Ο πρώτος και ο τελευταίος άνθρωπος δεν γνωρίζουν ούτε ζωή ούτε θάνατο, παρά μόνον πορεία. Κάθε φόβος είναι φυτεμένη γνώση, το όν δεν γνωρίζει και δεν σπείρει φόβους.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν φοβούμεθα το θάνατο ως γεγονός ατομικό, προσωπικό εάν θέλουμε άλλη διατύπωση, αλλά όλα όσα έχουμε ακούσει διαβάσει πιστέψει και υιοθετήσει για αυτόν. Εάν δεν είχαμε τίποτε ακούσει για το θάνατο αλλά γνωρίζαμε μόνον τη δική μας πορεία διά του θανάτου, θα είχαμε ξεκάθαρη άποψη της δικής μας πορείας στο σύμπαν την οποία και θα είχαμε αποδεχθεί.
Φοβούμεθα λοιπόν όχι το δικό μας θάνατο αλλά όσα οι άλλοι έχουν επιβάλει και για το δικό μας θάνατο: σε αυτό το σημείο έγκειται η α-νοησία του αφηρημένου λόγου, υποβιβάζει το θάνατό μου σε ένα κοινό αποθετήριο με όλους τους άλλους θανάτους διότι χάθηκε η ελευθέρα συμπαντική πορεία όλων και όπως είπε ο Ευκλείδης το σημείο του θεού συγκεντρώνει όλες τις ανθρώπινες ευθείες: δυστυχώς όμως όπου παραδώσαμε αμαχητί τις ζωές μας σε θεό και άνθρωπο παραδώσαμε και το θάνατό μας ο οποίος είναι συνέχεια της ζωής μας.
Η υφέρπουσα όμως ανοησία είναι δεδομένη: πώς είναι δυνατόν ο θεός να ελέγχει το θάνατο αφ΄ής στιγμής θα γίνουμε αήρ και αιθέρας.
Ως γνωστόν ο αήρ δεν είναι ούτε θεός ούτε άνθρωπος, για αυτό και ο τεράστιος Αναξίμανδρος ωμίλησε για συνεχή αναδιανεμητική πορεία, ο αήρ παίρνει όλες τις μορφές πέρα από ζωή και θάνατο.
Εάν λοιπόν δεν είχαμε ακούσει για ζωή μπορεί και να μην ζούσαμε, υπό την έννοια ότι θα χαιρόμασταν τη μορφοποίηση της δυνάμεώς μας και μέχρι εκεί: δεν θα ξέραμε όλα όσα ξέρουμε τώρα για τη ζωή. Εάν λοιπόν δεν είχαμε ακούσει για το θάνατο μπορεί και να μην πεθαίναμε ποτέ υπό την έννοια ότι θα μεταβαλλόμασταν κατά το χρεών στην επόμενη μορφή μας και θα το θεωρούσαμε φυσικό: ο φόβος είναι απόρροια της γνώσης που μας επεβλήθη, διότι όλες οι ζωές έγιναν μία ζωή όλοι οι θάνατοι ένας θάνατος, άρα δεν φοβούμεθα περί της ζωής και του θανάτου, απλά πιεζόμαστε γιατί έχουμε χάσει την ατομικότητά μας και μαντρωμένοι όλοι σε μία επιβληθείσα ζωή και έναν επιβληθέντα θάνατο νοιώθουμε αδύναμοι να βαδίσουμε το συμπαντικό μας δρόμο και αυτό μεταβάλλεται σε άγχος και φόβο (σαν τα καημένα τα ζωντανά εγκλωβισμένα πρός σφαγή σε φορτηγά).
Εάν λοιπόν δεν είχαμε ακούσει για ζωή μπορεί και να μην ζούσαμε, υπό την έννοια ότι θα χαιρόμασταν τη μορφοποίηση της δυνάμεώς μας και μέχρι εκεί: δεν θα ξέραμε όλα όσα ξέρουμε τώρα για τη ζωή. Εάν λοιπόν δεν είχαμε ακούσει για το θάνατο μπορεί και να μην πεθαίναμε ποτέ υπό την έννοια ότι θα μεταβαλλόμασταν κατά το χρεών στην επόμενη μορφή μας και θα το θεωρούσαμε φυσικό: ο φόβος είναι απόρροια της γνώσης που μας επεβλήθη, διότι όλες οι ζωές έγιναν μία ζωή όλοι οι θάνατοι ένας θάνατος, άρα δεν φοβούμεθα περί της ζωής και του θανάτου, απλά πιεζόμαστε γιατί έχουμε χάσει την ατομικότητά μας και μαντρωμένοι όλοι σε μία επιβληθείσα ζωή και έναν επιβληθέντα θάνατο νοιώθουμε αδύναμοι να βαδίσουμε το συμπαντικό μας δρόμο και αυτό μεταβάλλεται σε άγχος και φόβο (σαν τα καημένα τα ζωντανά εγκλωβισμένα πρός σφαγή σε φορτηγά).
Γιατί φοβούμαι το θάνατο; εάν γίνω αιθέρας ο αιθέρας είναι η πλήρης ελευθερία;
Εάν γίνω ύδωρ και πύρ και άπειρο συζητώ ότι θα γίνω στοιχείο συνέχειας και συμπαντικής ισορροπίας. Εάν γίνω άστρο, πλανήτης, επίσης αυτά είναι αγνές συμπαντικές δυνάμεις; άρα γιατί δεν σπουδάζω στον φόβο μου;
Φοβούμαι τη συνέχεια του συμπαντικού μου ταξειδιού; άρα βαθιά μέσα μου ξέρω ότι η γη είναι στάση,
Γιατί αρνούμαι τη συνέχεια; δεν θα είχα φόβο εάν ήξερα ότι δεν θα πεθάνω, όμως ξέρω ότι είμαι εδώ για λίγο.
Γιατί αρνούμαι το περισσότερο; ενώ ως σώμα έχω ελάχιστες πλέον δυνατότητες (δούλος ασθενειών και αδυναμιών κατάντησε ο άνθρωπος).
Γιατί με φοβίζει η αστρική μου υπερφύσις; άρα δεν φοβούμαι απλά νοιώθω τα δεσμά που μου έχουν βάλει ενάντια στη συμπαντική μου συνέχεια: αυτά ουρλιάζουν και ακούγονται κάθε φορά που εγώ θέλω να πεθάνω και να φύγω, η ηχώ των αλυσίδων μου με φοβίζει και όχι οι δικές μου
απελευθερωτικές σκέψεις: διότι δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που υπήρξε πάντα ώς σώμα στη γη άρα αποκλείεται αυτός να μην έχει βαθιά μέσα του την περιέργεια της συνέχειας από πού ήλθε και πού θα υπάγει;
Εάν φοβούμαι ότι θα γίνω άλλος άνθρωπος, ή ζώον ή άλλη μορφή ζωής αυτό συμβαίνει διότι έμαθα ότι το σώμα μου πονεί ενώ το σώμα είναι αήρ, αλλά ο θάνατος δεν είναι λύτρωση και για αυτό που φοβούμαι και θέλω να αποφύγω;
Και πόσο γενναίος είμαι όταν φοβούμαι περισσότερο και από τα άλογα ζώα που υποφέρουν; χωρίς όλα αυτά πώς θα φθάσω στην τελική μου Ιθάκη;
Ξεχάσαμε να κολυμπούμε στο Όν διότι αντικαταστήσαμε τη θάλασσα ώς κινούμενον ύδωρ με την ξηρά της υπαρξιακής άγνοιας και ακινησίας, οι πόλεις είναι νησί της Καλυψούς και εμείς περίκλειστοι αρνούμεθα τη συνέχεια διά των Φαιάκων.
Και όμως ο φόβος έχει το γράμμα Φ, φώς είναι και αυτός, φοβούμαι σημαίνει "βλέπω φώς συνέχειας".
Αλλά οι αλυσίδες μου με κρατούν δέσμιο πνευματικά και υλικά: φόβος είναι η αρχή, σημαίνει ότι κάτι μπήκε μέσα μας και μας κινεί, είναι ωραίος ο φόβος: ο φόβος είναι το μοναδικό συναίσθημα που είναι η αφαίρεση, αυτό που μένει από την ολική θέαση: φοβείται μόνον όποιος έχει το όλον και το χάσει και μένει στο σκοτάδι της λήθης.
Και φωνάζει ο φόβος ότι αλλού ανήκουμε αλλά εμείς μάθαμε στα αφεντικά του φόβου, δεν ακούμε το φόβο μας (αυτός είναι δάσκαλος) αλλά ακούμε τους επικαρπωτές των φόβων μας, αυτούς που καθοδηγούν τις ενθυμήσεις μας, εάν ακολουθήσουμε τους φόβους μας θα βγούμε στο ξέφωτο.
Ο φόβος είναι το μοναδικό συναίσθημα το οποίο δεν υπάρχει, είναι παράσιτο του συμπαντικού μας εαυτού.
Υπάρχει μόνον όταν τον κοιτάζουμε, εξαφανίζεται όταν προχωρούμε: δυστυχώς ο φόβος του θανάτου νικάται μόνον όταν πεθάνουμε: διότι δεν υπάρχει φόβος αλλά πορεία: και όμως ο φόβος είναι οδοδείκτης.
Τι θα ξέραμε χωρίς αυτόν; τόσο γενναιόδωρος, οι άνθρωποι πεθαίνουν διότι γνωρίζουν ότι είναι ο δρόμος.
Ουσιαστικά η στιγμή της γέννησής μας είναι η γενναία απόφαση της ψυχής μας, η στιγμή του θανάτου μας είναι η γενναία απόφαση του σώματός μας, άρα η ίδια δύναμη λαμβάνει τις πιο γενναίες αποφάσεις: άρα η αέρινη ψυχή είναι το υλικό σώμα, άρα το υλικό σώμα είναι η αέρινη ψυχή μας;
Το ότι ζούμε και πεθαίνουμε σημαίνει ότι ξέρουμε όλους τους δρόμους μας, άρα γιατί να φοβούμεθα; Στο απόλυτο βάθος μας υπάρχει η κοινή δύναμις που όλους μας κινεί και ήσυχα μας μεταβάλλει, όσο μπορούμε να ελέγξουμε την παραγωγή των αιμοσφαιρίων μας (η οποία όμως γίνεται μέσα μας) μπορούμε να ελέγξουμε και τη δύναμιν που μας κινεί: άρα ζούμε με την εξωτερική απειροελάχιστη δύναμή μας, αυτή φοβείται διότι είναι αμελητέα όπως ο φόβος: η εσωτερικότητά μας είναι πηγή ωκεάνειας συνεχείας: δεν συζητούμε για γνώση, η γνώση είναι παραγωγή φόβου, γέμισε ο νούς μας και έγινε μαγνήτης που μας κρατεί στη γη.
Συζητούμε για ολική παραίτηση, για αυτό και ο Οδυσσέας ολίγον πριν την Ιθάκη τα χάνει όλα. Παραιτείται από βασιλεύς ανθρώπων και πλοίων, διότι ως αγνή δύναμις φθάνει στην Ιθάκη.
Άρα ουσιαστικά κανείς μας δεν φοβείται για τίποτε.
Βασίλης Μακρυπούλιας Δρ.Φιλοσοφίας,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου