Translate

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Το εθνικό τραγούδι των Ελλήνων αρχίζει με έναν καυγά

   Ο Μενένιος Άπιος υπήρξε Ρωμαίος συγκλητικός και για κάποια χρονική περίοδο φαίνεται να έχει διοικήσει ελληνικές πόλεις. Στο κείμενο που ακολουθεί, δίνονται αποσπάσματα της αλληλογραφίας που είχε με τον Ατίλιο Νάβιο, έναν νεαρό Ρωμαίο ανθύπατο, όπου τον συμβουλεύει για την φύση και τον χαρακτήρα των Ελλήνων, προσπαθώντας να κάνει το έργο του πιο εύκολο.
Οι επιστολές βρέθηκαν -όπως μας λέει ο Κ.Τσάτσος, ο οποίος τα έφερε και στην επιφάνεια- σε μορφή παπύρων στην Οξύρρυγχο, το σημερινό Μπενεζά, πλάι σε μια αναποδογυρισμένη σαρκοφάγο. Μόνο αποσπάσματα αυτών των επιστολών περισώζονται και συχνά λείπει η αρχή ή το τέλος τους.
  "Ποτέ ο άρχων δεν πρέπει να περιφρονεί τον αρχόμενο, όσο άξιος και αν είναι αυτός, και όσο ανάξιοι οι αρχόμενοι. Πρέπει να σκύβει, να μελετά και να γνωρίζει το λαό του. Προ παντός όταν έχει να κάνει με τους δυσκολονόητους Έλληνες. Για αυτό μη με βαρεθείς, που θέλω να σου τους δείξω από πολλές πλευρές και που τις πολλές τούτες πλευρές πάω να τις αναγάγω σε μια πρώτη ρίζα. Όσο περνούν οι αιώνες τόσο κι εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε γινόμαστε περισσότερο ατομιστές, ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στη μόνωση των μικρών εαυτών μας. Νομίζω πως οι Έλληνες απάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν το θανάσιμο κατήφορο.
Δε σου έκανε κιόλας εντύπωση, καλέ μου Νάβιε, η αδιαφορία του Έλληνα για το συμπολίτη του! Όχι πως δε θα του δανείσει μια χύτρα για να μαγειρέψει, όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δε θα τον γιατροπορέψει, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα, για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ο Έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον. Βοηθάει πρόθυμα και τον που χάρις στους μεγάλους στωικούς, πάντα τον κατέχει, μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο, στον αβοήθητο, είναι και αυτό ένας τρόπος υπεροχής.
Λέγοντας πως ο Έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω. Αλλά μου πέφτει δύσκολο να στο εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις, ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου. 
Ακόμη υπάρχουνε ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους, καθώς είναι χρέος σου, και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δε χάνει τον καιρό του σε επαίνους των άλλων ο Έλληνας. Δε χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και για αυτόν βρίσκει πάντα καιρό. Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτή που βγαίνει από τη συμπάθεια για αυτό που κατανοείς, δε θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ό,τι αξίζει τον έπαινο. Όχι που δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Αλλού κοιτάζει θαυμάζει ό,τι είναι ο δικός του κόσμος κάθε άλλον τον υποτιμά. Όταν ένας πολίτης άξιος δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο Έλληνας, αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερός του, τι πειράζει αν αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος.
Και αυτό εννοούσα λέγοντας πως ο Έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, το πάθος του εγωισμού τον εμποδίζει να ασχολείται με τον άλλο, να συνεργάζεται μαζί του. Και φυσικά από την έλλειψη τούτη της αλληλεγγύης ματαιώνονται στις ελληνικές κοινωνίες οι κοινές προσπάθειες. Η δράση του Έλληνα κατακερματίζεται σε ατομικές ενέργειες, που συχνά αλληλοεξουδετερώνονται και συγκρούονται.
Κάποτε και τους νεκρούς ακόμα, όπου θα 'λεγε κανείς πως φθόνος δε χωρεί, τους αφήνουν ατίμητους οι Έλληνες, γιατί δε βρίσκουν μέσα τους τη διάθεση να θυσιάσουν κάτι από το νου και την καρδιά τους για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύνης. Μόνο ο ηδονισμός του μίσους μπορεί να τους κάνει τυμβωρύχους.
Το εγώ – το τρομερό αυτό εγώ – το πάντα γυρισμένο προς τον εαυτό του, για να υψωθεί, ταπεινώνει και τους νεκρούς και εκδικείται ακόμη και για την περασμένη τους δόξα. Μόνο όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις τη συναδέλφωση και την αλληλεγγύη πολύ σπάνια για την προάσπιση κοινών ιδανικών. Κοινά ιδανικά σχεδόν δεν υπάρχουν. Στον κάθε Έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Για αυτό οι πολιτικές τους φατρίες, είναι φατρίες συμφερόντων και το ιδανικό του κάθε ηγέτη, είναι ο εαυτός του
Νάβιε, ο Κάτωνας από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζουμε κι εμείς το δρόμο των Ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί, κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότερη, να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους τη Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη."

Στην επόμενη επιστολή του λέει:
"Μήπως όμως υπερβάλλω, καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των Ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας; Μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δημοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου, δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα ή και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από τη δική τους θέση, όποια και αν είναι. Την αρχαία «ύβριν»των (Σ.Μ.: η λέξη στο πρωτότυπο είναι γραμμένη με ελληνικά στοιχεία) την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο! Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν πως επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγιρίτης τη «δημοκρατία» (Σ.Μ. , την παρεμβατική δημοκρατία, δηλ. την οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ., την ορθή δημοκρατία).
Η θέλησή τους για ισότητα, άμα την αναλύσεις, θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από το φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ, λέει ο Έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανεβώ υψηλότερα από εσένα, τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς από εμένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο Έλληνας, γιατί τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μια ίση με των άλλων. Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο Έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής.
Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των Ελλήνων την άλλην την ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούν τη μια αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν. Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να διαπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που δε φαντάζονταν πως δε χρειάζεται για να γίνουν πρώτοι, ούτε επιστήμη, ούτε αρετή. Είδα κάτι σοφούς που θέλουν να σταθούν απάνω και από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και τη σοφία! Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης ! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας !
Πόσους δασκάλους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλείς»! (Σ.Μ. με ελληνικά στοιχεία στο πρωτότυπο). Μα είδα τέλος, αγαπητέ μου Νάβιε, και κάτι ενάρετους, που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία, αφού ήταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δε στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και οι κακοί, αλλά ή αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς τους, αφήνοντας το δήμο στα χέρια των
δημαγωγών και των συκοφαντών, ή δηλητηρίαζαν την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας τους, ωσάν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης, και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίδουν στα χέρια των ανάξιων ή τω μέτριων. Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων."




Σε κάποια από τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν, φαίνεται πως ο Νάβιος έδειξε κάποια δυσαρέσκεια από τους χαρακτηρισμούς που αποδιδει ο Μενένιος στους Έλληνες. Έτσι, στην παρακάτω επιστολή αποφασίζει να εξηγήσει πως κάποια από τα πάθη των Ελλήνων τους ωφέλησαν. 
"Δε σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου, πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους Έλληνες. Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι ́ αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως τη μομφή σου. Ο εγωισμός δεν κάνει τους Έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεμο. Έχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στη μνήμη τους γίνονται σα νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις τη διάλυση της στρατιωτικής δύναμης που έχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες, με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των Ελλήνων. Μα και δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο Έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσότερων λαών αλλά ατομική για αυτό δε φοβάται, και εκεί που βρίσκεται μόνος του, να ριψοκινδυνεύει, στην ξενιτιά, στο παράτολμο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου. Για αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δε θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα, μέσα στα χιόνια της Σκυθίας και στον καιρό μας ακόμη Έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στη χώρα των Ινδών και στις έμπυρες χώρες πιο κάτω από τη γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο Έλληνας; Επειδή είναι γενναίος ο Έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του, τη ζωή του και κάποτε και την τιμή του. Γεννήθηκε για να σκέφτεται μόνος, για να δρα μόνος, για να μάχεται μόνος και για αυτό δε φοβάται τη μοναξιά
Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη. Σκεπτόμαστε μαζί, δρούμε μαζί, μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή, τα λάφυρα και τη δόξα. Οι Έλληνες δε δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη, να μοιραστούν τίποτε με κανένα. Το εθνικό τους τραγούδι αρχίζει με έναν καυγά, γιατί θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δε δέχονται. 
Και μια που πήρα το δρόμο των επαίνων, άκουσε και τούτον, που δεν είναι και ο μικρότερος. Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω, θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από Έλληνα, από τον Επίκτητο. Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα, καθαρά, με την ακριβολογία και τη χάρη που σφράγιζε το λόγο του, μας ετοίμαζε για ένα κόσμο που είχε πια περάσει, για μια Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός. Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του, μας έλεγε : 
«Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη, η τυφλή θεά, η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω, πρόδωσε συχνά τους Έλληνες στο δρόμο τους. Αλλά και αυτοί, πρόσθετε, τη συντρέξανε με το δικό τους τρόπο».
Μη νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν». (Σ.Μ. Στο πρωτότυπο γραμμένο ελληνικά). Σε κάθε κόχη απάγκια της αγοράς κάθε πόλης, σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης, θα βρεις και ένα Έλληνα, αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατί τότε μέσα του ξυπνάει μια άλλη αρετή, η περηφάνια. Ναι, ναι, σε βλέπω να γελάς, Ατίλιε Νάβιε, αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάμους μας, γελάς που τους ονομάζω περήφανους. Και όμως θα αστοχήσεις στο έργο σου αν αγνοήσεις αυτή την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και τη φιλοτιμία των Ελλήνων. Μην πλανάσαι! Έχουν την ευαισθησία των ξεπεσμένων ευγενών. Είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες, ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι, ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε.
Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου Graeculus esuriens, ia eneluni jusseris, ibit (Σ.Μ. «Το λιμασμένο γραικύλο κι αν στον ουρανό τον προστάξεις (να πάει), θα πάει»). Άλλοι όμως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι Έλληνες. Και το πιο περίεργο: οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι και σε άλλες Έλληνες (Σ.Μ. ο συγγραφέας παίζει εδώ με τις λέξεις graeculus και graeci). Στη μετάφραση φυσικά το λογοπαίγνιο χάνεται).
... Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις στον Έλληνα την εντύπωση ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. Άφησέ τον, όσο μπορείς, να ταράζεται, να θορυβεί και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία, μέσα στη σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχεις την τέχνη να επεμβαίνεις μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλεις τους Έλληνες τους ίδιους να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των Ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν είτε θεληματικά, είτε, συνηθέστερα, αθέλητά τους. Υποβοηθώντας το τυφλό παιχνίδι των φατριών από το παρασκήνιο, χωρίς να προσβάλεις την υπερηφάνεια τους, μπορείς να οδηγήσεις τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολότερα παρά με τις σοφότερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν ήσουν ανθύπατος στην Ισπανία ή στην Ιλλυρία.
Valde aveo seire quid agas. Data Nonis Junis ex Tuseulo."
 

Κωνσταντίνου Τσάτσου ΟΞΥΡΥΓΧΕΙΟΙ ΠΑΠΥΡΟΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου