«Στους πρώτους αιώνες της εποχής μας, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχαν διαδοθεί πλατιά τα «μυστήρια» των Αιγυπτίων θεών Ίσιδας και Όσιρη είτε Σέραπι. Πρόκειται για τη λατρεία της αιγύπτιας «μάνας του κυρίου» και του σωτήρα που «βασανίζονταν, πέθαινε και ανασταίνονταν», μια λατρεία που άσκησε αναμφισβήτητα επίδραση πάνω στη διαμόρφωση του πρωτόγονου χριστιανισμού, πάνω στο χριστιανικό δόγμα, στη μυθολογία και τη χριστιανική τελετουργία.
Οι οπαδοί αυτής της λατρείας ήταν οργανωμένοι σε κλειστές μυστικές κοινότητες— αδελφότητες— όπου γινόταν δεχτοί μόνον εκείνοι που υποβάλλονταν προκαταρκτικά σε διάφορες δοκιμασίες. Η εισδοχή στην κοινότητα συνοδεύονταν από διάφορες τελετουργίες «μύησης» όπως, λόγου χάρη, το μυστήριο του βαπτίσματος κ.ά. Η λατρεία αποτελούνταν από πολύπλοκες καθημερινές λειτουργίες και ετήσιες γιορτές που γίνονταν με μεγάλη επισημότητα. Η σχετική με τα τελετουργικά αυτής της λατρείας φιλολογία τηρήθηκε μυστική και δεν έφτασε σε μας. Γι’ αυτό είναι πολύ πολύτιμο το μυθιστόρημα «Ο χρυσός γάιδαρος ή Μεταμορφώσεις» του Λατίνου συγγραφέα του ΙΙου αιώνα Απουλήιου, που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα (βιβλίο XI), ο Απουλήιος περιγράφει λεπτομερειακά μια απ’ τις ανοιξιάτικες γιορτές της Ίσιδας, καθώς και την τελετή της μύησης στα «μυστήρια» της. Εδώ αναφέρει και μια προσευχή— τον ύμνο της Ίσιδας— που μοιάζει καταπληχτικά με τους χριστιανικούς ύμνους προς τιμήν της «θεομήτορος». Η ομοιότητα αυτή δεν είναι τυχαία: η ελληνιστική λατρεία της Ίσιδας επηρέασε πολύ τη διαμόρφωση της πρωτόγονης χριστιανικής λατρείας της Μαρίας της θεομήτορος. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι οι προσευχές του ιερέα της Ίσιδας για τον αυτοκράτορα, τη σύγκλητο κ.λπ., ταυτίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά με πάνω από τις μισές «αφέσεις αμαρτιών», τις «μεγάλες εισόδους» που αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέρη της ορθόδοξης λειτουργίας.
Δίνουμε μερικά αποσπάσματα από το XI βιβλίο του έργου του Απουλήιου»:
«Μέσα σ’ αυτές τις εύθυμες λιτανείες του λαού, που πλημμύριζαν παντού τους δρόμους, ξεκίνησε η ειδική πομπή της προστάτιδας θεάς. Γυναίκες ντυμένες με λευκά φορέματα, στεφανωμένες με ανοιξιάτικα λουλούδια και κρατώντας ολόχαρες διάφορα δώρα της θεάς, έστρωναν με λουλούδια, που έβγαζαν από το στήθος τους το δρόμο όπου προχωρούσε η ιερή πομπή. Άλλες είχαν κρεμασμένους στις πλάτες αστραφτερούς καθρέφτες, εστραμμένους κατά τη θεά, για να μπορεί να βλέπει την υποταγή και το σεβασμό του πλήθους που ερχόταν πίσω της. Μερικές, κρατούσαν χτένια από φίλντισι και, με την κίνηση των χεριών και το λύγισμα των δαχτύλων, έκαναν ότι χτένιζαν κι έσιαζαν τα μαλλιά της βασίλισσας τους. Τέλος, άλλες ράντιζαν τους δρόμους χύνοντας σταγόνα-σταγόνα άπονα πολύτιμο και ευχάριστο βάλσαμο καθώς και από χιλιάδες άλλα αρώματα. Ξέχωρα απ’ αυτά, ένα τεράστιο πλήθος γυναίκες και άντρες κρατούσαν φανάρια, πυρσούς, κεριά και άλλα είδη φωτισμού, για να εξευμενίσουν έτσι τη θεά των ουράνιων άστρων. Έπειτα, οι γλυκές συμφωνίες, οι φλογέρες και τα φλάουτα έκαναν ν’ αντηχούν υπέροχες μελωδίες.
Πίσω ακολουθούσε μια εξαίσια χορωδία που αποτελούνταν από εκλεκτούς νέους, ντυμένους με άσπρα σαν το χιόνι γιορτινά ρούχα, που απαντώντας οι μεν στους δε, τραγούδαγαν ένα ευχάριστο ποίημα, που το είχε συνθέσει κάποιος ποιητής με ταλέντο, κάτω από την καλόβουλη έμπνευση των Μουσών, κι όπου επαναλαμβάνονταν κάθε τόσο τα πρελούντια που τραγουδιούνταν πριν από τις επίσημες θυσίες. Ανάμεσα τους ήταν και φλαουτίστες αφιερωμένοι στο μεγάλο Σέραπι, που με το φλάουτο τους, που το κρατούσαν οριζόντια στα χείλη και σιμά στο δεξιό αυτί, τραγουδούσαν διάφορες μελωδίες συνηθισμένες στη λατρεία και στο ναό αυτού του θεού. Τέλος, πρόβαλλαν πολλοί υπάλληλοι που φώναζαν στο πλήθος, ν’ αφήσει λεύτερο το δρόμο για τις άγιες εικόνες. Πίσω ξεχύνονταν σα χείμαρρος τα πλήθη, τα μυημένα στα θεία μυστήρια: άντρες και γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας, ντυμένοι με κατάλευκες μακριές βαμβακερές ρόμπες. Οι γυναίκες φορούσαν ένα διαφανές πέπλο πάνω απ’ τα αρωματισμένα τους μαλλιά, οι άντρες είχαν το κεφάλι ολότελα ξυρισμένο, πολύ γυαλιστερό στην κορυφή. Αυτοί ήταν τα επίγεια άστρα της μεγαλόπρεπης θρησκείας και από τα χάλκινα, τα αργυρά ή ακόμα και τα χρυσά σείστρα έβγαινε ένας λαγαρός και μελωδικός ήχος. Οι ιερείς της λατρείας, οι μεγάλοι εκείνοι αρχιερείς, ντυμένοι με λευκά λινά άμφια, που τους κάλυπταν το στήθος, ήταν στενές στη μέση και μακριές ως τις πατούσες, κρατούσαν τα διακριτικά σήματα των πιο ισχυρών θεοτήτων... Αμέσως μετά απ’ αυτούς έρχονταν οι θεοί που καταδέχονταν να βαδίζουν μ’ ανθρώπινα πόδια. Ο πρώτος, απαίσιος στην όψη ήταν ο αγγελιοφόρος του Ουρανού και της Κόλασης, με το πρόσωπο πότε σκοτεινό, πότε λαμπερό. Σηκώνει περήφανα το σκυλίσιο κεφάλι του, στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα κηρύκειο, και με το δεξί κούναγε ένα πράσινο κλαδί φοινικιάς. Αμέσως μετά απ’ αυτόν ερχόταν μια γελάδα που στεκόταν στα δυο πισινά της πόδια, σύμβολο της γονιμότητας, και παράσταινε τη θεά που παράγει τα πάντα. Την κράταγε στους ώμους του ένας από τους ευτυχείς ιερείς που προχωρούσε χειρονομώντας ζωηρά. Ένας άλλος κρατούσε το κιβώτιο όπου ήταν κλεισμένα τα μυστήρια και που έκρυβαν, από τα βλέμματα ολονών τα μυστικά της μεγαλόπρεπης θρησκείας. Άλλος έφερε στο στήθος του την πανευδαίμονη, την αξιοσέβαστη μορφή της παντοδύναμης θεότητας, μια μορφή δίχως καν το σχήμα ενός κατοικίδιου τετραπόδου, μήτε κανενός πουλιού ούτε κάποιου αγρίου ζώου, μήτε και ανθρώπου. Κατάφεραν όμως να επινοηθούν κάτι έξυπνο για να την κάνουν σεβαστή ακριβώς μ’ αυτόν το νεωτερισμό και το σύμβολο που την παράσταινε ήταν άλλωστε μια ανέκφραστη ένδειξη του μυστήριου που έπρεπε να καλύπτει την ευγενικιά αυτή θρησκεία...
Μ’ αυτές τις συνομιλίες και τις εύθυμες και θορυβώδεις τελετές, ζυγώσαμε χωρίς να καταλάβουμε την ακτή της θάλασσας, φθάσαμε κιόλας στον τόπο όπου είχα περάσει την προηγούμενη νύχτα με τη γαϊδουρινή μου όψη. Εκεί, μετά που τοποθέτησαν τις εικόνες των θεών σύμφωνα με την παράδοση, ο πρωθιερέας πλησιάζει ένα πλοίο, πολύ καλλιτεχνικά ναυπηγημένο και στολισμένο ολόγυρα με υπέροχες αιγυπτιακές ζωγραφιές, το εξαγνίζει, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες μ’ έναν αναμμένο δαυλό, μ’ ένα αυγό και θειάφι και αναπέμποντας με το άμωμο στόμα του, τις πιο επίσημες προσευχές, του ‘δωσε ένα όνομα και το αφιέρωσε στη θεά. Στο άσπρο πανί του τυχερού αυτού καραβιού είναι γραμμένο με κεντημένα γράμματα ότι ήταν δώρο που προσφέρθηκε για να καλοταξιδεύουν οι νέες μεταφορές. Αμέσως υψώνεται το κατάρτι, που ήταν ένα ολόκληρο πεύκο καλά στρογγυλεμένο, ψηλό και λαμπερό, μ’ ένα εξαιρετικά ωραίο κατάστρωμα γύρω του. η πλώρη, καμπυλωμένη, σαν το λαιμό του κύκνου και στολισμένη με λεπτά φύλλα από χρυσό, άστραφτε, η πρύμνη και το κατάστρωμα του καραβιού ολόκληρου δουλεμένα από ξύλο λεμονιάς λουστραρισμένο τέλεια, έλαμπε απ’ ομορφιά. Σε λίγο, όλοι όσοι ήταν εκεί, τόσο οι αμύητοι όσο και οι μυημένοι έτρεξαν ποιος πρώτος να φέρει λιχνιστήρια γεμάτα αρώματα και κάθε λογής προσφορές και ένα είδος σούπας από γάλα και αλεύρι έκαναν σπονδές πάνω στα κύματα ως τη στιγμή που το πλοίο, φορτωμένο αναρίθμητα δώρα και βλογημένες προσφορές, λύθηκε από τ’ άγκιστρα που το κρατούσαν δεμένο στην άγκυρα και, με το πρίμο αεράκι που φυσούσε ξανοίχτηκε στο πέλαγος.
Και όταν πια μόλις ξεκρίνονταν στον ορίζοντα σαν ένα μικρό σημάδι, αυτοί που κράταγαν τα ιερά αντικείμενα, φορτώθηκαν πάλι τα εμβλήματα που είχαν φέρει και γύρισαν χαρούμενοι στο ναό με την ίδια λαμπρή επισημότητα όπως όταν ήρθαν. Αμέσως μόλις φτάσαμε στο ναό, ο πρωθιερέας, αυτοί που κρατούσαν τις άγιες εικόνες και οι παλιοί μυημένοι στα μυστήρια της λατρείας, μπήκαν μες στο ιερό της θεάς και απόθεσαν, σύμφωνα με το έθιμο, τούτες τις μορφές που φαίνονταν σα ν’ ανάπνεαν. Ύστερα, ένας απ’ αυτούς, που όλοι τον ονόμαζαν Σκρίμπ, στεκόταν όρθιος μπροστά στην πόρτα και καλούσε, σα σε συνέλευση, το τάγμα των παστοφόρηδων, * έτσι ονομάζεται αυτό το ιερό τάγμα, έπειτα ανέβηκε σ’ ένα ψηλό άμβωνα και διάβασε δυνατά από ένα βιβλίο, προσευχές για το γαληνότατο αυτοκράτορα, για τη σύγκλητο, για τους ιππότες, για ολόκληρο το ρωμαϊκό λαό, για τη ναυσιπλοΐα, γι’ αυτούς που πλανιούνται στη θάλασσα, για την ευτυχία όλων εκείνων που αποτελούν την αυτοκρατορία της ανθρωπότητας μας και τελείωσε, λέγοντας στα ελληνικά τα συνηθισμένα τυπικά λόγια: «Οι λαοί ν’ αποχωρήσουν».
Αυτά τα λόγια σήμαιναν ότι η θυσία έγινε δεχτή, όπως το ‘δειξε το πλήθος των πιστών που ξέσπασαν αμέσως σε κραυγές χαράς. Έπειτα, οι πολίτες, ανείπωτα ευτυχείς, έφεραν πράσινους κλάδους ελιάς, κλαριά από τριαντάφυλλα και στεφάνια από λουλούδια, τα απόθεσαν μπροστά σ’ ένα ασημένιο άγαλμα της θεάς, που ήταν σε μιαν εξέδρα και, αφού ασπάστηκαν τα πόδια της, έφυγαν για τα σπίτια τους. Σαν έφτασε η στιγμή, όπως είπε ο ιερέας, ο ίδιος μ’ οδήγησε, με συνοδεία το ιερό τάγμα, στο λουτρό που βρισκόταν κοντά στο ναό. Μόλις μπήκα στο νερό, σύμφωνα με το έθιμο, ο πρωθιερέας, επικαλούμενος τη θεία ευλογία μ’ εξάγνισε ραντίζοντας με μ’ αγιασμένο νερό. Είχαν περάσει τα πρώτα δυο μέρη της ημέρας, όταν με ξανάφερε στο ναό και μ’ έβαλε να κάτσω στα πόδια της θεάς. Μου έδωσε μυστικά μερικές συμβουλές που η ανθρώπινη λαλιά δε μπορεί να τις αποκαλύψει και μου πρόσταξε δυνατά, μπροστά σ’ όλους τους παραβρισκόμενους, ν’ απέχω δέκα μέρες στη σειρά από οποιαδήποτε απόλαυση φαγητού, να μη φάω τίποτα που έχει ζωή και να μην πιω κρασί. Φύλαξα μ’ αξιοζήλευτη ακρίβεια αυτές τις εντολές, σύμφωνα με το έθιμο, κι έφθασε επιτέλους η αποφασιστική μέρα για την εκπλήρωση των θείων υποσχέσεων. Ο ήλιος κατέβαινε στον ορίζοντα και ξανάφερνε το δειλινό, όταν απ’ όλες τις μεριές ξεχύθηκε πλήθος πολύ και, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια της θρησκείας, ο καθένας μου έφερε κι από ένα εξαιρετικό δώρο. Τότε ο πρωθιερέας, απομακρύνοντας όλους τους αμύητους, με πήρε από το χέρι και, τυλιγμένος όπως ήμουν σ ένα σεντόνι από αλεύκαστο λινάρι, μ’ οδήγησε στο ιερό του ναού.
Μπορεί, περίεργε αναγνώστη, να με ρωτήσεις, με κάποια ανησυχία, τι ειπώθηκε και τι έγινε μετά απ’ αυτό. Θα σου το έλεγα, αν μου επιτρεπόταν να το ειπώ, θα μάθαινες αν σου επιτρεπόταν ν’ ακούσεις... Σύροντας τον μπερντέ που μ’ έκρυβε από τα βλέμματα, άξαφνα, έτσι στολισμένος σαν τον ήλιο όπως ήμουν, φάνταξα σαν πραγματικό άγαλμα, και το πλήθος κάρφωσε αμέσως τα ξαφνιασμένα μάτια του απάνω μου. Ύστερα απ’ αυτό γιόρτασα την ευτυχισμένη μέρα της αναγέννησης μου μ’ ένα λαμπρό και εύθυμο τραπέζι. Παρόμοιες τελετές επαναλήφθηκαν τρεις μέρες συνέχεια, και συνοδευόταν από το θρησκευτικό γεύμα, αξεχώριστα συμπληρώματα της μύησης. Έμεινα εκεί μερικές μέρες ακόμη, μόνο για να απολαύσω την ανείπωτη χαρά ν’ ατενίζω το άγαλμα της θεάς, στην οποία ήμουν αιώνια υποχρεωμένος για την ευεργεσία της που ήταν ανώτερη από κάθε ανταμοιβή. Τέλος, ακούοντας τις εντολές της, αφού της απότισα τον ταπεινό μου φόρο ευγνωμοσύνης, ασφαλώς όχι ολόκληρον, αλλά ανάλογα με τις δυνάμεις μου, ετοιμάστηκα να γυρίσω σπίτι μου, έπειτα από μια τόσο μακρόχρονη απουσία. Άλλα μου ερχόταν πολύ δύσκολο να την αποχωριστώ. Τότε, πέφτοντας στα πόδια της, της τα σκούπιζα με το πρόσωπο μου πολλή ώρα και, με δάκρυα στα μάτια και στεναγμούς, που κάθε τόσο μου κόβανε τα λόγια, της απηύθυνα τούτη την ταπεινή προσευχή.
«Άγια θεά, αιώνια ακούραστη για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, πάντοτε ανείπωτα μεγαλόψυχη για την προστασία των θνητών, έχεις για τους δυστυχισμένους και τους λυπημένους μια γλυκεία μητρική αγάπη. Δεν περνάει μέρα, η νύχτα, μήτ’ καν μια στιγμή που να μην κάνεις κάποια ευεργεσία, που να μην υπερασπίσεις τους ανθρώπους στη γη και στη θάλασσα, που’ να μην απομακρύνεις απ’ αυτούς τις τρικυμίες της ζωής, τείνοντας τους σωτήριο χέρι. Με το χέρι σου ξεδιαλύνεις το αξεδιάλυτο στημόνι της Μοίρας, καταλαγιάζεις τις μπόρες της Τύχης, απομακρύνεις τις βλαβερές επιδράσεις των αστερισμών. Οι θεοί του Ολύμπου σε τιμούν, οι θεοί του Άδη σε σέβονται, εσύ δίνεις στο σύμπαν την περιστροφική του κίνηση, στον ήλιο το φως του, εσύ κυβερνάς τον κόσμο και ποδοπατάς τον Τάρταρο. Η αρμονία των ουρανίων σωμάτων, ο ερχομός των εποχών του έτους, η ευθυμία των θεών. ο δαμασμός των στοιχείων της φύσης, όλα είναι έργα σου. Με ένα σου πνεύμα, πνέουν οι άνεμοι, μαζεύονται τα σύννεφα, τα σπαρτά φυτρώνουν, βγαίνουν τα μπουμπούκια. Η μεγαλειότητα σου γέμισε με ιερό δέος και τα πουλιά που πετούν στον αέρα, και τ’ αγρίμια που, γυρίζουν στα βουνά, και τα φίδια που κρύβονται κάτω απ’ τη γη, και τα τέρατα που κολυμπάνε στον ωκεανό. Αλλά, αλίμονο! Είναι πολύ αδύνατο το ταλέντο μου για να εξυμνήσει τις αρετές σου και, για να σου προσφέρω θυσίες αντάξιες σου, η περιουσία μου είναι πολύ ασήμαντη. Μήτε η αδύνατη φωνή μου, μήτε χίλια στόματα και άλλες τόσες γλώσσες, ούτε μία αιώνια και αστείρευτη πηγή λέξεων δε θα μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματα που μου εμπνέει το μεγαλείο σου. Θ’ αρκεστώ λοιπόν σ’ ένα μόνο πράμα που είναι μπορετό σ’ έναν πιστό, μα φτωχό άνθρωπο να κάνει: θα φυλάξω βαθιά. χαραγμένη, μες στην καρδιά μου την ουράνια μορφή σου και. θα την έχω παντοτινά στη σκέψη μου».
Έτσι δεήθηκα στην παντοδύναμη θεά, έπειτα, αγκαλιάζοντας μ’ αγάπη τον πρωθιερέα Μίθρα, που στο έξης θα ‘ναι πατέρας μου, έμεινα κάμποσην ώρα κρεμασμένος στο λαιμό του, και φιλώντας τον ατέλειωτα, του ζήτησα συγγνώμη γιατί δε μπόρεσα να τον ανταμείψω όπως έπρεπε για τις τόσες ευεργεσίες του».
*Ήταν Αιγύπτιοι ιερείς πού τους έλεγαν έτσι γιατί κρατούσαν τη μορφή της θεάς Ίσιδας και των άλλων θεών σε κάτι κουτιά ή εκκλησούλες στα ελληνικά: παστός.
Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι, ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ, ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΕΣ
Οι οπαδοί αυτής της λατρείας ήταν οργανωμένοι σε κλειστές μυστικές κοινότητες— αδελφότητες— όπου γινόταν δεχτοί μόνον εκείνοι που υποβάλλονταν προκαταρκτικά σε διάφορες δοκιμασίες. Η εισδοχή στην κοινότητα συνοδεύονταν από διάφορες τελετουργίες «μύησης» όπως, λόγου χάρη, το μυστήριο του βαπτίσματος κ.ά. Η λατρεία αποτελούνταν από πολύπλοκες καθημερινές λειτουργίες και ετήσιες γιορτές που γίνονταν με μεγάλη επισημότητα. Η σχετική με τα τελετουργικά αυτής της λατρείας φιλολογία τηρήθηκε μυστική και δεν έφτασε σε μας. Γι’ αυτό είναι πολύ πολύτιμο το μυθιστόρημα «Ο χρυσός γάιδαρος ή Μεταμορφώσεις» του Λατίνου συγγραφέα του ΙΙου αιώνα Απουλήιου, που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα (βιβλίο XI), ο Απουλήιος περιγράφει λεπτομερειακά μια απ’ τις ανοιξιάτικες γιορτές της Ίσιδας, καθώς και την τελετή της μύησης στα «μυστήρια» της. Εδώ αναφέρει και μια προσευχή— τον ύμνο της Ίσιδας— που μοιάζει καταπληχτικά με τους χριστιανικούς ύμνους προς τιμήν της «θεομήτορος». Η ομοιότητα αυτή δεν είναι τυχαία: η ελληνιστική λατρεία της Ίσιδας επηρέασε πολύ τη διαμόρφωση της πρωτόγονης χριστιανικής λατρείας της Μαρίας της θεομήτορος. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι οι προσευχές του ιερέα της Ίσιδας για τον αυτοκράτορα, τη σύγκλητο κ.λπ., ταυτίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά με πάνω από τις μισές «αφέσεις αμαρτιών», τις «μεγάλες εισόδους» που αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέρη της ορθόδοξης λειτουργίας.
Δίνουμε μερικά αποσπάσματα από το XI βιβλίο του έργου του Απουλήιου»:
«Μέσα σ’ αυτές τις εύθυμες λιτανείες του λαού, που πλημμύριζαν παντού τους δρόμους, ξεκίνησε η ειδική πομπή της προστάτιδας θεάς. Γυναίκες ντυμένες με λευκά φορέματα, στεφανωμένες με ανοιξιάτικα λουλούδια και κρατώντας ολόχαρες διάφορα δώρα της θεάς, έστρωναν με λουλούδια, που έβγαζαν από το στήθος τους το δρόμο όπου προχωρούσε η ιερή πομπή. Άλλες είχαν κρεμασμένους στις πλάτες αστραφτερούς καθρέφτες, εστραμμένους κατά τη θεά, για να μπορεί να βλέπει την υποταγή και το σεβασμό του πλήθους που ερχόταν πίσω της. Μερικές, κρατούσαν χτένια από φίλντισι και, με την κίνηση των χεριών και το λύγισμα των δαχτύλων, έκαναν ότι χτένιζαν κι έσιαζαν τα μαλλιά της βασίλισσας τους. Τέλος, άλλες ράντιζαν τους δρόμους χύνοντας σταγόνα-σταγόνα άπονα πολύτιμο και ευχάριστο βάλσαμο καθώς και από χιλιάδες άλλα αρώματα. Ξέχωρα απ’ αυτά, ένα τεράστιο πλήθος γυναίκες και άντρες κρατούσαν φανάρια, πυρσούς, κεριά και άλλα είδη φωτισμού, για να εξευμενίσουν έτσι τη θεά των ουράνιων άστρων. Έπειτα, οι γλυκές συμφωνίες, οι φλογέρες και τα φλάουτα έκαναν ν’ αντηχούν υπέροχες μελωδίες.
Πίσω ακολουθούσε μια εξαίσια χορωδία που αποτελούνταν από εκλεκτούς νέους, ντυμένους με άσπρα σαν το χιόνι γιορτινά ρούχα, που απαντώντας οι μεν στους δε, τραγούδαγαν ένα ευχάριστο ποίημα, που το είχε συνθέσει κάποιος ποιητής με ταλέντο, κάτω από την καλόβουλη έμπνευση των Μουσών, κι όπου επαναλαμβάνονταν κάθε τόσο τα πρελούντια που τραγουδιούνταν πριν από τις επίσημες θυσίες. Ανάμεσα τους ήταν και φλαουτίστες αφιερωμένοι στο μεγάλο Σέραπι, που με το φλάουτο τους, που το κρατούσαν οριζόντια στα χείλη και σιμά στο δεξιό αυτί, τραγουδούσαν διάφορες μελωδίες συνηθισμένες στη λατρεία και στο ναό αυτού του θεού. Τέλος, πρόβαλλαν πολλοί υπάλληλοι που φώναζαν στο πλήθος, ν’ αφήσει λεύτερο το δρόμο για τις άγιες εικόνες. Πίσω ξεχύνονταν σα χείμαρρος τα πλήθη, τα μυημένα στα θεία μυστήρια: άντρες και γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας, ντυμένοι με κατάλευκες μακριές βαμβακερές ρόμπες. Οι γυναίκες φορούσαν ένα διαφανές πέπλο πάνω απ’ τα αρωματισμένα τους μαλλιά, οι άντρες είχαν το κεφάλι ολότελα ξυρισμένο, πολύ γυαλιστερό στην κορυφή. Αυτοί ήταν τα επίγεια άστρα της μεγαλόπρεπης θρησκείας και από τα χάλκινα, τα αργυρά ή ακόμα και τα χρυσά σείστρα έβγαινε ένας λαγαρός και μελωδικός ήχος. Οι ιερείς της λατρείας, οι μεγάλοι εκείνοι αρχιερείς, ντυμένοι με λευκά λινά άμφια, που τους κάλυπταν το στήθος, ήταν στενές στη μέση και μακριές ως τις πατούσες, κρατούσαν τα διακριτικά σήματα των πιο ισχυρών θεοτήτων... Αμέσως μετά απ’ αυτούς έρχονταν οι θεοί που καταδέχονταν να βαδίζουν μ’ ανθρώπινα πόδια. Ο πρώτος, απαίσιος στην όψη ήταν ο αγγελιοφόρος του Ουρανού και της Κόλασης, με το πρόσωπο πότε σκοτεινό, πότε λαμπερό. Σηκώνει περήφανα το σκυλίσιο κεφάλι του, στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα κηρύκειο, και με το δεξί κούναγε ένα πράσινο κλαδί φοινικιάς. Αμέσως μετά απ’ αυτόν ερχόταν μια γελάδα που στεκόταν στα δυο πισινά της πόδια, σύμβολο της γονιμότητας, και παράσταινε τη θεά που παράγει τα πάντα. Την κράταγε στους ώμους του ένας από τους ευτυχείς ιερείς που προχωρούσε χειρονομώντας ζωηρά. Ένας άλλος κρατούσε το κιβώτιο όπου ήταν κλεισμένα τα μυστήρια και που έκρυβαν, από τα βλέμματα ολονών τα μυστικά της μεγαλόπρεπης θρησκείας. Άλλος έφερε στο στήθος του την πανευδαίμονη, την αξιοσέβαστη μορφή της παντοδύναμης θεότητας, μια μορφή δίχως καν το σχήμα ενός κατοικίδιου τετραπόδου, μήτε κανενός πουλιού ούτε κάποιου αγρίου ζώου, μήτε και ανθρώπου. Κατάφεραν όμως να επινοηθούν κάτι έξυπνο για να την κάνουν σεβαστή ακριβώς μ’ αυτόν το νεωτερισμό και το σύμβολο που την παράσταινε ήταν άλλωστε μια ανέκφραστη ένδειξη του μυστήριου που έπρεπε να καλύπτει την ευγενικιά αυτή θρησκεία...
Μ’ αυτές τις συνομιλίες και τις εύθυμες και θορυβώδεις τελετές, ζυγώσαμε χωρίς να καταλάβουμε την ακτή της θάλασσας, φθάσαμε κιόλας στον τόπο όπου είχα περάσει την προηγούμενη νύχτα με τη γαϊδουρινή μου όψη. Εκεί, μετά που τοποθέτησαν τις εικόνες των θεών σύμφωνα με την παράδοση, ο πρωθιερέας πλησιάζει ένα πλοίο, πολύ καλλιτεχνικά ναυπηγημένο και στολισμένο ολόγυρα με υπέροχες αιγυπτιακές ζωγραφιές, το εξαγνίζει, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες μ’ έναν αναμμένο δαυλό, μ’ ένα αυγό και θειάφι και αναπέμποντας με το άμωμο στόμα του, τις πιο επίσημες προσευχές, του ‘δωσε ένα όνομα και το αφιέρωσε στη θεά. Στο άσπρο πανί του τυχερού αυτού καραβιού είναι γραμμένο με κεντημένα γράμματα ότι ήταν δώρο που προσφέρθηκε για να καλοταξιδεύουν οι νέες μεταφορές. Αμέσως υψώνεται το κατάρτι, που ήταν ένα ολόκληρο πεύκο καλά στρογγυλεμένο, ψηλό και λαμπερό, μ’ ένα εξαιρετικά ωραίο κατάστρωμα γύρω του. η πλώρη, καμπυλωμένη, σαν το λαιμό του κύκνου και στολισμένη με λεπτά φύλλα από χρυσό, άστραφτε, η πρύμνη και το κατάστρωμα του καραβιού ολόκληρου δουλεμένα από ξύλο λεμονιάς λουστραρισμένο τέλεια, έλαμπε απ’ ομορφιά. Σε λίγο, όλοι όσοι ήταν εκεί, τόσο οι αμύητοι όσο και οι μυημένοι έτρεξαν ποιος πρώτος να φέρει λιχνιστήρια γεμάτα αρώματα και κάθε λογής προσφορές και ένα είδος σούπας από γάλα και αλεύρι έκαναν σπονδές πάνω στα κύματα ως τη στιγμή που το πλοίο, φορτωμένο αναρίθμητα δώρα και βλογημένες προσφορές, λύθηκε από τ’ άγκιστρα που το κρατούσαν δεμένο στην άγκυρα και, με το πρίμο αεράκι που φυσούσε ξανοίχτηκε στο πέλαγος.
Και όταν πια μόλις ξεκρίνονταν στον ορίζοντα σαν ένα μικρό σημάδι, αυτοί που κράταγαν τα ιερά αντικείμενα, φορτώθηκαν πάλι τα εμβλήματα που είχαν φέρει και γύρισαν χαρούμενοι στο ναό με την ίδια λαμπρή επισημότητα όπως όταν ήρθαν. Αμέσως μόλις φτάσαμε στο ναό, ο πρωθιερέας, αυτοί που κρατούσαν τις άγιες εικόνες και οι παλιοί μυημένοι στα μυστήρια της λατρείας, μπήκαν μες στο ιερό της θεάς και απόθεσαν, σύμφωνα με το έθιμο, τούτες τις μορφές που φαίνονταν σα ν’ ανάπνεαν. Ύστερα, ένας απ’ αυτούς, που όλοι τον ονόμαζαν Σκρίμπ, στεκόταν όρθιος μπροστά στην πόρτα και καλούσε, σα σε συνέλευση, το τάγμα των παστοφόρηδων, * έτσι ονομάζεται αυτό το ιερό τάγμα, έπειτα ανέβηκε σ’ ένα ψηλό άμβωνα και διάβασε δυνατά από ένα βιβλίο, προσευχές για το γαληνότατο αυτοκράτορα, για τη σύγκλητο, για τους ιππότες, για ολόκληρο το ρωμαϊκό λαό, για τη ναυσιπλοΐα, γι’ αυτούς που πλανιούνται στη θάλασσα, για την ευτυχία όλων εκείνων που αποτελούν την αυτοκρατορία της ανθρωπότητας μας και τελείωσε, λέγοντας στα ελληνικά τα συνηθισμένα τυπικά λόγια: «Οι λαοί ν’ αποχωρήσουν».
Αυτά τα λόγια σήμαιναν ότι η θυσία έγινε δεχτή, όπως το ‘δειξε το πλήθος των πιστών που ξέσπασαν αμέσως σε κραυγές χαράς. Έπειτα, οι πολίτες, ανείπωτα ευτυχείς, έφεραν πράσινους κλάδους ελιάς, κλαριά από τριαντάφυλλα και στεφάνια από λουλούδια, τα απόθεσαν μπροστά σ’ ένα ασημένιο άγαλμα της θεάς, που ήταν σε μιαν εξέδρα και, αφού ασπάστηκαν τα πόδια της, έφυγαν για τα σπίτια τους. Σαν έφτασε η στιγμή, όπως είπε ο ιερέας, ο ίδιος μ’ οδήγησε, με συνοδεία το ιερό τάγμα, στο λουτρό που βρισκόταν κοντά στο ναό. Μόλις μπήκα στο νερό, σύμφωνα με το έθιμο, ο πρωθιερέας, επικαλούμενος τη θεία ευλογία μ’ εξάγνισε ραντίζοντας με μ’ αγιασμένο νερό. Είχαν περάσει τα πρώτα δυο μέρη της ημέρας, όταν με ξανάφερε στο ναό και μ’ έβαλε να κάτσω στα πόδια της θεάς. Μου έδωσε μυστικά μερικές συμβουλές που η ανθρώπινη λαλιά δε μπορεί να τις αποκαλύψει και μου πρόσταξε δυνατά, μπροστά σ’ όλους τους παραβρισκόμενους, ν’ απέχω δέκα μέρες στη σειρά από οποιαδήποτε απόλαυση φαγητού, να μη φάω τίποτα που έχει ζωή και να μην πιω κρασί. Φύλαξα μ’ αξιοζήλευτη ακρίβεια αυτές τις εντολές, σύμφωνα με το έθιμο, κι έφθασε επιτέλους η αποφασιστική μέρα για την εκπλήρωση των θείων υποσχέσεων. Ο ήλιος κατέβαινε στον ορίζοντα και ξανάφερνε το δειλινό, όταν απ’ όλες τις μεριές ξεχύθηκε πλήθος πολύ και, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια της θρησκείας, ο καθένας μου έφερε κι από ένα εξαιρετικό δώρο. Τότε ο πρωθιερέας, απομακρύνοντας όλους τους αμύητους, με πήρε από το χέρι και, τυλιγμένος όπως ήμουν σ ένα σεντόνι από αλεύκαστο λινάρι, μ’ οδήγησε στο ιερό του ναού.
«Άγια θεά, αιώνια ακούραστη για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, πάντοτε ανείπωτα μεγαλόψυχη για την προστασία των θνητών, έχεις για τους δυστυχισμένους και τους λυπημένους μια γλυκεία μητρική αγάπη. Δεν περνάει μέρα, η νύχτα, μήτ’ καν μια στιγμή που να μην κάνεις κάποια ευεργεσία, που να μην υπερασπίσεις τους ανθρώπους στη γη και στη θάλασσα, που’ να μην απομακρύνεις απ’ αυτούς τις τρικυμίες της ζωής, τείνοντας τους σωτήριο χέρι. Με το χέρι σου ξεδιαλύνεις το αξεδιάλυτο στημόνι της Μοίρας, καταλαγιάζεις τις μπόρες της Τύχης, απομακρύνεις τις βλαβερές επιδράσεις των αστερισμών. Οι θεοί του Ολύμπου σε τιμούν, οι θεοί του Άδη σε σέβονται, εσύ δίνεις στο σύμπαν την περιστροφική του κίνηση, στον ήλιο το φως του, εσύ κυβερνάς τον κόσμο και ποδοπατάς τον Τάρταρο. Η αρμονία των ουρανίων σωμάτων, ο ερχομός των εποχών του έτους, η ευθυμία των θεών. ο δαμασμός των στοιχείων της φύσης, όλα είναι έργα σου. Με ένα σου πνεύμα, πνέουν οι άνεμοι, μαζεύονται τα σύννεφα, τα σπαρτά φυτρώνουν, βγαίνουν τα μπουμπούκια. Η μεγαλειότητα σου γέμισε με ιερό δέος και τα πουλιά που πετούν στον αέρα, και τ’ αγρίμια που, γυρίζουν στα βουνά, και τα φίδια που κρύβονται κάτω απ’ τη γη, και τα τέρατα που κολυμπάνε στον ωκεανό. Αλλά, αλίμονο! Είναι πολύ αδύνατο το ταλέντο μου για να εξυμνήσει τις αρετές σου και, για να σου προσφέρω θυσίες αντάξιες σου, η περιουσία μου είναι πολύ ασήμαντη. Μήτε η αδύνατη φωνή μου, μήτε χίλια στόματα και άλλες τόσες γλώσσες, ούτε μία αιώνια και αστείρευτη πηγή λέξεων δε θα μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματα που μου εμπνέει το μεγαλείο σου. Θ’ αρκεστώ λοιπόν σ’ ένα μόνο πράμα που είναι μπορετό σ’ έναν πιστό, μα φτωχό άνθρωπο να κάνει: θα φυλάξω βαθιά. χαραγμένη, μες στην καρδιά μου την ουράνια μορφή σου και. θα την έχω παντοτινά στη σκέψη μου».
Έτσι δεήθηκα στην παντοδύναμη θεά, έπειτα, αγκαλιάζοντας μ’ αγάπη τον πρωθιερέα Μίθρα, που στο έξης θα ‘ναι πατέρας μου, έμεινα κάμποσην ώρα κρεμασμένος στο λαιμό του, και φιλώντας τον ατέλειωτα, του ζήτησα συγγνώμη γιατί δε μπόρεσα να τον ανταμείψω όπως έπρεπε για τις τόσες ευεργεσίες του».
*Ήταν Αιγύπτιοι ιερείς πού τους έλεγαν έτσι γιατί κρατούσαν τη μορφή της θεάς Ίσιδας και των άλλων θεών σε κάτι κουτιά ή εκκλησούλες στα ελληνικά: παστός.
Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι, ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ, ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου