Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Τέλος θανάτοιο


Τυδεΐδη μεγάθυμε τί ἢ γενεὴν ἐρεείνεις;
«Οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν. φύλλα τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ' ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη· ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει'».


-Γενναίε γιε του Τυδέα, τι τη ρωτάς τη γενειά μου; «Όπως είναι των φύλλων η γενιά, έτσι είναι και των ανθρώπων. Τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος χάμω στη γη κι άλλα βγάζει το ολόχλωρο δάσος, σαν έρθει η εποχή της άνοιξης, Έτσι και των ανθρώπων η γενειά, η μια φυτρώνει και η άλλη τελειώνει».
—Ιλιάδα Ζ 146-149
"Στην καρδιά των ποιημάτων, και ιδίως της Ιλιάδας, υπάρχει η εμπειρία αυτού του αναπόφευκτου δεδομένου που είναι ο θάνατος. Και το δεδομένο αυτό το βρίσκουμε εκεί χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς ωραιοποίηση.
Λέει ο Αχιλλέας στη ραψωδία Ι (πρόκειται για τους στίχους 400-409): τίποτα δεν είναι ψυχής αντάξιον. Και προσθέτει: μπορούμε να αποκτήσουμε …, να αγοράσουμε …, η ζωή όμως του ανθρώπου δεν γυρίζει πίσω έτσι και ξεφύγει από την άκρη των δοντιών του.
Γνωρίζετε επίσης στην Οδύσσεια την περίφημη συνάντηση μεταξύ Οδυσσέα και Αχιλλέα (Οδ. λ, 467-541) στον κάτω κόσμο, όπου ο Οδυσσέας αναφέρεται στη δόξα του Αχιλλέα, που όπως όλοι οι νεκροί, είναι κι αυτός στον Άδη μια σκιά χωρίς νόον, χωρίς πνεύμα, ούτε αισθήσεις. Γιατί μόνο ο θεϊκός Τειρεσίας, μετά από χαριστική παρέμβαση της Περσεφόνης, κρατά στον Άδη τα λογικά του, τις πνευματικές του ικανότητες. Όλες οι άλλες ψυχές είναι σκιές που πετούν, που δεν γνωρίζουν τίποτα, που δεν θυμούνται τίποτα, που πρέπει να πιουν αίμα για να είναι σε θέση να αρθρώσουν «αληθινό λόγο» (Οδ. κ, 491-495). Και ο Αχιλλέας αποκρίνεται στον Οδυσσέα: «Μην προσπαθείς να μου γλυκάνεις το θάνατο, θα προτιμούσα να ήμουν ζωντανός, εργάτης μεροκαματιάρης ενός φτωχού αγρότη, παρά να βασιλεύω ανάμεσα στους νεκρούς».
Ιδού η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στα έπη: υπάρχει σίγουρα η επιβίωση, η επιβίωση όμως αυτή είναι ακόμα πιο άθλια και από τον επίγειο βίο. Ακόμη πιο άθλια· αυτή είναι όλη κι όλη η υπόσχεση …
Μπορούμε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα: από πού προέρχεται η ιδέα αυτή που συναντάμε στον Όμηρο; Προφανώς δεν προέρχεται από τους Αιγυπτίους, που είχαν ένα ολόκληρο κύκλο μετεμψυχώσεων και τα σχετικά, ούτε από τους Βαβυλωνίους, ούτε από τους Μυκηναίους … Είναι περίεργο κι όμως αληθινό: οι Έλληνες ανακάλυψαν το γεγονός ότι υπάρχει ένας τελειωτικός θάνατος, οριστικός θάνατοςτέλος θανάτοιο, επαναλαμβάνεται συνέχεια στην Ιλιάδα-, ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πούμε πάνω σ’ αυτό, δεν είναι δυνατό να του δώσουμε άλλη σημασία, να τον μετουσιώσουμε και να τον ωραιοποιήσουμε".


Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο
(Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, 2007, σελ. 156-158)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου