«…Πήραν [ενν. οι πρώτοι άνθρωποι] από τον θεό την νοημοσύνη και τον Λόγο και από παντού δέχονταν την λάμψη των μεγάλων θεϊκών φασμάτων του ουρανού και των άστρων και του ηλίου και της σελήνης, αντικρίζοντας νύχτα και μέρα ποικίλες και ανόμοιες μορφές και εικόνες ανεξήγητες και ακούγοντας φωνές κάθε είδους, των ανέμων και του δάσους και των ποταμών και της θάλασσας κι ακόμη των ήμερων και άγριων ζώων∙
και οι ίδιοι προφέροντας φθόγγους γλυκύτατους και σαφέστατους και απολαμβάνοντας την ειδημοσύνη και το υπερήφανον της ανθρώπινης φωνής, έδιναν συμβολικές ονομασίες σε όσα υπέπιπταν στην αντίληψή τους, ώστε να μπορούν να ονομάζουν και να εκφράζουν κάθε σκέψη τους, αποκτώντας έτσι εύκολα μνήμες και έννοιες απείρων πραγμάτων. Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν,να αγνοήσουν και να μην υποψιασθούν καν την ύπαρξη εκείνου που έσπειρε και φύτεψε και διέσωσε και έθρεψε, όταν η όρασή και η ακοή τους και όλες οι αισθήσεις τους πλημμύριζαν από την θεία φύση;
Κατοικούσαν μεν την γη,όμως έβλεπαν το φως να έρχεται απ’τον ουρανό, είχαν δε άφθονη τροφή, γιατί ο θεός, ο πρόγονός τους, την είχε προπαρασκευάσει και παράσχει με αφθονία […………….] Γιατί τον νου και την φρόνηση καθαυτές ούτε κάποιος γλύπτης ούτε ζωγράφος δεν είναι ικανός να τις απεικονίσει∙δεν τις έχουν δει και τις αγνοούν εντελώς όλοι.όμως καταφεύγουμε όχι σ’αυτό που υποψιαζόμαστε,αλλά σ’αυτό που γνωρίζουμε ότι αποτελεί εκδήλωση της διάνοιας∙και προσδίδουμε στο θεό ανθρώπινο σώμα ως δοχείο φρονήσεως και λογικής,γιατί στερούμαστε ενός προτύπου,στην προσπάθειά μας να δείξουμε,με κάποιο ορατό και απεικονίσιμο πράγμα,το αόρατο που είναι αδύνατον να απεικονισθεί. Και χρησιμοποιούμε την δύναμη του συμβόλου καλύτερα από κάποιους βαρβάρους που,όπως λένε, εξομοιώνουν το θείον με ζώα, για μικρές και παράδοξες αφορμές [………………..] Η ίδια η ανθρώπινη μορφή του [ενν. του Διός] -ήδη παλιό σύμβολο-δηλώνει την συγγένεια μεταξύ ανθρώπων και θεών∙η φιλανθρωπία, η αρετή και η πραότητα της μορφής του το ότι είναι θεός της φιλίας, προστάτης των ικετών, προστάτης των ξένων και των φυγάδων∙ ενώ η απλότητα και η μεγαλοφροσύνη της όψης του προσομοιάζουν σε έναν θεό προστάτη της περιουσίας και της καρποφορίας∙ γιατί στ’ αλήθεια ο θεός μοιάζει σαν να δίνει και να χαρίζει αγαθά.
Αυτά, λοιπόν, τα γνωρίσματα, όσο μπορούσα, τα απεικόνισα [σημ. όχι φυσικά ο φιλόσοφος,εδώ ο Δίων φαντάζεται τι θα έλεγε ο γλύπτης Φειδίας για το αριστούργημά του στην Ολυμπία], μιας και δεν μπορούσα να το κατονομάσω. όμως τον θεό που εκτοξεύει συνεχώς αστραπές ως προμήνυμα πολέμου και πολύ θάνατο ή καταιγίδα ή χαλάζι ή χιόνι ή τον θεό που τεντώνει το βαθυγάλαζο ουράνιο τόξο, το σύμβολο του πολέμου, που στέλνει διάττοντα αστέρα, φοβερό σημάδι για τους ναύτες ή τους στρατιώτες, ή που στέλνει την σκληρή Έριδα στους Έλληνες και τους βαρβάρους, ώστε να εμπνέει στους αποκαμωμένους και απηυδισμένους ανθρώπους έναν ακαταμάχητο έρωτα για τον πόλεμο και την μάχη∙ ούτε, βέβαια,τον θεό που βάζει πάνω στη ζυγαριά ανθρώπους ημίθεους ή ολόκληρα στρατόπεδα, που κρίνονται από μια τυχαία ροπή της πλάστιγγας∙ αυτόν τον θεό δεν ήταν δυνατόν να τον παραστήσω με την τέχνη μου∙ούτε θα το’ θελα ποτέ,ακόμα κι αν ήταν δυνατό.…».
«…σύνεσιν και λόγον ειληφότες παρ’ αυτού,άτε δη περιλαμπόμενοι πάντοθεν θείοις και μεγάλοις φάσμασιν ουρανού τε και άστρων,έτι δε ηλίου και σελήνης,νυκτός τε και ημέρας εντυγχάνοντες ποικίλοις και ανομοίοις είδεσιν,όψεις τε αμηχάνους ορώντες και φωνάς ακούοντες παντοδαπάς ανέμων τε και ύλης και ποταμών και θαλάττης,έτι δε ζώων ημέρων και αγρίων,αυτοί τε φθόγγον ήδιστον και σαφέστατον ιέντες και αγαπώντες της ανθρωπίνης φωνής το γαύρον και επιστήμον,επιθέμενοι σύμβολα τοις εις αίσθησιν αφικνουμένοις,ως παν το νοηθέν ονομάζειν και δηλούν,ευμαρώς απείρων πραγμάτων και μνήμας και επινοίας παραλαμβάνοντες.πώς ουν αγνώτες είναι έμελλον και μηδεμίαν έξειν υπόνοιαν του σπείραντος και φυτεύσαντος και σώζοντος και τρέφοντος,πανταχόθεν εμπιπλάμενοι της θείας φύσεως διά τε όψεως και ακοής συμπάσης τε ατεχνώς αισθήσεως;νεμόμενοι μεν επί γης,ορώντες δ’ εξ ουρανού φως,τροφάς δε αφθόνους έχοντες,ευπορήσαντος και προπαρασκευάσαντος του προπάτορος θεού [……………………..] νουν γαρ και φρόνησιν αυτήν μεν καθ’ αυτήν ούτε τις πλάστης ούτε τις γραφεύς εικάσαι δυνατός έσται∙αθέατοι γαρ των τοιούτων και ανιστόρητοι παντελώς πάντες.το δε εν ω τούτο γιγνόμενόν εστιν ουχ υπονοούντες,αλλ’ ειδότες,επ’ αυτό καταφεύγομεν,ανθρώπινον σώμα ως αγγείον φρονήσεως και λόγου θεώ προσάπτοντες,ενδεία και απορία παραδείγματος τω φανερώ τε και εικαστώ το ανείκαστον και αφανές ενδείκνυσθαι ζητούντες,συμβόλου δυνάμει χρώμενοι,κρείττον ή φασι των βαρβάρων τινάς ζώοις το θείον αφομοιούν κατά σμικράς και ατόπους αφορμάς [..…………………]την δε ανθρώπων και θεών ξυγγένειαν αυτό που το της μορφής όμοιον ον ήδη σύμβολον∙τον δε Φίλιον και Ικέσιον και Ξένιον και Φύξιον και πάντα τα τοιαύτα απλώς η φιλανθρωπία και το πράον και το χρηστόν εμφαινόμενα προσομοιοί∙τον δε Κτήσιον και τον Επικάρπιον η τε απλότης και η μεγαλοφροσύνη,δηλουμένη διά της μορφής∙ατεχνώς γαρ διδόντι και χαριζομένω μάλιστα προσέοικε ταγαθά.Ταύτα μεν ουν ως οίον τε ην εμιμησάμην,άτε ουκ έχων ονομάσαι.συνεχώς δε αστράπτοντα επί πολέμω και φθορά πλήθους ή επ’ όμβρων υπερβολή ή χαλάζης ή χιόνος,ή τανύοντα κυανήν ίριν,του πολέμου ξύμβολον,ή αστέρα πέμποντα ξυνεχείς σπινθήρας αποβάλλοντα,δεινόν τέρας ναύταις ή στρατιώταις,ή επιπέμποντα έριν αργαλέαν Έλλησι και βαρβάροις,ώστε έρωτα εμβάλλειν πολέμου και μάχης άπαυστον κάμνουσιν ανθρώποις και απειρηκόσιν∙ουδέ γε ιστάντα επί πλάστιγγος ανθρώπων ημιθέων κήρας ή στρατοπέδων όλων,αυτομάτω ροπή κρινομένας∙ουκ ην διά της τέχνης μιμείσθαι∙ου μη ουδέ παρόν ηθέλησά γ’αν ποτε…».
Πηγή:«Ολυμπικός ή περί της πρώτης του Θεού εννοίας» του φιλοσόφου Δίωνος «Χρυσοστόμου».
και οι ίδιοι προφέροντας φθόγγους γλυκύτατους και σαφέστατους και απολαμβάνοντας την ειδημοσύνη και το υπερήφανον της ανθρώπινης φωνής, έδιναν συμβολικές ονομασίες σε όσα υπέπιπταν στην αντίληψή τους, ώστε να μπορούν να ονομάζουν και να εκφράζουν κάθε σκέψη τους, αποκτώντας έτσι εύκολα μνήμες και έννοιες απείρων πραγμάτων. Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν,να αγνοήσουν και να μην υποψιασθούν καν την ύπαρξη εκείνου που έσπειρε και φύτεψε και διέσωσε και έθρεψε, όταν η όρασή και η ακοή τους και όλες οι αισθήσεις τους πλημμύριζαν από την θεία φύση;
Κατοικούσαν μεν την γη,όμως έβλεπαν το φως να έρχεται απ’τον ουρανό, είχαν δε άφθονη τροφή, γιατί ο θεός, ο πρόγονός τους, την είχε προπαρασκευάσει και παράσχει με αφθονία […………….] Γιατί τον νου και την φρόνηση καθαυτές ούτε κάποιος γλύπτης ούτε ζωγράφος δεν είναι ικανός να τις απεικονίσει∙δεν τις έχουν δει και τις αγνοούν εντελώς όλοι.όμως καταφεύγουμε όχι σ’αυτό που υποψιαζόμαστε,αλλά σ’αυτό που γνωρίζουμε ότι αποτελεί εκδήλωση της διάνοιας∙και προσδίδουμε στο θεό ανθρώπινο σώμα ως δοχείο φρονήσεως και λογικής,γιατί στερούμαστε ενός προτύπου,στην προσπάθειά μας να δείξουμε,με κάποιο ορατό και απεικονίσιμο πράγμα,το αόρατο που είναι αδύνατον να απεικονισθεί. Και χρησιμοποιούμε την δύναμη του συμβόλου καλύτερα από κάποιους βαρβάρους που,όπως λένε, εξομοιώνουν το θείον με ζώα, για μικρές και παράδοξες αφορμές [………………..] Η ίδια η ανθρώπινη μορφή του [ενν. του Διός] -ήδη παλιό σύμβολο-δηλώνει την συγγένεια μεταξύ ανθρώπων και θεών∙η φιλανθρωπία, η αρετή και η πραότητα της μορφής του το ότι είναι θεός της φιλίας, προστάτης των ικετών, προστάτης των ξένων και των φυγάδων∙ ενώ η απλότητα και η μεγαλοφροσύνη της όψης του προσομοιάζουν σε έναν θεό προστάτη της περιουσίας και της καρποφορίας∙ γιατί στ’ αλήθεια ο θεός μοιάζει σαν να δίνει και να χαρίζει αγαθά.
Αυτά, λοιπόν, τα γνωρίσματα, όσο μπορούσα, τα απεικόνισα [σημ. όχι φυσικά ο φιλόσοφος,εδώ ο Δίων φαντάζεται τι θα έλεγε ο γλύπτης Φειδίας για το αριστούργημά του στην Ολυμπία], μιας και δεν μπορούσα να το κατονομάσω. όμως τον θεό που εκτοξεύει συνεχώς αστραπές ως προμήνυμα πολέμου και πολύ θάνατο ή καταιγίδα ή χαλάζι ή χιόνι ή τον θεό που τεντώνει το βαθυγάλαζο ουράνιο τόξο, το σύμβολο του πολέμου, που στέλνει διάττοντα αστέρα, φοβερό σημάδι για τους ναύτες ή τους στρατιώτες, ή που στέλνει την σκληρή Έριδα στους Έλληνες και τους βαρβάρους, ώστε να εμπνέει στους αποκαμωμένους και απηυδισμένους ανθρώπους έναν ακαταμάχητο έρωτα για τον πόλεμο και την μάχη∙ ούτε, βέβαια,τον θεό που βάζει πάνω στη ζυγαριά ανθρώπους ημίθεους ή ολόκληρα στρατόπεδα, που κρίνονται από μια τυχαία ροπή της πλάστιγγας∙ αυτόν τον θεό δεν ήταν δυνατόν να τον παραστήσω με την τέχνη μου∙ούτε θα το’ θελα ποτέ,ακόμα κι αν ήταν δυνατό.…».
«…σύνεσιν και λόγον ειληφότες παρ’ αυτού,άτε δη περιλαμπόμενοι πάντοθεν θείοις και μεγάλοις φάσμασιν ουρανού τε και άστρων,έτι δε ηλίου και σελήνης,νυκτός τε και ημέρας εντυγχάνοντες ποικίλοις και ανομοίοις είδεσιν,όψεις τε αμηχάνους ορώντες και φωνάς ακούοντες παντοδαπάς ανέμων τε και ύλης και ποταμών και θαλάττης,έτι δε ζώων ημέρων και αγρίων,αυτοί τε φθόγγον ήδιστον και σαφέστατον ιέντες και αγαπώντες της ανθρωπίνης φωνής το γαύρον και επιστήμον,επιθέμενοι σύμβολα τοις εις αίσθησιν αφικνουμένοις,ως παν το νοηθέν ονομάζειν και δηλούν,ευμαρώς απείρων πραγμάτων και μνήμας και επινοίας παραλαμβάνοντες.πώς ουν αγνώτες είναι έμελλον και μηδεμίαν έξειν υπόνοιαν του σπείραντος και φυτεύσαντος και σώζοντος και τρέφοντος,πανταχόθεν εμπιπλάμενοι της θείας φύσεως διά τε όψεως και ακοής συμπάσης τε ατεχνώς αισθήσεως;νεμόμενοι μεν επί γης,ορώντες δ’ εξ ουρανού φως,τροφάς δε αφθόνους έχοντες,ευπορήσαντος και προπαρασκευάσαντος του προπάτορος θεού [……………………..] νουν γαρ και φρόνησιν αυτήν μεν καθ’ αυτήν ούτε τις πλάστης ούτε τις γραφεύς εικάσαι δυνατός έσται∙αθέατοι γαρ των τοιούτων και ανιστόρητοι παντελώς πάντες.το δε εν ω τούτο γιγνόμενόν εστιν ουχ υπονοούντες,αλλ’ ειδότες,επ’ αυτό καταφεύγομεν,ανθρώπινον σώμα ως αγγείον φρονήσεως και λόγου θεώ προσάπτοντες,ενδεία και απορία παραδείγματος τω φανερώ τε και εικαστώ το ανείκαστον και αφανές ενδείκνυσθαι ζητούντες,συμβόλου δυνάμει χρώμενοι,κρείττον ή φασι των βαρβάρων τινάς ζώοις το θείον αφομοιούν κατά σμικράς και ατόπους αφορμάς [..…………………]την δε ανθρώπων και θεών ξυγγένειαν αυτό που το της μορφής όμοιον ον ήδη σύμβολον∙τον δε Φίλιον και Ικέσιον και Ξένιον και Φύξιον και πάντα τα τοιαύτα απλώς η φιλανθρωπία και το πράον και το χρηστόν εμφαινόμενα προσομοιοί∙τον δε Κτήσιον και τον Επικάρπιον η τε απλότης και η μεγαλοφροσύνη,δηλουμένη διά της μορφής∙ατεχνώς γαρ διδόντι και χαριζομένω μάλιστα προσέοικε ταγαθά.Ταύτα μεν ουν ως οίον τε ην εμιμησάμην,άτε ουκ έχων ονομάσαι.συνεχώς δε αστράπτοντα επί πολέμω και φθορά πλήθους ή επ’ όμβρων υπερβολή ή χαλάζης ή χιόνος,ή τανύοντα κυανήν ίριν,του πολέμου ξύμβολον,ή αστέρα πέμποντα ξυνεχείς σπινθήρας αποβάλλοντα,δεινόν τέρας ναύταις ή στρατιώταις,ή επιπέμποντα έριν αργαλέαν Έλλησι και βαρβάροις,ώστε έρωτα εμβάλλειν πολέμου και μάχης άπαυστον κάμνουσιν ανθρώποις και απειρηκόσιν∙ουδέ γε ιστάντα επί πλάστιγγος ανθρώπων ημιθέων κήρας ή στρατοπέδων όλων,αυτομάτω ροπή κρινομένας∙ουκ ην διά της τέχνης μιμείσθαι∙ου μη ουδέ παρόν ηθέλησά γ’αν ποτε…».
Πηγή:«Ολυμπικός ή περί της πρώτης του Θεού εννοίας» του φιλοσόφου Δίωνος «Χρυσοστόμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου