Κάποιος για να κουβαλήσει ένα ξύλινο άγαλμα θεού το φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι. Καθώς πηγαίνανε, όσοι τους συναντούσαν στο δρόμο, προσκυνούσαν.
Το γαϊδούρι νόμιζε ότι προσκυνάνε το ίδιο: "για δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν!".
Έτσι, τόσο χάρηκε, που άρχισε να χοροπηδάει κ θα έριχνε κάτω το άγαλμα.
Τότε το αφεντικό του του έδωσε ένα ξύλο για να τον επαναφέρει στην τάξη κ του είπε: "επειδή κουβαλάς το άγαλμα ενός θεού, μη θάρρεψες ότι είσαι κ με τους θεούς ομότιμος!"
Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ξόανον ἦγε· πολλοὶ δὲ προσεκύνουν τῶν συναντώντων. Ὁ δὲ ὄνος τυφωθείς, νομίζων αὐτὸν προσκυνεῖν τοὺς ἀγροίκους, σκιρτῶν ἤμελλε τὸν θεὸν ῥίψειν. Ἀλλὰ τοῦτον ξύλοις παίων ὁ δεσπότης εἶπεν· Ὄνος εἶ θεὸν φέρων, ἀλλ᾿ οὐ θεοῖς ὑπάρχεις ὁμότιμος.
[Ὅτι] κτηνώδεις ἄνδρας, τοὺς τυφωμένους ἐπ᾿ ἀλλοτρίαις δόξαις ὁ μῦθος ἐλέγχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου