο μας το επιτρέπει η Μοίρα, ας ενώσουμε τον έρωτά μας.
Γρήγορα θα έρθει ο θάνατος με κεφάλι καλυμμένο με σκοτάδι.
Γρήγορα θα συρθεί προς τα δω η αδρανής ηλικία και δεν θα είναι σωστό ν’ αγαπάμε ούτε να λέμε γλυκόλογα με άσπρο το κεφάλι.
Τώρα πρέπει να ασχοληθούμε με την ανάλαφρη Αφροδίτη, όσο δεν είναι ντροπή να σπάζουμε τις πόρτες και μας αρέσει να μπλεκόμαστε σε καβγάδες.
Εδώ, εγώ είμαι αρχηγός και καλός στρατιώτης.
Εσείς, εμβλήματα και σάλπιγγες, φύγετε μακριά: προκαλέστε τραύματα στους πλεονέκτες, φέρτε τους και πλούτη.
Eγώ ήσυχος με τη σοδειά μου αποθηκευμένη θα περιφρονώ τα πλούτη, θα περιφρονώ και την πείνα.

Τίβουλλος


Ρωμαϊκή Ερωτική Ελεγεία
μτφρ. Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου