Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Δυο νύμφες με βύζαξαν, η Μέθη κόρη του Βάκχου και η Απαιδευσιά κόρη του Πάνα

  Τον καιρό που ο Ολλανδός ιερέας, θεολόγος και λόγιος Έρασμος έγραψε το Μωρίας Εγκώμιον (1509), ο Αναγεννησιακός Ανθρωπισμός είχε μόλις αρχίσει να συγκρούεται με τον Σχολαστικισμό και πνευματικοί άνθρωποι έρχονταν σε αντιπαράθεση με κληρικούς.
Ενώ οι σχολαστικοί της εποχής ακολουθούσαν τις διδαχές του Θωμά του Ακινάτη και του Αλβέρτου του Μέγα, ο Έρασμος επηρεάστηκε από τον κλασικό, μη χριστιανικό, Ελληνισμό και τον σατιρικό ρήτορα Λουκιανό. Στο κείμενο τον λόγο τον παίρνει η ίδια η Μωρία, προσωποποιημένη, και ξεκινάει κυριολεκτικά πλέκοντας το εγκώμιό της. Η Μωρία του Έρασμου δεν είναι η ηλιθιότητα ή η ανοησία˙ είναι η καλώς νοούμενη φαιδρότητα, η έλλειψη σοβαρότητας όταν η σοβαρότητα περισσεύει, είναι η χαρά της ζωής. Χωρίς αυτήν, οι άνθρωποι δεν θα παντρεύονταν και δεν θα κάνανε παιδιά και η μεγάλη ηλικία θα ήταν ανυπόφορη. Ούτε οι φιλίες θα άντεχαν χωρίς αυτήν, αφού ο καθένας μας πρέπει να πείθει τον εαυτό του ότι η μωρία των φίλων του (οι ιδιοσυγκρασίες και τα ελαττώματά τους) είναι ακριβώς η αρετή τους. Ακόμα και οι θεοί χαρακτηρίζονται από την Μωρία, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σε κάθε εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους. Η απόλυτη ειλικρίνεια και η αλήθεια μπορούν να γίνουν επικίνδυνες, άρα η κολακεία (χαρακτηριστικό της μωρίας) μπορεί να γίνει ακόμα και αρετή.
Μια δόση αυταπάτης είναι υγιής και βοηθάει τους ανθρώπους να ξεχνούν τα ελαττώματά τους, και να κάνουν σπουδαία πράγματα με τη βοήθεια και τη συνεργασία άλλων. Άρα η μωρία προωθεί κάθε σπουδαίο πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι. Λέει η Τρέλα καθώς συστήνεται στην αρχή του βιβλίου: "Αλλά να, πολύ απορώ —πώς το λένε— με την αχαριστία, με την ανανδρία μάλλον, των ανθρώπων. Άν και όλοι τους ερωτο­τροπούν μαζί μου κι αιώνες τώρα χαίρονται τις ευεργεσίες μου, κα­νείς τους δε σηκώθηκε ως τη σήμερο να υμνήσει μ’ ένα καλό λόγο την Τρέλα". 
Ο Έρασμος δεν παίρνει ο ίδιος το λόγο για να τα ψάλλει στους ισχυρούς της γης, αλλά ανεβάζει στην έδρα τη Stultitia, την Τρέλα, για να πλέξει η ίδια το εγκώμιο του εαυτού της. Κι έτσι γίνεται μια διασκεδαστική παρεξήγηση. Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς, ποιος μιλάει. Είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που μιλάει σοβαρά; Είναι η Τρέλα, που πρέπει, φυσικά, να της συγχωρηθούν κι οι πιο τολμηρές αυθάδειες; επιλέχθηκαν αποσπάσματα από το έργο, καλό θα ήταν με την πρώτη ευκαιρία να διαβαστεί ολόκληρο το εγκώμιο.
Ας πάμε να "ακούσουμε" τι έχει να μας πει η Τρέλα:


"Γιατί βγήκα στη μόστρα μ’ αυτά τ’ άλλόκοτα ρούχα, θα το μάθετε, αν κάνετε τον κόπο και μου δώσετε αυτί. Όχι εκείνο, βέβαια, που δίνετε στους ιεροκήρυκες, αλλά το άλλο που στήνετε τόσο καλά στα πανηγύρια, για τους τσαρλατάνους, τους σαλτιμπάγκους και τους τζουτζέδες ή εκείνο το γαϊδουρίσιο που έστησε άλλοτε ό βασιλιάς μας ο Μίδας στον Πάνα. Μ’ έπιασε ή λόξα να σας κάνω κομμάτι το σοφιστή. Όχι σαν αυτούς που παραγεμίζουν το κεφάλι των νέων με πληχτικά κουροφέξαλα και τους μαθαίνουν να καβγαδίζουν με πείσμα, χειρότερα κι από γυναίκες. Όχι. Θα μιμηθώ εκείνους τους αρχαίους, που για ν᾽ αποφύγουν τον ντροπιαστικό τίτλο του σοφού, προτίμησαν να λέγονται σοφιστές, και δουλειά τους ήταν να συνθέτουν εγκώμια σε θεούς και ήρωες. Θ’ ακούσετε λοι­πόν ένα εγκώμιο, όχι του Hρακλή μήτε του Σόλωνα, μα το δικό μου, της Τρέλας.
Α, μα! Σα να μου φαίνεται πως μιμούμαι τους σημερινούς ρήτορες! Δε θαρρούν τάχα πως γινήκαν μονομιάς θεοί, επειδή πα­ρουσιάζονται όπως οι βδέλλες με δυο γλώσσες και λογαριάζουν για μεγάλο κατόρθωμα να χώσουν σα σκελίδι στις λατινικές κουβέντες τους και καμιά ελληνικούρα κι ας είναι άσχετη; Κι όταν τους λείψουν οι ξένες λέξεις, ξεθάβουν από κανένα σαρακοφαγωμένο βιβλίο τέσσερις ή πέντε αρχαϊκούς τύπους και ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κοσμάκη· κι έτσι, λέω, αυτοί που τους καταλαβαίνουν κορδώνονται, κι οι άλλοι, τόσο πιο πολύ εκστασιάζονται, όσο πιο λίγο καταλαβαίνουν. Αυτό είναι· γουστόζικο, μα την αλήθεια, τούτο το είδος της ευχαρίστησης των κουτεντέδων μας: όσο από πιο μακριά έρχεσαι, τόσο πιο πολύ σε θαυμάζουν. Κι έτσι και βρεθού­νε τίποτα κουφιοκεφαλάκηδες, γελάνε, χειροκροτούν, κουνάνε τ’ αυτιά τους σα γάιδαροι, για να δείξουν στους άλλους πως καλά κατάλαβαν: «Αυτό είναι, βέβαια, αυτό είναι!» Ας ξανάρθουμε όμως στο θέμα μας.
Τώρα, ξέρετε τ’ όνομά μου, αγαπητοί μου … Ποιο επίθετο να βάλω; Αγαπητοί μου θεότρελοι, βέβαια! Η θεά Τρέλα δεν μπορεί να δώσει στους πιστούς της πιο τίμιο όνομα. Εκείνο, ωστόσο, που πολλοί δεν ξέρουν, είναι από πού βαστώ. Θα δοκιμάσω λοιπόv να σας το εξηγήσω, με τη βοήθεια των Μουσών.
Μήτε το Χάος, μήτε ο Άδης, μήτε ο Κρόνος, μήτε ο Ιαπετός, μήτε κανένας απ’ αυτούς τους ξεπεσμένους και σκουριασμένους θεούς είναι ο πατέρας μου. Με γέννησε ο Πλούτος, μόνος πατέρας ανθρώπων και θεών και να με συμπαθά ο Ησίοδος κι ο Όμηρος, ακόμα κι ο Δίας. Μ’ ένα του γνέψιμο, σήμερα όπως και παλιά, όλος ο κόσμος έρχεται τ’ απάνω κάτω, εμ ιερός εμ βέβηλος. Αυτός κανονίζει με τα κέφια του πολέμους, ειρήνη, κυβερνήσεις, συμβούλια, δικαστήρια, συνελεύσεις, γάμους, συνθήκες, συμμαχίες, νόμους, τέχνες, αγώνες, απολαύσεις, δουλειές, —ωχ, μου κόπηκε η ανάσα,—κοντολογίς, όλες τις δημόσιες κι ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων. Χωρίς τη βοήθειά του, όλος ο λαός των θεών της ποίησης και τολμώ να πω, ακόμα κι οι μεγάλοι θεοί του Ολύμπου ή δε θα ζούσαν καθόλου, ή τουλάχιστο, αν τρώγανε από τα δικά τους, θα την περνούσαν με νηστίσιμα.  
Άν κάποιος τον θυμώσει, ακόμα κι η Παλλάδα να κατεβεί δεν τον γλυτώνει. Απ’ την άλλη, όποιος τα ‘χει καλά μαζί του, κοροϊδεύει ακόμα και τον μεγάλο Δία με τ’ αστροπελέκια του.




Τέτοιος είναι ο πατέρας μου και το καυχιέμαι! Και δε με γέvνησε από το κεφάλι του, σαν εκείνο το αιμοβόρικο αγρίμι, την Παλλάδα. Όχι. Μ’ έφτιαξε με τη νια την Ήβη,[δηλαδή την Νιότη. Κόρη του Δία και της Ήρας. Ο Έρασμος εδώ φαντάζεται πως η Ήβη, όταν υπηρετούσε στο συμπόσιο των θεών, αγαπήθηκε απο τον Πλούτο και γέννησε την Τρέλα.] την ομορφότερη απ’ όλες τις νύμφες και την πιο ανοιχτόκαρδη. Και πάλι, δεν πιάστηκε σε τίποτα θλιβερά δίχτυα του γάμου, που δώσανε, λόγου χάρη, εκείνο τον κουτσό σιδερά, τον μουντζούρη τον Ήφαιστο. Τι λες, καλέ! Πιάστηκε στο πιο γλυκό απ’ όλα, στα δεσμά μόνο του Έρωτα, όπως λέει ο αγαπημένος μας Όμηρος.
Αυτός που με γέννησε, προσέξτε παρακαλώ, δεν είναι ο Πλού­τος του Αριστοφάνη, γέρος φιλάσθενος και στραβός· ο δικός μου είναι Πλούτος απείραχτος ακόμα, που βράζει από νιάτα κι όχι από νιάτα μόνο, αλλά και μεθυσμένος μάλιστα από το νέκταρ, που κατέβασε μπόλικο στο συμπόσιο των θεών ανέρωτο. Πατέρας μου είναι ο Πλούτος. Δυό νύμφες με βύζαξαν
Αν ρωτήσετε και που γεννήθηκα, αφού τη σήμερο τ’ αρχοντιλί­κι εξαρτάται πρώτα κι αρχή από το πού επάτησες τα πρώτα κλα­ψουρίσματα, ε λοιπόν εγώ, μήτε στην πλέουσα Δήλο, μήτε στην κυ­ματούσα θάλασσα, μήτε στις βαθειές σπηλιές είδα το φως, μα στα νησια των Μακάρων, όπου όλα βλαστίζουν δίχως να σπείρεις και να οργώσεις. Εκεί, μήτε δουλειά, μήτε γεράματα, μήτε αρρώστια· στα χωράφια δε βλέπεις ασφοδίλια, μολόχες, σκιλλοκρομμύδες, λούπινα ή κουκιά κι άλλα τέτοια παρακατιανά χόρτα. Απ’ όλες όμως τις μεριές ευφραίνει τα μάτια σου και τα ρουθούνια σου το χρυσό σκόρδο, η πανάκεια, το λησμοβότανο, η μαντζουράνα, η αμβροσία, ο λωτός, το ρόδο, η βιολέτα, ο υάκινθος, όλος ο κήπος του Άδωνι.
Γεννημένη μέσα σε τόσες απολαύσεις, δε χαιρέτησα, βέβαια, τη ζωή με δάκρυα· αμέσως χαμογέλασα στη μάνα μου. Α, δεν τη ζη­λεύω τη θρεφταρού κατσίκα του γιου του Κρόνου: δυό τρισχαρι­τωμένες νύμφες μου δώσανε εμένα να βυζάξω, η Μέθη, κόρη του Βάκχου κι η Απαιδευσιά, κόρη του Πάνα. Εδώ τις βλέπετε, μέ­σα στη συντροφιά των αυλικών μου. Αν θέλετε να τις γνωρίσετε, να σας πω τα ονόματά τους, αλλά, μα την αλήθεια, θα σας τα πω μονάχα ελληνικά.
Τούτη που βλέπετε με τα σηκωμένα φρύδια είναι η Φιλαυτία. Τούτη, που τα μάτια της φαίνονται όλο να χαμογελούν και τα χέ­ρια της να παίζουν παλαμάκια, λέγεται Κολακεία. Τούτη που δεί­χνει πως μισοκοιμάται, ονομάζεται Λήθη. Τούτη που ακουμπά στους αγκώνες και σταυρώνει τα χέρια της είναι η Μισοπονία, ή Τεμπελιά. Τούτη η στεφανωμένη με τριαντάφυλλα κι αρω­ματισμένη από την κεφαλή ως τα πόδια, είναι η Ηδονή. Τούτη που η ματιά της χαζεύει εδώ κι εκεί και δε στυλώνεται πουθενά είναι ή Άνοια ή Χαζομάρα. Toύτη με τ’ ανθηρό δέρμα και το στρουμπου­λό κορμί τη λένε Τρυφή. Και να μέσα σ’ αυτές τις νέες γυναίκες δυο θεοί: ο ένας λέγεται Καλοφαγίας κι ο άλλος Υπναράς. Αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι αυλικοί μου· με υπηρετούν πιστά κι έτσι κυβερ­νώ τα πάντα κι απλώνω την αυτoκρατορία μου ως και πάνω στους ίδιους τους αυτοκράτορες.
Όλα μονάχα εγώ τα μοιράζω μ’ απλοχεριά σε όλους
Ξέρετε το σόι μου, την ανατροφή μου και την αυλή μου. Τώρα, για να μη νομίσετε πως σφετερίστηκα τον τίτλο της θεάς, θα σας φανερώσω —και στήσετε καλά τ᾽ αυτιά σας— πόσα καλά πορίζω στους θεούς και στους ανθρώπους κι ως πού απλώνεται η δύ­ναμή μου.
Αν είναι αλήθεια, όπως έγραψαν, πως το ιδιαίτερο γνώρισμα ενός θεού είναι να βοηθά τους ανθρώπους κι αν είναι δίκιο να δέχονται στη σύναξη των θεών αυτούς που ανακάλυψαν το κρασί, το στάρι ή άλλο τέτοιο αγαθό της ζωής, γιατί να μην αναγνωρίσουν και να μην ανακηρύξουν εμένα σαν το Άλφα των θεών, αφού όλα μονάχα εγώ τα μοιράζω μ’ απλοχεριά σε όλους;
Και πρώτα απ’ όλα τι πιο γλυκό, πιο ακριβό μπορείς να φανταστείς απ’ τη ζωή την ίδια; Το ξεκίνημά της λοιπόν, σε ποιανού λο­γαριασμό θα το βάλετε, αν όχι στο δικό μου; Δεν είναι πάντως το κοντάρι της Παλλάδας με τον παντοδύναμο πατέρα, μήτε το σκουτάρι του συννεφοσυνάχτη Δία, που σπέρνουν και πολλαίνουν τ’ ανθρώπινο είδος! Γιατί ο πατέρας των θεών κι αφέντης των ανθρώπων, που μ’ ένα γνέψιμο του ματιού κάνει τον Όλυμπο και τρέμει ολάκερος, είναι κι αυτός αναγκασμένος ν’ ακουμπήσει στη γωνιά το τρίκλωνο αστροπελέκι του κι εκείνο το ύφος του Τιτάνα, που όταν τον πιάσει τρομοκρατούνται όλοι οι θεοί και να δανειστεί, σαν άθλιος θεατρίνος, μια μάσκα, κάθε φορά που θέλει να φτιάξει κάπου και το φτιάνει συχνά, ένα παιδί.
Έχουν να πούνε πως οι στωικοί γειτονεύουν με τους θεούς. Ε, λοιπόν, φέρτε μου έναν που να είναι τρεις φορές, τέσσερις φορές, εξακόσιες, αν θέλετε, φορές στωικός. Αν δεν τον κάνω να κόψει τα γένια του, έμβλημα της σοφίας του (που το μοιράζεται ωστόσο με τους τράγους) θα πρέπει τουλάχιστο να παρατήσει κι αυτός το σοβαρό του, να ξεζαρώσει το κούτελο, να πετάξει απ’ το παράθυρο τα φημισμένα του ατσαλένια δόγματα, να σαχλαμαρίσει και να πα­ραλογιστεί κομμάτι. Κοντολογίς, εμένα, εμένα σας λέω, θα χρεια­στεί να φωνάξει ο σοφός αυτός, αν θέλει να γίνει πατέρας.
Αλλά μαζί σας, γιατί να μην τα πω καθαρά τα πράματα, όπως το συνηθίζω; Για πείτε μου, με τι τους σπέρνουν τους θεούς και τους ανθρώπους; Με το κεφάλι, με τη μούρη, με το στήθος, με το χέρι ή με τ’ αυτί, μ’ αυτά που ονομάζουν ευγενή μέλη; Αμ δέ! Αυτό που αυγαταίνει τ’ ανθρώπινο γένος είναι εκείνο το πραματάκι, το τρελό, το γελοίο, που δεν μπορείς να το δείξεις, μήτε να το πεις, χωρίς να γελάσεις. Από τούτη πιο πολύ τη βρυσούλα την ιερή κι όχι από την τετράδα του Πυθαγόρα, [ρίζα και πηγή όλων των όντων οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν την τετράδα ή τετρακτύν και σ’ αυ­τήν ορκίζονταν: μύθος, σιγή, νους, αλήθεια] παίρνουν όλα τα πλάσμα­τα ζωή.
Ο σοφός καταφεύγει στα βιβλία των Αρχαίων, όπου δε μαθαίνει παρά σχολαστικές σοφιστείες. Ο τρελός, που πιάνεται με την πραγμα­τικότητα και τη δοκιμάζει στήθος με στήθος, αυτός, νομίζω, απο­χτά την αληθινή στόχαση. Αχάριστη φάρα οι άνθρωποι, μα την αλήθεια! Μπορεί να είναι οι καλύτεροι οπαδοί μου, αν ακουστεί όμως δημόσια τ’ όνομά μου κοκκινίζουν, τόσο που το σέρνουν κατάμουτρα στους άλλους σα βρι­σιά. Ε, λοιπόν, αυτούς που είναι πιο τρελοί, μωρότατοι και θέλουν από πάνω να περνούν και για σοφοί, για Θαλήδες, [Θαλής, από τη Μίλητο, ένας απ’ τους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (643-548 π.Χ). Μαθηματικός και φιλόσοφος, ιδρυτής της Ιωνικής Σχoλής.] εμείς θα ‘πρε­πε να τους λέμε μωρόσοφους. Δεν έχω δίκιο;
Ύψιστοι θεοί! Μα υπάρχουν πιο ευτυχισμένοι απ᾽ αυτούς που οι χυδαίοι παρανομιάζουν, —πολύ ωραία ονόματα κατά τη γνώμη μου, —λωλούς, βλαμμένους ή σερσέμηδες; Στην αρχή φαίνεται πως σας λέω κάτι τρελό ή παράλογο· μα είναι η ίδια η αλήθεια. 
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουνε το φόβο του θανάτου και δεν είναι λίγο πράμα, μα το Δία! Η συνείδησή τους δεν έχει ποτέ τύψεις. Δεν τους τρομάζουν ιστορίες με βουρβούλακες. Δε φοβερίζονται από φαντάσματα και ίσκιους, δεν τους βασανίζει ο φόβος για τα κακά που θα πλακώσουν, μήτε τους φουσκώνει η ελπίδα για μελλούμενα καλά. Κοντολογίς, δε σκίζονται από τις αμέτρητες έγνοιες που ορίζουν τούτη τη ζωή. Δεν ξέρουν από ντροπή, φόβο, φιλοδοξία, φθόνο, έρωτα. Αν μάλιστα φτάσουν ως την αναισθησία του χτήνους, τότε δε θ᾽ αμαρταίνουν πια καθόλου, κατά πού βεβαιώνουν οι θεολόγοι.
Τώρα, ηλίθιε σοφέ, θα ‘θελα να μετρήσεις μαζί μου τις μέρες και τις νύχτες που λογιών – λογιών αγωνίες σταύρωναν την ψυχή σου, κάνε μπρος σου ένα σωρό τις έγνοιες όλης σου της ζωής και πάσχισε να καταλάβεις επιτέλους από πόσα κακά γλυτώνω τους τρελούς μου. Βάλε από πάνω πως όχι μόνο τους δίνω ισόβια χα­ρά, παιχνιδίσματα, τραγούδια και γέλια, αλλά όπου και να πάνε κουβαλούν μαζί τους για τους άλλους την απόλαυση, το κέφι, τη διασκέδαση, σάμπως οι συγκαταβατικοί θεοί να τους προόρισαν για να φαιδρύνουν τη μουντή ζωή των ανθρώπων. Κι ακόμα, ό,τι και να αισθάνονται μεταξύ τους οι άvθρωποι, τούτους εδώ τους παραδέχονται πάντα για φίλους· τους αναζητούν, τους κερνάνε, τους χαϊδεύουν, τους κανακεύουν, τους βοηθούν στην ανάγκη: αυτοί μόνο ελεύθερα τα λένε όλα και τα κάνουν όλα. Δε θα περνούσε κανενός από το μυαλό να τους πειράξει, αφού αγρίμια και θεριά αποφεύγουν να τους βλάψουν: το ένστιχτο τους λέει πως είναι ακίνδυνοι. Βρίσκονται, λοιπόν, κάτω από την προστασία των θεών και ιδιαίτερα τη δική μου: γι’ αυτό είναι που τους σέβεται όλος ο κόσμος, όχι άδικα. Οι τρελοί μου πετυχαίνουν αυτό το θαύμα.
Παραδεχτείτε όμως, οι τρελοί έχουν ένα χάρισμα που δεν είναι για πέταμα: είναι οι μόνοι ντόμπροι και άψευτοι. Κι υπάρχει πιο ευλογητό από την ειλικρίνεια; Μία παροιμία του Αλκιβιάδη, μέσα στον Πλάτωνα, βάνει την ειλικρίνεια στο κρασί και στο στόμα των παιδιών, μα η τιμή της πρέπει να είναι όλη δική μου. Μάρτυρας ο Ευριπίδης, που είπε το περίφημο: «Ο τρελός τρέλες λέει». Ο τρελός, ό,τι έχει στην καρδιά του το φανερώνει στα μούτρα του, το διαλαλεί με τις κουβέντες του. Οι σοφοί όμως έχουν δυο γλώσσες, όπως μας το θυμίζει πάλι ο Ευριπίδης: μια για να λένε την αλήθεια και μια για να λεν αυτό που εκείνη τη στιγμή τους φαίνεται πως ταιριάζει. Ξέρουν «το μαύρο να το κάνουν άσπρο», με το ίδιο στόμα να φυσούν το κρύο και το ζεστό, άλλο να ‘χουν στην καρδιά τους και με τα λόγια να καμώνονται άλλο.
Ας ξανάρθουμε στην ευτυχία των τρελών … Αφού περάσουν χαρούμενα ολάκερη ζωή, χωρίς να φοβούνται καθόλου ή να ψυχα­νεμίζονται θάνατο, μεταναστεύουν ντογρού στα Ηλύσια Πεδία κι εκεί διασκεδάζουν με τ’ αστεία τους τη βαρεμάρα των ευλαβικών ψυχών.
Ελάτε τώρα να συγκρίνουμε αυτή τη μοίρα τού τρελού μ’ όποιου σοφού θέλετε. Πάρτε, ας πούμε, ένα υπόδειγμα σοφίας, έναν άvθρωπο που έφαγε τα νιάτα του να μελετάει τις επιστήμες, έχασε σε ξενύχτια, έγνοιες κι ατέλειωτους μόχθους το πιό ζωντανό κομμάτι της ζωής του και την επίλοιπη την πέρασε στερημένος κι από την παραμικρή απόλαυση· στάθηκε πάντα τσιγγούνης, μίζε­ρος, κατσούφης, σκοτεινός, αυστηρός και σκληρός για τον εαυτό του, βαρετός κι αχώνευτος στους άλλους· χλεμπονιάρης, κοκκαλιά­ρης, φιλάστενος, τσίμπλης, καραφλός και γερασμένος πρίν την ώρα του, πρίν την ώρα τoυ φευγάτος από τη ζωή. Κι έπειτα, τί σημασία έχει πότε θα πεθάνει, αφού δεν έζησε ποτέ; Ορίστε όμορφο πορτραίτο σοφού.
Να ξεχωρίσουμε τρέλα και τρέλα
 Πάλι ακούω τα βατράχια της Στοάς να μου κοάζουν μέσα στ’ αυτιά: «Το χειρότερο απ’ όλα τα κακά είναι η παραφροσύνη· μα η φανερή μωρία συγγενεύει μαζί της και μάλλον είναι η ίδια, αφού τρελός είναι όποιος δε λογικεύεται».
Εκείνα όμως τα βατράχια είναι που παραλογίζονται πέρα για πέρα! Άντε να κάνουμε σκόνη κι αυτόν τον επιδέξιο συλλογισμό τους, Μούσες βοηθάτε! Ο Σωκράτης μάς διδάσκει, στο «Συμπό­σιο» του Πλάτωνα, να κόβουμε την Αφροδίτη στα δυό και να κάνουμε δυό Αφροδίτες, έτσι και τον Έρωτα για νά ‘χουμε δυό Έρωτες· οι διαλεχτικοί μας θα ᾽πρεπε να κάνουν το ίδιο και να ξεχωρίζουν τρέλα από τρέλα, για να παίρνει αυτούς ο κόσμος για γνωστικούς. Κι αλήθεια, η κάθε τρέλα δεν είναι και βλαβερή. Διαφορετικά δε θα ‘χε πει ο Οράτιος: «Παιχνίδι του άραγε μ’ έχει κάποιο αγαθό παραλήρημα;». Ο Πλάτωνας δέ θα ‘χε λογα­ριάσει την ποιητική, την προφητική και την ερωτική μανία μέσα στις πιο αψηλές αξίες του ανθρώπoυ. Μα κι η Σίβυλλα μήπως δέ χαραχτήρισε τρελό το εγχείρημα του Αινεία;
Υπάρχουν λοιπόν σίγουρα δυο ειδών τρέλες: Μιά εκείνη που οι εκδικήτριες Ερινύες ξερνούν μέσα απ’ την Κόλαση, όταν ξαπο­λούν τα φίδια τους και φυσούν στην καρδιά των ανθρώπων την οργή του πολέμου, την άσβηστη δίψα για χρυσάφι, τον ένοχο και στιγματισμένο έρωτα, την πατροκτονία, την αιμομιξία, την ιεροσυλία κι άλλες τέτοιες μάστιγες ή όταν κυνηγoύν με τα τρομαχτι­κά δαυλιά τους τις συνειδήσεις που εγκλημάτησαν.
Η άλλη τρέλα είναι ολότελα διαφορετική, έρχεται από μένα κι είναι το πιό ποθητό πράμα του κόσμου. Γεννιέται όποτε μιά γλυ­κιά πλάνη του μυαλού ελευθερώνει την ψυχή από τις μαύρες έ­γνοιες της και την παραδίνει σ’ ένα πέλαγος ηδονής. Αυτή τη φρε­ναπάτη, ο Κικέρωνας, όπως έγραφε σ’ ένα γράμμα του στον Ατ­τικό, την ποθούσε σαν υπέρτατο δώρο των θεών, για να ξεχάσει μέσα της όλα του τα βάσανα.
Πηγαίνετε τώρα, κουτοί θνητοί, να ζητήσετε από τη Μήδεια, την Κίρκη, την Αφροδίτη, την Ηώ, δεν ξέρω ποιά πηγή για να σας ξαναδώσει τη νιότη. Μονάχα εγὠ το μπορώ και το κάνω. Εγώ έ­χω το μαγικό φίλτρο που μεταχειριζόταν η κόρη του Μέμνονα για να μακραίνει τη ζωή του προπάππου της Τιθωνού. Εγώ είμαι η Αφροδίτη που έκανε το Φάωνα να ξανανιώσει και να τον ερωτευ­τεί τρελά η Σαπφώ. Δικά μου είναι τα βότανα, αφού υπάρχουν, δι­κά μου τα ξόρκια, δική μου η πηγή που όχι μόνο ξαναφέρνει τη χα­μένη νιότη, μα και το πιο λαχταριστό, την κάνει αιώνια. Αν όλοι συμφωνάτε πάνω στην αλήθεια, πως δεν υπάρχει ομορφότερο από τη νιότη και πιό φριχτό από τα γερατειά, θαρρώ πως καταλαβαί­νετε και τί μου χρωστάτε, εμένα που σας ξαναφέρνω τέτοιο καλό και σας γλυτώνω από τέτοιο κακό.
Αλλά τι κάθoμαι ακόμα και κουβεντιάζω για θνητoύς; Πάρε­τε βόλτα τον ουρανό. Δέχομαι όποιος θέλει να πετάξει τ’ ονομά μου σα βρισιά στα μούτρα μου, αν μέσα σ’ όλους τους θεoύς ανακαλύ­ψει ας είναι κι έναν, όχι, βέβαια, κανένα γρουσούζη ή και πολύ πα­ρατημένο, που να μην είναι οπαδός μου.
Ποιός δε θα προτιμούσε να ήταν αυτός ο βλάκας;
Ο Βάκχος, λόγου χάρη, γιατί να είναι πάντα έφηβος με ωραία μαλλιά: Γιατί ζει, μεθυσμένoς κι αναίσθητος, μέσα στα γλέντια, τους χορούς, τα τραγούδια και τα παιχνίδια, κι αποφεύγει να ‘χει την παραμικρή σχέση με την Παλλάδα. Τόσο λίγο τον κόφτει να περάσει για γνωστικός, που χαίρεται να τον λατρεύουν με φάρσες και με χωρατά. Δεν τον πειράζει που τον λέει τρελό η παροιμία: «Πιὀ λωλός από τον Μόρυχο». Αυτό το Μόρυχος (απ’ το μορύσσω, πασαλείβω) του βγήκε γιατί συνήθιζαν οι χωριάτες να πα­σαλείβουν με μούστο και φρέσκα σύκα το άγαλμα του μπρος στο ναό. Έτσι, το τι κοροϊδίες του πάτησε η αρχαία Κωμωδία! «Τι βλάκας αυτός ο θεός, έλεγαν. Του άξιζε να γεννηθεί από ένα μπoύτι».[Η κόρη του Κάδμου Σεμέ­λη, γκαστρωμένη από τον Δία, παρα­πλανήθηκε από την Ήρα και του ζήτησε να της φανερωθεί μ’ όλη του τη δόξα, έτσι όπως πλησίαζε και τη γυναίκα του. Τρόμαξε όμως από τ’ αστραπόβροντα και τις φωτιές και γέννησε πρόωρα. Το παιδί θα πέ­θαινε, αv ο Δίας δεν το έκλεινε μέσα στο μπούτι του, ώσπου να ολοκλη­ρωθεί.] Μα ποιος δε θα προτιμούσε να ήταν αυτός ο τρελός και βλά­κας, ο πάντα χαρωπός, ο πάντα νέος, που φέρνει σ’ όλους απολαύ­σεις και χαρές, παρά εκείνος ο ύπουλος ο Δίας, που τον φοβάται όλος ο κόσμος ή ο γέρο Πάνας, που μας γίνεται μπελάς με τους πα­νικούς του, ο Ήφαιστος γεμάτος στάχτες κι όλο μουντζαλωμέ­νος από τη δουλειά στο γύφτικό του ή ακόμα και η Παλλάδα η γουρλομάτα, που φοβερίζει συνέχεια με τη Γοργόνα της και το κοντάρι της;
Γιατί πάντα παιδί αυτός ο Έρωτας; Μα γιατί είναι παιχνιδιά­ρης· μήτε κάνει μήτε σκέφτεται ποτέ του κάτι γνωστικό. Γιατί η ομορφιά της χρυσής Αφροδίτης είναι μια αιώνια άνοιξη; Μα γιατί είναι κομμάτι συγγενής μου· έχει στο πρόσωπο το χρώμα του πατέρα μου, γι’ αυτό κι ο Όμηρος τη λέει χρυσή Αφροδίτη. Κι ύστερα, όλο γελάει, αν πιστέψουμε τουλάχιστο αυτό που λεν οι ποιη­τές και οι εφάμιλλοί τους, οι γλύπτες. 
Ωραία. Καιρός είναι πιά, όπως κάνει κι ο Όμηρος, ν’ αφήσου­με τον ουρανό και να μεταφερθούμε στη γη. Θα δείτε πως κι εκεί δε γίνεται χαρά, μήτε ευτυχία, αν δεν τις αναλάβω εγώ. Δείτε πρώτα με πόση πρόνοια η Φύση, μάνα και πλάστης των ανθρώπων, φρόντισε να μη λείψει από κανένα το νοστίμισμα της τρέλας.
Σύμφωνα με τον ορισμό των στωικών, σοφία πα να πει ν’ αφήνεις να σε κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή κι ανούσια, τους έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό. Πόσο πιο πολλά; Όσο μια οκά πλάι σε μισό κιλό. Κι από πάνω, αυτό το λογικό, το ξάκρισε σε μια στενή γωνιά της κεφαλής, ενώ παρά­τησε στα πάθη όλο το ρέστο του κορμιού. Έπειτα, στο λογικό μο­νάχο έβαλε αντικρύ δυο έξαλλους τυράννους: 
το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του απλώνεται ως και κάτω απ’ τ’ αποκοίλι. Τώρα, τι μπορεί να κάνει το λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυο αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος βασιλιάς: του λένε «άμε να κρεμαστείς», οι βρισιές τους σκεπά­ζουν τη φωνή του, ώσπου κι αυτός, μπαϊλντισμένος, παραδίνεται.
Ποια δουλειά μπορούν να κάνουν στη ζωή αυτοί οι φιλόσοφοι; Καμιά. Παράδειγμα ο Σωκράτης, που το μαντείo του Απόλλωνα, —πολύ άσοφα, να λέγεται,— ανακήρυξε Σοφό, πρώτον και καλύτερο. Μία μέρα, είχε να συζητήσει δημόσια δεν ξέρω ποια υπόθεση και τόσο ρεζιλεύτηκε απ’ τα γέλια της Αγοράς, που το βούλωσε. Ο άνθρωπoς όμως αυτός δεν είναι τόσο άσοφος: δεν δέχτηκε τον τίτλο του σοφού και τον έδωσε στο Θεό μόνο· από την άλλη συμβούλευε τους ομοίους του να μην ανακατεύονται στην πο­λιτική. Λαμπρά! Μα καλύτερα θα ‘κανε να εξηγήσει, πως για να ζήσεις σαν άντρας πρέπει να μην ανακατεύεσαι με τη σοφία.
Γιατί, τέλος πάντων, τι τον καταδίκασε να πιει το κώνειο, αν όχι η σοφία; Κι αλήθεια, φιλοσοφούσε για τα σύννεφα και τις ιδέες, μετρούσε μαθηματικά τα πόδια του ψύλλου κι εκστασιαζό­ταν με το ζιζίνισμα της σκνίπας, μα δεν κατάλαβε τίποτα από την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Κι έρχεται ο Πλάτων, ο μαθητής, έτοιμος να συνηγορήσει για το δάσκαλο, που κινδυνεύει το κεφάλι του … Σπουδαίος δικηγόρος, να σου πετύχει! Σαστισμέ­νος από την οχλαγωγία, δεν καταφέρνει να πει στο πλήθος παρά τη μισή φράση της αρχής!
Και τι να πεις για τον Θεόφραστο; Ανεβαίνει στο βήμα κι άξαφνα χάνει τη λαλιά του σα να ‘δε μπρός του το λύκο! Ωραία θα οδηγούσε κι αυτός τους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης! Ο Ισο­κράτης ήταν τόσο ντροπαλός που δεν τόλμησε ποτέ ν’ ανοίξει το στόμα του. Ο Κικέρωνας, ο πατέρας της ρωμαϊκής ρητορείας, άρχιζε πάντα τον πρόλογό του μ’ ένα άσκημο τρεμούλιασμα, σα σκούξιμο μωρού —ο Κοϊντιλιανός το ερμηνεύει σα σημάδι γνω­στικού ρήτορα που καταλαβαίνει τον κίνδυνο. Καλύτερα να ομο­λογούσε ανοιχτά πως η φρονιμάδα εμποδίζει την επιτυχία. Τι θα κάναν αυτοί οι φουκαράδες σε μια υπόθεση που κανονίζεται με το σπαθί, αφού παγώνουν απ’ το φόβο τους όταν μάχονται μόνο με λόγια;
Αυτό που μου μένει να πω, αθάνατοι θεοί! να το πω; να σωπάσω; Και γιατί να το κρύψω, αφού είναι πιο αληθινό κι απ’ την αλήθεια; Θα έπρεπε ίσως, για μια τόσο σοβαρή υπόθεση, να φέ­ρουμε τις Μούσες απ’ τον Ελικώνα, που οι ποιητές τολμούν συ­χνά και τις φωνάζουν για ψιλοπράματα. Χαρίστε μου μια στιγμή, κόρες του Δία· όσο για να δείξω πως σ’ αυτή την ακριβή Σοφία, το κάστρο, λένε, της ευτυχίας, κανένας δεν μπορεί να μπει, αν δεν τον οδηγήσει η Τρέλα.
Ενώ εγώ … Λίγη αμάθεια απ’ εδώ, λίγο ξένοιασμα απ’ εκεί, πότε να ξεχνούν τη δυστυχία, πότε ν’ απαντέχουν την ευτυχία, κά­που – κάπου να γεύονται το μέλι της ηδονής, έτσι ξαλαφρώνω τους ανθρώπους από τις μιζέριες τους, και δε θέλουν πια ν’ αφήσουν τη ζωή, ακόμα κι αν ή Μοίρα έχει κλώσει όλο το νήμα τους κι η ίδια η ζωή τους παρατάει· όσο πιο λίγους λόγους έχουνε να μένουν στη ζωή, τόσο πιο πολύ γαντζώνονται από δαύτη. Αχ, δεν τη βα­ριούνται καθόλου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου