Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από την πατρίδα, αυτό είναι ήδη κοινός τόπος.

"Τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από την πατρίδα, αυτό είναι ήδη κοινός τόπος. Αν τίποτα λοιπόν δεν είναι γλυκύτερο, υπάρχει μήπως κάτι άλλο πιο σεβαστό και θείο;
Πραγματικά, αιτία και δάσκαλος όλων όσων οι άνθρωποι θεωρούν σεβαστά και θεία είναι η πατρίδα, αφού αυτή τα γέννησε, τα ανέθρεψε και τα καλλιέργησε. Πολλοί βέβαια θαυμάζουν πόλεις για το μέγεθος τους, τη λαμπρότητα και την πολυτέλεια των δημόσιων έργων τους, την πατρίδα όμως την αγαπούν όλοι. Και κανείς, ακόμα και από αυτούς που καταβάλλονται από την απόλαυση των ματιών, δεν εξαπατήθηκε τόσο, ώστε από το μεγάλο πλήθος των θαυμαστών πραγμάτων των άλλων χωρών να λησμονήσει την πατρίδα του. Όποιος πάλι καυχιέται ότι είναι πολίτης ευημερούσας πόλης μου φαίνεται πως αγνοεί ποια τιμή πρέπει να απονέμει στην πατρίδα, κι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι φανερό πως θα στενοχωριόταν, αν τύχαινε να έχει πατρίδα του πόλη λιγότερο προνομιούχα. Για μένα όμως είναι πιο ευχάριστο να τιμώ ακόμα και αυτό το όνομα της πατρίδας. Όταν κάποιος προσπαθεί να συγκρίνει τις πόλεις, πρέπει να εξετάζει το μέγεθος τους, την ομορφιά τους και την αφθονία των αγαθών. Όταν όμως το θέμα είναι να διαλέξει ανάμεσα τους, κανείς δεν θα προτιμούσε την πιο λαμπρή παρατώντας την πατρίδα του. Θα ευχόταν βέβαια να είναι και η πατρίδα του παρόμοια με τις ευημερούσες, ωστόσο θα τη διάλεγε, όπως και να 'ταν.
Ακριβώς το ίδιο κάνουν τα δίκαια παιδιά και οι καλοί πατέρες. Ούτε κάποιος καλός και σωστός νέος θα προτιμούσε ποτέ άλλον εκτός από τον πατέρα του ούτε και ο πατέρας, περιφρονώντας το παιδί του, θ' αγαπούσε άλλον νέο. Στην πραγματικότητα οι πατέρες, επηρεασμένοι από την αγάπη τους, τόσα πολλά χαρίζουν επιπλέον στα παιδιά τους, ώστε αυτά τους φαίνονται τα ομορφότερα, το πιο ψηλά και τα πιο άριστα προικισμένα σε κάθε τομέα. Όποιος δεν κρίνει τον γιο του με αυτό τον τρόπο δεν πιστεύω ότι έχει μάτια πατέρα.


Πρώτα πρώτα λοιπόν το όνομα της πατρίδας είναι το πιο οικείο από κάθε άλλο, γιατί δεν υπάρχει τίποτα οικειότερο από τον πατέρα. Αν κάποιος παρέχει στον πατέρα του την πρέπουσα τιμή, όπως προστάζουν και ο νόμος και η φύση, τότε θα έπρεπε πρώτιστα να τιμά την πατρίδα- γιατί και ο ίδιος ο πατέρας του ανήκει στην πατρίδα, καθώς και ο πατέρας του πατέρα του και όλοι οι προγονοί τους, και το όνομα του πατέρα πάει πολύ πίσω, μέχρι που φτάνει ως τους πατέρες-θεούς. Ακόμα και οι θεοί έχουν πατρίδες και χαίρονται γι’ αυτό κι ενώ επιβλέπουν όλα τα ανθρωπινά πράγματα, όπως είναι φυσικό, και θεωρούν ιδιοκτησία τους κάθε ξηρά και θάλασσα, παρ' όλα αυτά καθένας τους προτιμά την πόλη που γεννήθηκε περισσότερο απ' όλες τις άλλες. Οι πόλεις, που αποτελούν πατρίδες θεών, είναι πιο ιερές, και τα νησιά, που σύμφωνα με τους μύθους υπήρξαν τόποι γέννησης θεών, είναι πιο θεϊκά. Έχουν λοιπόν θεσπιστεί θυσίες για χάρη των θεών, κάθε φορά που κάποιος πάει στις πατρίδες τους για να τελέσει μια ιερουργία. Αν λοιπόν οι θεοί τιμούν το όνομα της πατρίδας, δεν θα έπρεπε το ίδιο και πολύ περισσότερο να κάνουν οι άνθρωποι;
Ο καθένας μας είδε για πρώτη φορά τον ήλιο από την πατρίδα του, κι έτσι αυτός ο θεός, αν και είναι κοινός σε όλους, θεωρείται από τον καθένα μας πατρώος εξαιτίας του τόπου από τον οποίο τον είδαμε για πρώτη φορά. Ακόμα, καθένας μας εκεί άρχισε να μιλά, μαθαίνοντας πρώτα τη μητρική του γλώσσα, κι εκεί άρχισε να γνωρίζει τους θεούς. Αν σε κάποιον έλαχε τέτοια πατρίδα, ώστε να χρειάζεται κάποια άλλη για την ανώτερη εκπαίδευση του, θα έπρεπε και πάλι να χρωστά ευγνωμοσύνη στην πατρίδα του γι' αυτές τις πρώτες γνώσεις διότι δεν θα γνώριζε ούτε καν τι σημαίνει η λέξη πόλη, αν δεν του δίδασκε η πατρίδα του ότι υπάρχει η πόλη.
Όλες τις διδασκαλίες και τις γνώσεις τις συλλέγουν, πιστεύω, οι άνθρωποι για να γίνουν με αυτές χρησιμότεροι για την πατρίδα τους. Αλλά και χρήματα αποκτούν εξαιτίας της φιλοδοξίας τους να συμβάλλουν στις δημόσιες δαπάνες της. Δικαιολογημένα, νομίζω- διότι δεν πρέπει να είναι αγνώμονες όσοι έτυχαν των μεγαλύτερων ευεργεσιών. Αντίθετα, αν κάποιος επιστρέφει τη χάρη σε κάποιον άλλον, σε περίπτωση που ευεργετηθεί από αυτόν, κάτι που είναι δίκαιο, είναι πολύ περισσότερο πρέπον να ανταμείβει την πατρίδα του με ό,τι αρμόζει.
Υπάρχουν νόμοι στις πόλεις που απαγορεύουν την κακομεταχείριση των γονέων και η πατρίδα πρέπει να θεωρείται κοινή μητέρα όλων, να της αποδίδονται ευχαριστήριες προσφορές για την ανατροφή μας και για τη γνώση μας γι' αυτούς τους ίδιους τους νόμους. Κανένας δεν βρέθηκε ποτέ να έχει τόσο πολύ λησμονήσει την πατρίδα του, ώστε να μη νοιάζεται καθόλου γι αυτή, όταν βρίσκεται σε άλλη πόλη. Αντίθετα, όσοι δυστυχούν σε ξένους τόπους δεν σταματούν να επαναλαμβάνουν πως η πατρίδα είναι το μεγαλύτερο αγαθό, όσοι πάλι ευημερούν, όσο ευτυχισμένοι κι αν είναι στα άλλα, ωστόσο πιστεύουν ότι τους λείπει ένα πράγμα τουλάχιστον, και μάλιστα μεγίστης σημασίας, το ότι δεν ζουν στην πατρίδα τους, αλλά είναι ξενιτεμένοι- γιατί η ξενιτιά είναι ντροπή.

Και άνθρωποι που κατά τον καιρό της απουσίας τους από την πατρίδα έγιναν επιφανείς, είτε εξαιτίας της απόκτησης περιουσίας, είτε εξαιτίας της δόξας, από τιμές είτε εξαιτίας μαρτυρίας για τη μόρφωση τους, είτε εξαιτίας επαίνου για την ανδρεία τους, μπορεί να τους δει καθένας να βιάζονται γενικά για να γυρίσουν στην πατρίδα τους, σαν να πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού καλύτεροι άνθρωποι στους οποίους να παρουσιάσουν τις επιτυχίες τους.
Όσο περισσότερο εκτιμάται κάποιος από τους άλλους, τόσο περισσότερο βιάζεται να επανέλθει στην πατρίδα του. Ακόμα και οι νέοι αγαπούν την πατρίδα τους. Οι ηλικιωμένοι πάλι, όσο περισσότερο συνετοί είναι από τους νέους, άλλο τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγάπη τους για την πατρίδα. Καθένας λοιπόν από τους ηλικιωμένους λαχταρά και εύχεται να πεθάνει στην πατρίδα του, έτσι ώστε, εκεί όπου άρχισε τη ζωή του, εκεί πάλι να παραδώσει το σώμα του, στη γη που τον έθρεψε, και να μοιραστεί τους τάφους των προγόνων του. Γιατί είναι φοβερό για τον καθένα να βρεθεί ξένος και μετά θάνατον, θαμμένος σε ξένη χώρα. 
Πόσο πολύ αγαπούν την πατρίδα τους οι πραγματικά γνήσιοι πολίτες μπορεί να το καταλάβει κανείς από τους ανέκαθεν αυτόχθονες. Αντίθετα, οι έποικοι, ως νόθοι πολίτες, μεταναστεύουν εύκολα, εφόσον δεν γνωρίζουν ούτε. αγαπούν το όνομα της πατρίδας, αλλά πιστεύουν ότι θα βρουν τα αναγκαία προς το ζην παντού, θεωρώντας ως μέτρο ευδαιμονίας την απόλαυση της κοιλιάς. 
Από την άλλη μεριά αυτοί, για τους οποίους η πατρίδα υπήρξε και μητέρα, αγαπούν τη γη που τους γέννησε και τους ανέθρεψε, ακόμα κι αν- κατέχουν λίγη μόνο κι αν είναι τραχιά και άγονη. Ακόμα κι αν δεν μπορούν να επαινέσουν την αρετή του εδάφους, σίγουρα δεν θα τους λείψουν τα εγκώμια για την πατρίδα τους. Αλλά κι αν δουν άλλους να υπερηφανεύονται για τις ανοιχτές πεδιάδες τους και τα λιβάδια τα διάσπαρτα με λογιών λογιών φυτά, και αυτοί δεν ξεχνούν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, αδιαφορώντας μπροστά στην ανικανότητα της γης ν' αναθρέψει άλογα για να επαινέσουν την καταλληλότητα της ν' αναθρέφει ανθρώπους.
Καθένας αδημονεί να γυρίσει στην πατρίδα, ακόμα κι αν είναι νησιώτης, ακόμα κι αν μπορεί να έχει καλή ζωή αλλού, ακόμα κι αν του δοθεί αθανασία, δεν θα τη δεχτεί, προτιμώντας την ταφή στην πατρίδα, και ο καπνός από αυτή φαίνεται στα μάτια του λαμπρότερος από τη φωτιά σε άλλα μέρη.Έτσι λοιπόν, τόσο πολύτιμη φαίνεται να είναι για όλους η πατρίδα, ώστε μπορεί καθένας να δει ότι και οι απανταχού νομοθέτες έχουν ορίσει την εξορία ως τη σκληρότερη τιμωρία για τα μεγαλύτερα αδικήματα. Και δεν μπορεί κανένας να πει ότι από αυτή την άποψη οι νομοθέτες διαφέρουν από τους στρατηγούς. Αντίθετα, στις μάχες το σπουδαιότερο παράγγελμα προς τους άνδρες που παρατάσσονται είναι ότι μάχονται για την πατρίδα τους και κανείς απ' όσους ακούν αυτό δεν θέλει να φανεί ανάξιος, γιατί το όνομα της πατρίδας κάνει τον δειλό ανδρείο".
Ὅτι μὲν οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος, φθάνει προτεθρυλημένον. ἆρ' οὖν ἥδιον μὲν οὐδέν, σεμνότερον δέ τι καὶ θειότερον ἄλλο; καὶ μὴν ὅσα σεμνὰ καὶ θεῖα νομίζουσιν ἄνθρωποι, τούτων πατρὶς αἰτία καὶ διδάσκαλος, γεννησαμένη καὶ ἀναθρεψαμένη καὶ παιδευσαμένη. πόλεων μὲν οὖν μεγέθη καὶ λαμπρότητας καὶ πολυτελείας κατασκευῶν θαυμάζουσι πολλοί, πατρίδας δὲ στέργουσι πάντες· καὶ τοσοῦτον οὐδεὶς ἐξηπατήθη τῶν καὶ πάνυ κεκρατημένων ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν θέαν ἡδονῆς, ὡς ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς τῶν παρ' ἄλλοις θαυμάτων λήθην ποιήσασθαι τῆς πατρίδος. Ὅστις μὲν οὖν σεμνύνεται πολίτης ὢν εὐδαίμονος πόλεως, ἀγνοεῖν μοι δοκεῖ τίνα χρὴ τιμὴν ἀπονέμειν τῇ πατρίδι, καὶ ὁ τοιοῦτος δῆλός ἐστιν ἀχθόμενος ἄν, εἰ μετριωτέρας ἔλαχε τῆς πατρίδος· ἐμοὶ δὲ ἥδιον αὐτὸ τιμᾶν τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα. πόλεις μὲν γὰρ παραβαλεῖν πειρωμένῳ προσήκει μέγεθος ἐξετάζειν καὶ κάλλος καὶ τὴν τῶν ὠνίων ἀφθονίαν· ὅπου δ' αἵρεσίς ἐστι πόλεων, οὐδεὶς ἂν ἕλοιτο τὴν λαμπροτέραν ἐάσας τὴν πατρίδα, ἀλλ' εὔξαιτο μὲν ἂν εἶναι καὶ τὴν πατρίδα ταῖς εὐδαίμοσι παραπλησίαν, ἕλοιτο δ' ἂν τὴν ὁποιανοῦν. Τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ οἱ δίκαιοι τῶν παίδων πράττουσιν καὶ οἱ χρηστοὶ τῶν πατέρων· οὔτε γὰρ νέος καλὸς κἀγαθὸς ἄλλον ἂν προτιμήσαι τοῦ πατρὸς οὔτε πατὴρ καταμελήσας τοῦ παιδὸς ἕτερον ἂν στέρξαι νέον, ἀλλὰ τοσοῦτόν γε οἱ πατέρες νικώμενοι προσνέμουσι τοῖς παισίν, ὥστε καὶ κάλλιστοι καὶ μέγιστοι καὶ τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν. ὅστις δὲ μὴ τοιοῦτός ἐστι δικαστὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὐ δοκεῖ μοι πατρὸς ὀφθαλμοὺς ἔχειν. Πατρίδος τοίνυν τὸ ὄνομα πρῶτον οἰκειότατον πάντων· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τοῦ πατρὸς οἰκειότερον. εἰ δέ τις ἀπονέμει τῷ πατρὶ τὴν δικαίαν τιμήν, ὥσπερ καὶ ὁ νόμος καὶ ἡ φύσις κελεύει, προσηκόντως ἂν τὴν πατρίδα προτιμήσαι· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτὸς τῆς πατρίδος κτῆμα καὶ ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ καὶ οἱ ἐκ τούτων οἰκεῖοι πάντες ἀνωτέρω, καὶ μέχρι θεῶν πατρῴων πρόεισιν ἀναβιβαζόμενον τὸ ὄνομα. Χαίρουσι καὶ θεοὶ πατρίσι καὶ πάντα μέν, ὡς εἰκός, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν, ἐφ' ἧς δὲ ἕκαστος αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. καὶ πόλεις σεμνότεραι θεῶν πατρίδες καὶ νῆσοι θειότεραι παρ' αἷς ὑμνεῖται γένεσις θεῶν. ἱερὰ γοῦν κεχαρισμένα ταῦτα νομίζεται τοῖς θεοῖς, ἐπειδὰν εἰς τοὺς οἰκείους ἕκαστος ἀφικόμενος ἱερουργῇ τόπους. εἰ δὲ θεοῖς τίμιον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα, πῶς οὐκ ἀνθρώποις γε πολὺ μᾶλλον; Καὶ γὰρ εἶδε τὸν ἥλιον πρῶτον ἕκαστος ἀπὸ τῆς πατρίδος, ὡς καὶ τοῦτον τὸν θεόν, εἰ καὶ κοινός ἐστιν, ἀλλ' οὖν ἑκάστῳ νομίζεσθαι πατρῷον διὰ τὴν πρώτην ἀπὸ τοῦ τόπου θέαν· καὶ φωνῆς ἐνταῦθα ἤρξατο τὰ ἐπιχώρια πρῶτα λαλεῖν μανθάνων καὶ θεοὺς ἐγνώρισεν. εἰ δέ τις τοιαύτης ἔλαχε πατρίδος, ὡς ἑτέρας δεηθῆναι πρὸς τὴν τῶν μειζόνων παιδείαν, ἀλλ' οὖν ἐχέτω καὶ τούτων τῶν παιδευμάτων τῇ πατρίδι τὴν χάριν· οὐ γὰρ ἂν ἐγνώρισεν οὐδὲ πόλεως ὄνομα μὴ διὰ τὴν πατρίδα πόλιν εἶναι μαθών.
Πάντα δέ, οἶμαι, παιδεύματα καὶ μαθήματα συλλέγουσιν ἄνθρωποι χρησιμωτέρους αὑτοὺς ἀπὸ τούτων ταῖς πατρίσι παρασκευάζοντες· κτῶνται δὲ καὶ χρήματα φιλοτιμίας ἕνεκεν τῆς εἰς τὰ κοινὰ τῆς πατρίδος δαπανήματα. καὶ εἰκότως, οἶμαι· δεῖ γὰρ οὐκ ἀχαρίστους εἶναι τοὺς τῶν μεγίστων τυχόντας εὐεργεσιῶν. ἀλλ' εἰ τοῖς καθ' ἕνα τις ἀπονέμει χάριν, ὥσπερ ἐστὶ δίκαιον, ἐπειδὰν εὖ πάθῃ πρός τινος, πολὺ μᾶλλον προσήκει τὴν πατρίδα τοῖς καθήκουσιν ἀμείβεσθαι· κακώσεως μὲν γὰρ γονέων εἰσὶ νόμοι παρὰ ταῖς πόλεσι, κοινὴν δὲ προσήκει πάντων μητέρα τὴν πατρίδα νομίζειν καὶ χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι καὶ τῆς τῶν νόμων αὐτῶν γνώσεως. Ὤφθη δὲ οὐδεὶς οὕτως ἀμνήμων τῆς πατρίδος, ὡς ἐν ἄλλῃ πόλει γενόμενος ἀμελεῖν, ἀλλ' οἵ τε κακοπραγοῦντες ἐν ταῖς ἀποδημίαις συνεχῶς ἀνακαλοῦσιν ὡς μέγιστον τῶν ἀγαθῶν ἡ πατρίς, οἵ τε εὐδαιμονοῦντες, ἂν καὶ τὰ ἄλλα εὖ πράττωσιν, τοῦτο γοῦν αὐτοῖς μέγιστον ἐνδεῖν νομίζουσιν τὸ μὴ τὴν πατρίδα οἰκεῖν, ἀλλὰ ξενιτεύειν· ὄνειδος γὰρ τὸ τῆς ξενιτείας. καὶ τοὺς κατὰ τὸν τῆς ἀποδημίας χρόνον λαμπροὺς γενομένους ἢ διὰ χρημάτων κτῆσιν ἢ διὰ τιμῆς δόξαν ἢ διὰ παιδείας μαρτυρίαν ἢ δι' ἀνδρείας ἔπαινον ἔστιν ἰδεῖν εἰς τὴν πατρίδα πάντας ἐπειγομένους, ὡς οὐκ ἂν ἐν ἄλλοις βελτίοσιν ἐπιδειξαμένους τὰ αὑτῶν καλά· καὶ τοσούτῳ γε μᾶλλον ἕκαστος σπεύδει λαβέσθαι τῆς πατρίδος, ὅσῳπερ ἂν φαίνηται μειζόνων παρ' ἄλλοις ἠξιωμένος. Ποθεινὴ μὲν οὖν καὶ νέοις ἡ πατρίς· τοῖς δὲ ἤδη γεγηρακόσιν ὅσῳ πλεῖον τοῦ φρονεῖν ἢ τοῖς νέοις μέτεστι, τοσούτῳ καὶ πλείων ἐγγίνεται πόθος τῆς πατρίδος· ἕκαστος γοῦν τῶν γεγηρακότων καὶ σπεύδει καὶ εὔχεται καταλῦσαι τὸν βίον ἐπὶ τῆς πατρίδος, ἵν', ὅθεν ἤρξατο βιοῦν, ἐνταῦθα πάλιν καὶ τὸ σῶμα παρακατάθηται τῇ γῇ τῇ θρεψαμένῃ καὶ τῶν πατρῴων κοινωνήσῃ τάφων· δεινὸν γὰρ ἑκάστῳ δοκεῖ ξενίας ἁλίσκεσθαι καὶ μετὰ θάνατον, ἐν ἀλλοτρίᾳ κειμένῳ γῇ. Ὅσον δὲ τῆς εὐνοίας τῆς πρὸς τὰς πατρίδας μέτεστιν τοῖς ὡς ἀληθῶς γνησίοις πολίταις μάθοι τις ἂν ἐκ τῶν αὐτοχθόνων· οἱ μὲν γὰρ ἐπήλυδες καθάπερ νόθοι ῥᾳδίας ποιοῦνται τὰς μεταναστάσεις, τὸ μὲν τῆς πατρίδος ὄνομα μήτε εἰδότες μήτε στέργοντες, ἡγούμενοι δ' ἁπανταχοῦ τῶν ἐπιτηδείων εὐπορήσειν, μέτρον εὐδαιμονίας τὰς τῆς γαστρὸς ἡδονὰς τιθέμενοι. οἷς δὲ καὶ μήτηρ ἡ πατρίς, ἀγαπῶσι τὴν γῆν ἐφ' ἧς ἐγένοντο καὶ ἐτράφησαν, κἂν ὀλίγην ἔχωσι, κἂν τραχεῖαν καὶ λεπτόγεων· κἂν ἀπορῶσι τῆς γῆς ἐπαινέσαι τὴν ἀρετήν, τῶν γε ὑπὲρ τῆς πατρίδος οὐκ ἀπορήσουσιν ἐγκωμίων. ἀλλὰ κἂν ἴδωσιν ἑτέρους σεμνυνομένους πεδίοις ἀνειμένοις καὶ λειμῶσι φυτοῖς παντοδαποῖς διειλημμένοις, καὶ αὐτοὶ τῶν τῆς πατρίδος ἐγκωμίων οὐκ ἐπιλανθάνονται, τὴν δὲ ἱπποτρόφον ὑπερορῶντες τὴν κουροτρόφον ἐπαινοῦσι.
Καὶ σπεύδει τις εἰς τὴν πατρίδα, κἂν νησιώτης ᾖ, κἂν παρ' ἄλλοις εὐδαιμονεῖν δύνηται, καὶ διδομένην ἀθανασίαν οὐ προσήσεται, προτιμῶν τὸν ἐπὶ τῆς πατρίδος τάφον, καὶ ὁ τῆς πατρίδος αὐτῷ καπνὸς λαμπρότερος ὀφθήσεται τοῦ παρ' ἄλλοις πυρός. Οὕτω δὲ ἄρα τίμιον εἶναι δοκεῖ παρὰ πᾶσιν ἡ πατρίς, ὥστε καὶ τοὺς πανταχοῦ νομοθέτας ἴδοι τις ἂν ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἀδικήμασιν ὡς χαλεπωτάτην ἐπιβεβληκότας τὴν φυγὴν τιμωρίαν. καὶ οὐχ οἱ νομοθέται μὲν οὕτως ἔχουσιν, οἱ δὲ πιστευόμενοι τὰς στρατηγίας ἑτέρως, ἀλλ' ἐν ταῖς μάχαις τὸ μέγιστόν ἐστι τῶν παραγγελμάτων τοῖς παραταττομένοις, ὡς ὑπὲρ πατρίδος αὐτοῖς ὁ πόλεμος, καὶ οὐδεὶς ὅστις ἂν ἀκούσας τούτου κακὸς εἶναι θέλῃ· ποιεῖ γὰρ τὸν δειλὸν ἀνδρεῖον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα.


ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: «Πατρίδος εγκώμιον»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου