«Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει παρά τούτο το τέρμα.» Σεφέρης
Όταν ο Σεφέρης έγραφε τα παραπάνω λόγια, αναφερότανε σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ίσως αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα ως τέρμα. Ποιο να είναι άραγε το δικό μας τέρμα; Πολλά, ώστε σαν μια άλλη λερναία ύδρα, όσα και να αναφέρουμε, αλλά τόσα θα φυτρώσουν. Το τέρμα "εκεί έξω" θεωρώ πως αρχικά είναι η απώλεια κάποιων βασικών αισθήσεων. Όλων αυτών των αισθήσεων που μας ορίζουν σαν ύπαρξη.
Είναι η απώλεια της όρασης. Ο κόσμος γύρω μας σταμάτησε να βλέπει. Δεν μπορεί να δει την μοναξιά του φίλου και του γείτονα, την πείνα των παιδιών, την αγωνία και τον μόχθο των κακοπληρωμένων εργατών. Δεν βλέπει τίποτα που να αφορά τους άλλους. Δεν βλέπει ούτε καν μέσα του, αλλά φροντίζει να κοιτάει το είδωλό του στον καθρέφτη κάθε τόσο ανελλιπώς, είτε στον πραγματικό καθρέφτη, είτε στου κινητού του και εκεί να αυτοθαυμάζεται, να αυτοκαμαρώνεται και να αυτοπραγματώνεται. "Στον καθρέφτη του κοιτιέται και από μόνος του αγαπιέται", λέει ο σοφός λαός.
Η επόμενη απώλεια που βιώνουμε είναι η αφή. Σταματήσαμε να αγκαλιάζουμε, μη τυχόν και παραγνωριστούμε με κάποιον και έχουμε μετά να του χρωστάμε. Τα παιδιά μας τα αφήσαμε να τα αγκαλιάζουν οι κοπέλες στους παιδικούς σταθμούς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, και ενώ λέμε πως λαχταράμε να βρούμε τον χρόνο έστω και για μία τους αγκαλιά, αυτή γίνεται κατά προτίμηση στο ρεπό μας.
Η τρίτη αίσθηση που χάσαμε είναι ακοή. Δεν ακούμε. Οι φίλοι ουρλιάζουν μέσα από την σιωπή τους και εμείς δεν ακούμε. Οι γονείς απόμειναν μόνοι, ξεχασμένοι σε δωμάτια να μας καλούνε για να ανταλλάξουμε μια κουβέντα, αλλά εμείς δεν ακούμε τίποτα. Η φύση μιλάει και εμείς δεν την ακούμε, γιατί βιαζόμαστε να πάμε παρακάτω. Δεν ακούμε παρά μονάχα την φωνή μας να μας κατηγορεί για την ανεπάρκεια μας στις άσχημες μέρες, ή να μας επιβραβεύει για τα καλούδια που καταφέρνουμε στις όμορφες μέρες.
Τι μας μένει; Η γεύση και η οσμή. Αυτές τις φροντίζουμε καλά. Ως γνήσιοι κοιλιόδουλοι οσμιζόμαστε τα καμμένα κρέατα από χιλιόμετρα και τα γευόμαστε τόσο συχνά πια που, αν μας έβλεπαν κάποιοι εναπομείναντες κανίβαλοι, θα ήθελαν ευθύς να μας ξεράσουν.
Δεν θα μπω σε αξίες. Ποιες τερμάτισαν και γιατί. Δεν είναι καιροί για αγάπη, συναίσθηση, προσφορά και θυσία, αυτά είναι κουραστικά και χιλιοειπωμένα. Σε εποχές που έχουμε "από όλα", τι θέση να έχουν τα παραπάνω; Και έχουμε από όλα, μα δεν έμεινε τίποτα. Έχουμε τα πάντα, αλλά τρελαινόμαστε και μισούμε όλο και πιο πολύ το διαφορετικό, το ανόμοιο, το ξεχωριστό, το έξω από εμάς. Μισούμε ακόμα και όποια παρέκκλιση κάνει ο εαυτός μας από την εικόνα και το είδωλο που έχουμε χτίσει ολόγυρά του, για να τον έχουμε όμορφο και ταχτοποιημένο. Μας μισούμε όλο και πιο πολύ. Αυτό είναι το τέρμα των ημερών. Και αυτό το τέρμα έχει όνομα. Κατάθλιψη.
Η νόσος που πρόκειται να αποτελειώσει χιλιάδες "εκεί έξω" και θεωρείται πρώτη στην λίστα με τις ασθένειες που θα θερίσουν τον αιώνα που διανύουμε. Έτσι την λένε την κυρά. Ήρθε για να μείνει και κρατά στα χέρια της σπαθί τρανό. Και έχει σκοπό να θερίσει. Και εμείς, ρίξαμε το νυφιάτικο πέπλο πάνω μας και ως άλλες νύφες την παντρευτήκαμε.
Πως όμως φτάσαμε σε τούτο το τέρμα; Και πως συνδέεται η Αχλύς, ο Νάρκισσος, ο Ναρκισσισμός και τα πέπλα της κατάθλιψης;
Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.
Ο Νάρκισσος, όπως μας λέει ο μύθος, ήταν ένας ωραίος νέος, απασχολημένος με το να θαυμάζει το είδωλό του στα νερά ενός ποταμού. Τόσο πολύ θαύμασε τον εαυτό του που τον ερωτεύθηκε πιστεύοντας πως είναι κάποιος άλλος και, στην προσπάθεια να τον αγγίξει, λέγεται πως έπεσε στα νερά και πνίγηκε. Κατά μία άλλη εκδοχή παρέμεινε στη θέση αυτή θαυμάζοντας την εικόνα του, μέχρι που μαράζωσε και πέθανε.
Την πρώτη φορά που άκουσα τον μύθο του Νάρκισσου ήμουν παιδί. Σπάραξε η ψυχή μου από το τέλος που είχε. Πραγματικά, για καιρό σκεφτόμουνα: "μα κανείς δεν ήταν δίπλα του να τον τραβήξει από το είδωλό του και να του πει πως αυτό που έβλεπε μέσα στα νερά, ήταν ο ίδιος μέσα σε ένα ψέμα; Και αφού έπεσε μέσα, πουθενά ένα χέρι να τον τραβήξει έξω; κανείς;" Άτυχος, σκέφτηκα, και ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να του ρίξω τις ευθύνες που του αναλογούσαν.
Ο Νάρκισσος όμως έπασχε. Νοσούσε. Θαρρώ πως είχε μια μίξη κατάθλιψης και ωραιοπάθειας. Εγωκεντρικός στα σίγουρα, όμως με μια γερή δόση κατάθλιψης. Πως και γιατί έφτασε στον σημείο να καταπιεί τον εαυτό του, είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε στα σίγουρα. Ίσως να φταίει η παιδική του ηλικία. Ίσως και όχι, αλλά δεν είναι του παρόντος να το συζητήσουμε. Πάντως, μας άφησε μια δύσκολη λέξη ως κληρονομιά. Τον Ναρκισσισμό. Θαρρείς και μας εκδικήθηκε που δεν του απλώσαμε χέρι βοηθείας. Και εκεί έρχονται τα σημεία των καιρών και το δικό μας τέρμα.
Αναζητώντας την ερμηνεία του όρου βρέθηκα μπροστά σε αναρίθμητες πληροφορίες. Η Βικιπαίδεια μου έδωσε μια πρώτη εικόνα:
"Σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός είναι μια έκφραση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Προκειμένου, δηλαδή, το άτομο να καλύψει την ανασφάλειά του και να αποφύγει να πληγωθεί, μειωθεί κ.λπ., εστιάζει στον εαυτό του. Σύμφωνα με τον Young οι περισσότεροι ναρκισσιστές ήταν μοναχικά παιδιά, δεν δέχτηκαν αυθεντική αγάπη από τους γονείς τους, δεν τους τέθηκαν εγκαίρως σαφή και επαρκή όρια (μπορεί, π.χ., οι γονείς τους να τούς έκαναν όλα τα χατίρια) και μπορεί να χειραγωγήθηκαν συναισθηματικά ή με άλλον τρόπο από αυτούς. Επίσης, μπορεί να εισέπρατταν από τους γονείς τους αντικρουόμενες συμπεριφορές (μπορεί, π.χ., ο ένας να ήταν επικριτικός και ο άλλος υπερβολικά ανεκτικός). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον ναρκισσισμό σαν την σκοτεινή πλευρά του ατομισμού και του εγωκεντρισμού. Όλοι οι άνθρωποι φέρουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, μια και αυτό είναι αναγκαίο για την οντογενετική μας εξέλιξη. Οι άνθρωποι αναπαράγουν με την αυτοεκτίμηση και το συναίσθημα ότι αξίζουν μια ιδεώδη εικόνα του εαυτού τους".
Ο Νάρκισσος, λοιπόν, μια ωραία μέρα, παντρεύτηκε την (κατα)θλίψη. Ήταν εκείνη η μέρα που πρωτοαντίκρισε το είδωλό του στα νερά του ποταμού. Αυτή δε, σαν νύφη που σεβόταν όλα τα έθιμα, εμφανίστηκε στο πλάι του φορώντας στο κεφάλι της το πέπλο του γάμου. Ο γάμος έγινε και όλα "φαινότανε" τόσο όμορφα! Μπορούσε να το δει άλλωστε μέσα στα νερά του ποταμού, ήταν ολοφάνερο πως ήταν όμορφος δίπλα στην κυρά του. Και σαν νύχτωσε και έφτασε η στιγμή της ένωσης μαζί της, σαν έφτασε η περίφημη πρώτη νύχτα του γάμου, την αγκάλιασε και σκοτείνιασε ο τόπος όλος, σκοτείνιασε το φως στα μάτια του και χάθηκε η όρασή του. Τι συνέβαινε; Η πρώτη νύχτα του γάμου, είχε και αυτή όνομα: Αχλύς. Ποια ήταν αυτή και τι ζητούσε στα μάτια του φουκαρά του Νάρκισσου;
Λέγεται πως πριν από την έναρξη του Κόσμου, πριν από γέννησή του, ακόμα και πριν από το Χάος, φαίνεται να "κυβερνούσε" την αταξία του Σύμπαντος η Αχλύς. Αναφέρεται ως η πρώτη νύχτα. Συχνά ακούμε την φράση "στην αχλύ του χρόνου ή του Μύθου" ή και άλλες παρόμοιες όπως στην "αχλύ της μνήμης, του μυστηρίου, του ονείρου, του χρόνου", με τις οποίες υπονοείται κάτι που έχει συμβεί πολύ παλιά, πριν αποκτηθούν οι μνήμες. Ο Ησίοδος μας την αναφέρει ως την προσωποποίηση της θλίψης "στα δάκρυα μουσκεμένη", της δυστυχίας, ελεεινή και φοβερή, ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη, ο δαίμονας του θανάτου. Εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του ετοιμοθάνατου λίγες ανάσες πριν από την τελευταία του. Η λέξη Αχλύς (νεοελ. αχλή), ερμηνεύεται ως η ελαφρά ομίχλη, το νέφος, η θολούρα, την καταχνιά, το πούσι. Επίσης, υπάρχει ο ρηματικός τύπος ἀχλύω που σημαίνει σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι. Ερμηνεύεται και ως η κατήφεια του προσώπου, η σκυθρωπότητα, η συνοφρύωση. Το επίθετο αχλυώδης (-ης, -ες) σημαίνει τον σκοτεινό, τον στυγνό, ενώ Αχλυηφόρος αυτός που φέρει το σκότος. Παρατηρούμενη από μακριά η αχλή φαίνεται σαν πέπλο περισσότερο σκοτεινού χρώματος. Έτσι, βλέπουμε στον Όμηρο να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη θολούρα που εμποδίζει την όραση, ειδικότερα στη φράση <κατά δ‘ οφθαλμών κεχυτ‘ αχλύς> (σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του), με αναφορά στην ομίχλη που σκεπάζει τα μάτια ενός ετοιμοθάνατου πολεμιστή.
Ο κόσμος μας σε νάρκωση, ενώ εμείς, αδύναμοι να ξυπνήσουμε αισθήσεις και μνήμες, κινούμαστε κλεισμένοι στα είδωλά μας, σαν κλώνοι του προπάτορά μας Νάρκισσου. Τα είδωλά μας στις οθόνες του κινητού και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα έχουμε σκεπάσει με πέπλα και κανείς δεν μπορεί να μας δει, κανέναν δεν βλέπουμε. Οι εταιρείες πρόθυμες να μας πουλήσουν και άλλους καθρέφτες και αν τυχόν κυκλωθούμε από το σκότος της πρώτης νύχτας, οι ίδιες εταιρείες -με άλλο όνομα- είναι πάλι πρόθυμες να μας συστήσουν ένα σωρό ιατρικά σκευάσματα για να απεμπλακούμε από την καταθλίψη της ύπαρξής μας. Μια βιομηχανία ολόκληρη στήθηκε, γιατί οι ανάγκες μας πνίγηκαν μια "ωραία μέρα" στα νερά του ποταμού της ματαιοδοξίας μας.
Κρυμμένοι κάτω από το πέπλο, κρατάμε τα πάντα μόνο για τον εαυτό μας. Φιγούρες πεπλοφόρες, σβησμένες μέσα σε κύματα ομίχλης, μέσα στην Αχλύ. Αχλυηφόροι, φέροντας το σκότος, πολλαπλασιαστήκαμε και απλώσαμε την θολούρα ολόγυρά μας. Ένα χλοερό σκότος όπως λέει η ο Παπαδιαμάντης στην Φόνισσα, που κυβερνά την φύση εκτός και εντός μας. Η Αχλύς ήρθε για να μείνει. Είναι πεινασμένη, φοβερή και γεμάτη δάκρυα. Είναι η στιγμή πριν το τέλος, το σκοτείνιασμα του επερχόμενου θανάτου. Σαν επισκεφτεί τα βλέφαρα μας η Αχλύς, δεν υπάρχει γυρισμός. Εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του ετοιμοθάνατου λίγες ανάσες πριν από την τελευταία του. Η κατάθλιψη προηγήθηκε και δεν έχει καλύτερες προθέσεις. Ο δε Νάρκισσος πέθανε κενός και μόνος, πνιγμένος από το πολλαπλό του είδωλο. Χώθηκε εκεί μέσα και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ρουφήχθηκε από την εικόνα του και ήπιε τον εαυτό του. Δεν ξεδίψασε. Πέθανε διψασμένος.
Η κυρά αχλύς, είναι η πρώτη νύχτα του γάμου. Οι νεόνυμφοι - ο Νάρκισσος και η κατάθλιψη του - την καλωσόρισαν, πιστεύοντας πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σταθούν στο κόσμο αυτό. Ο δρόμος όμως της αυταρέσκειας, του Ναρκισσισμού και της ματαιοδοξίας έχει μόνο μία κατάληξη: το τέλος μας από τα ίδια μας τα χέρια. Αυτός ο δρόμος μας κάνει όλους αυτόχειρες.
Ο γάμος έγινε. Και "τα ναρκωτικά σεντόνια" (πέπλα) , μας πρόσφεραν απλόχερα αυτό το τέρμα που μας άξιζε.
Τι περίεργος γάμος και ετούτος...
*Το παραπάνω άρθρο της Γιώβη Βασιλικής, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΟΗΜΑ, Ιούνιος 2018, τόμος 3.http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2018/06/blog-post_17.html
*Περισσότερα για την Αχλύς στο παρακάτω άρθρο:http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2018/05/a.html
Όταν ο Σεφέρης έγραφε τα παραπάνω λόγια, αναφερότανε σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ίσως αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα ως τέρμα. Ποιο να είναι άραγε το δικό μας τέρμα; Πολλά, ώστε σαν μια άλλη λερναία ύδρα, όσα και να αναφέρουμε, αλλά τόσα θα φυτρώσουν. Το τέρμα "εκεί έξω" θεωρώ πως αρχικά είναι η απώλεια κάποιων βασικών αισθήσεων. Όλων αυτών των αισθήσεων που μας ορίζουν σαν ύπαρξη.
Είναι η απώλεια της όρασης. Ο κόσμος γύρω μας σταμάτησε να βλέπει. Δεν μπορεί να δει την μοναξιά του φίλου και του γείτονα, την πείνα των παιδιών, την αγωνία και τον μόχθο των κακοπληρωμένων εργατών. Δεν βλέπει τίποτα που να αφορά τους άλλους. Δεν βλέπει ούτε καν μέσα του, αλλά φροντίζει να κοιτάει το είδωλό του στον καθρέφτη κάθε τόσο ανελλιπώς, είτε στον πραγματικό καθρέφτη, είτε στου κινητού του και εκεί να αυτοθαυμάζεται, να αυτοκαμαρώνεται και να αυτοπραγματώνεται. "Στον καθρέφτη του κοιτιέται και από μόνος του αγαπιέται", λέει ο σοφός λαός.
Η επόμενη απώλεια που βιώνουμε είναι η αφή. Σταματήσαμε να αγκαλιάζουμε, μη τυχόν και παραγνωριστούμε με κάποιον και έχουμε μετά να του χρωστάμε. Τα παιδιά μας τα αφήσαμε να τα αγκαλιάζουν οι κοπέλες στους παιδικούς σταθμούς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, και ενώ λέμε πως λαχταράμε να βρούμε τον χρόνο έστω και για μία τους αγκαλιά, αυτή γίνεται κατά προτίμηση στο ρεπό μας.
Η τρίτη αίσθηση που χάσαμε είναι ακοή. Δεν ακούμε. Οι φίλοι ουρλιάζουν μέσα από την σιωπή τους και εμείς δεν ακούμε. Οι γονείς απόμειναν μόνοι, ξεχασμένοι σε δωμάτια να μας καλούνε για να ανταλλάξουμε μια κουβέντα, αλλά εμείς δεν ακούμε τίποτα. Η φύση μιλάει και εμείς δεν την ακούμε, γιατί βιαζόμαστε να πάμε παρακάτω. Δεν ακούμε παρά μονάχα την φωνή μας να μας κατηγορεί για την ανεπάρκεια μας στις άσχημες μέρες, ή να μας επιβραβεύει για τα καλούδια που καταφέρνουμε στις όμορφες μέρες.
Τι μας μένει; Η γεύση και η οσμή. Αυτές τις φροντίζουμε καλά. Ως γνήσιοι κοιλιόδουλοι οσμιζόμαστε τα καμμένα κρέατα από χιλιόμετρα και τα γευόμαστε τόσο συχνά πια που, αν μας έβλεπαν κάποιοι εναπομείναντες κανίβαλοι, θα ήθελαν ευθύς να μας ξεράσουν.
Δεν θα μπω σε αξίες. Ποιες τερμάτισαν και γιατί. Δεν είναι καιροί για αγάπη, συναίσθηση, προσφορά και θυσία, αυτά είναι κουραστικά και χιλιοειπωμένα. Σε εποχές που έχουμε "από όλα", τι θέση να έχουν τα παραπάνω; Και έχουμε από όλα, μα δεν έμεινε τίποτα. Έχουμε τα πάντα, αλλά τρελαινόμαστε και μισούμε όλο και πιο πολύ το διαφορετικό, το ανόμοιο, το ξεχωριστό, το έξω από εμάς. Μισούμε ακόμα και όποια παρέκκλιση κάνει ο εαυτός μας από την εικόνα και το είδωλο που έχουμε χτίσει ολόγυρά του, για να τον έχουμε όμορφο και ταχτοποιημένο. Μας μισούμε όλο και πιο πολύ. Αυτό είναι το τέρμα των ημερών. Και αυτό το τέρμα έχει όνομα. Κατάθλιψη.
Η νόσος που πρόκειται να αποτελειώσει χιλιάδες "εκεί έξω" και θεωρείται πρώτη στην λίστα με τις ασθένειες που θα θερίσουν τον αιώνα που διανύουμε. Έτσι την λένε την κυρά. Ήρθε για να μείνει και κρατά στα χέρια της σπαθί τρανό. Και έχει σκοπό να θερίσει. Και εμείς, ρίξαμε το νυφιάτικο πέπλο πάνω μας και ως άλλες νύφες την παντρευτήκαμε.
Πως όμως φτάσαμε σε τούτο το τέρμα; Και πως συνδέεται η Αχλύς, ο Νάρκισσος, ο Ναρκισσισμός και τα πέπλα της κατάθλιψης;
Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.
Ο Νάρκισσος, όπως μας λέει ο μύθος, ήταν ένας ωραίος νέος, απασχολημένος με το να θαυμάζει το είδωλό του στα νερά ενός ποταμού. Τόσο πολύ θαύμασε τον εαυτό του που τον ερωτεύθηκε πιστεύοντας πως είναι κάποιος άλλος και, στην προσπάθεια να τον αγγίξει, λέγεται πως έπεσε στα νερά και πνίγηκε. Κατά μία άλλη εκδοχή παρέμεινε στη θέση αυτή θαυμάζοντας την εικόνα του, μέχρι που μαράζωσε και πέθανε.
Την πρώτη φορά που άκουσα τον μύθο του Νάρκισσου ήμουν παιδί. Σπάραξε η ψυχή μου από το τέλος που είχε. Πραγματικά, για καιρό σκεφτόμουνα: "μα κανείς δεν ήταν δίπλα του να τον τραβήξει από το είδωλό του και να του πει πως αυτό που έβλεπε μέσα στα νερά, ήταν ο ίδιος μέσα σε ένα ψέμα; Και αφού έπεσε μέσα, πουθενά ένα χέρι να τον τραβήξει έξω; κανείς;" Άτυχος, σκέφτηκα, και ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να του ρίξω τις ευθύνες που του αναλογούσαν.
Ο Νάρκισσος όμως έπασχε. Νοσούσε. Θαρρώ πως είχε μια μίξη κατάθλιψης και ωραιοπάθειας. Εγωκεντρικός στα σίγουρα, όμως με μια γερή δόση κατάθλιψης. Πως και γιατί έφτασε στον σημείο να καταπιεί τον εαυτό του, είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε στα σίγουρα. Ίσως να φταίει η παιδική του ηλικία. Ίσως και όχι, αλλά δεν είναι του παρόντος να το συζητήσουμε. Πάντως, μας άφησε μια δύσκολη λέξη ως κληρονομιά. Τον Ναρκισσισμό. Θαρρείς και μας εκδικήθηκε που δεν του απλώσαμε χέρι βοηθείας. Και εκεί έρχονται τα σημεία των καιρών και το δικό μας τέρμα.
Αναζητώντας την ερμηνεία του όρου βρέθηκα μπροστά σε αναρίθμητες πληροφορίες. Η Βικιπαίδεια μου έδωσε μια πρώτη εικόνα:
"Σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός είναι μια έκφραση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Προκειμένου, δηλαδή, το άτομο να καλύψει την ανασφάλειά του και να αποφύγει να πληγωθεί, μειωθεί κ.λπ., εστιάζει στον εαυτό του. Σύμφωνα με τον Young οι περισσότεροι ναρκισσιστές ήταν μοναχικά παιδιά, δεν δέχτηκαν αυθεντική αγάπη από τους γονείς τους, δεν τους τέθηκαν εγκαίρως σαφή και επαρκή όρια (μπορεί, π.χ., οι γονείς τους να τούς έκαναν όλα τα χατίρια) και μπορεί να χειραγωγήθηκαν συναισθηματικά ή με άλλον τρόπο από αυτούς. Επίσης, μπορεί να εισέπρατταν από τους γονείς τους αντικρουόμενες συμπεριφορές (μπορεί, π.χ., ο ένας να ήταν επικριτικός και ο άλλος υπερβολικά ανεκτικός). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον ναρκισσισμό σαν την σκοτεινή πλευρά του ατομισμού και του εγωκεντρισμού. Όλοι οι άνθρωποι φέρουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, μια και αυτό είναι αναγκαίο για την οντογενετική μας εξέλιξη. Οι άνθρωποι αναπαράγουν με την αυτοεκτίμηση και το συναίσθημα ότι αξίζουν μια ιδεώδη εικόνα του εαυτού τους".
Ο Νάρκισσος, λοιπόν, μια ωραία μέρα, παντρεύτηκε την (κατα)θλίψη. Ήταν εκείνη η μέρα που πρωτοαντίκρισε το είδωλό του στα νερά του ποταμού. Αυτή δε, σαν νύφη που σεβόταν όλα τα έθιμα, εμφανίστηκε στο πλάι του φορώντας στο κεφάλι της το πέπλο του γάμου. Ο γάμος έγινε και όλα "φαινότανε" τόσο όμορφα! Μπορούσε να το δει άλλωστε μέσα στα νερά του ποταμού, ήταν ολοφάνερο πως ήταν όμορφος δίπλα στην κυρά του. Και σαν νύχτωσε και έφτασε η στιγμή της ένωσης μαζί της, σαν έφτασε η περίφημη πρώτη νύχτα του γάμου, την αγκάλιασε και σκοτείνιασε ο τόπος όλος, σκοτείνιασε το φως στα μάτια του και χάθηκε η όρασή του. Τι συνέβαινε; Η πρώτη νύχτα του γάμου, είχε και αυτή όνομα: Αχλύς. Ποια ήταν αυτή και τι ζητούσε στα μάτια του φουκαρά του Νάρκισσου;
Λέγεται πως πριν από την έναρξη του Κόσμου, πριν από γέννησή του, ακόμα και πριν από το Χάος, φαίνεται να "κυβερνούσε" την αταξία του Σύμπαντος η Αχλύς. Αναφέρεται ως η πρώτη νύχτα. Συχνά ακούμε την φράση "στην αχλύ του χρόνου ή του Μύθου" ή και άλλες παρόμοιες όπως στην "αχλύ της μνήμης, του μυστηρίου, του ονείρου, του χρόνου", με τις οποίες υπονοείται κάτι που έχει συμβεί πολύ παλιά, πριν αποκτηθούν οι μνήμες. Ο Ησίοδος μας την αναφέρει ως την προσωποποίηση της θλίψης "στα δάκρυα μουσκεμένη", της δυστυχίας, ελεεινή και φοβερή, ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη, ο δαίμονας του θανάτου. Εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του ετοιμοθάνατου λίγες ανάσες πριν από την τελευταία του. Η λέξη Αχλύς (νεοελ. αχλή), ερμηνεύεται ως η ελαφρά ομίχλη, το νέφος, η θολούρα, την καταχνιά, το πούσι. Επίσης, υπάρχει ο ρηματικός τύπος ἀχλύω που σημαίνει σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι. Ερμηνεύεται και ως η κατήφεια του προσώπου, η σκυθρωπότητα, η συνοφρύωση. Το επίθετο αχλυώδης (-ης, -ες) σημαίνει τον σκοτεινό, τον στυγνό, ενώ Αχλυηφόρος αυτός που φέρει το σκότος. Παρατηρούμενη από μακριά η αχλή φαίνεται σαν πέπλο περισσότερο σκοτεινού χρώματος. Έτσι, βλέπουμε στον Όμηρο να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη θολούρα που εμποδίζει την όραση, ειδικότερα στη φράση <κατά δ‘ οφθαλμών κεχυτ‘ αχλύς> (σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του), με αναφορά στην ομίχλη που σκεπάζει τα μάτια ενός ετοιμοθάνατου πολεμιστή.
Ο κόσμος μας σε νάρκωση, ενώ εμείς, αδύναμοι να ξυπνήσουμε αισθήσεις και μνήμες, κινούμαστε κλεισμένοι στα είδωλά μας, σαν κλώνοι του προπάτορά μας Νάρκισσου. Τα είδωλά μας στις οθόνες του κινητού και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα έχουμε σκεπάσει με πέπλα και κανείς δεν μπορεί να μας δει, κανέναν δεν βλέπουμε. Οι εταιρείες πρόθυμες να μας πουλήσουν και άλλους καθρέφτες και αν τυχόν κυκλωθούμε από το σκότος της πρώτης νύχτας, οι ίδιες εταιρείες -με άλλο όνομα- είναι πάλι πρόθυμες να μας συστήσουν ένα σωρό ιατρικά σκευάσματα για να απεμπλακούμε από την καταθλίψη της ύπαρξής μας. Μια βιομηχανία ολόκληρη στήθηκε, γιατί οι ανάγκες μας πνίγηκαν μια "ωραία μέρα" στα νερά του ποταμού της ματαιοδοξίας μας.
Κρυμμένοι κάτω από το πέπλο, κρατάμε τα πάντα μόνο για τον εαυτό μας. Φιγούρες πεπλοφόρες, σβησμένες μέσα σε κύματα ομίχλης, μέσα στην Αχλύ. Αχλυηφόροι, φέροντας το σκότος, πολλαπλασιαστήκαμε και απλώσαμε την θολούρα ολόγυρά μας. Ένα χλοερό σκότος όπως λέει η ο Παπαδιαμάντης στην Φόνισσα, που κυβερνά την φύση εκτός και εντός μας. Η Αχλύς ήρθε για να μείνει. Είναι πεινασμένη, φοβερή και γεμάτη δάκρυα. Είναι η στιγμή πριν το τέλος, το σκοτείνιασμα του επερχόμενου θανάτου. Σαν επισκεφτεί τα βλέφαρα μας η Αχλύς, δεν υπάρχει γυρισμός. Εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του ετοιμοθάνατου λίγες ανάσες πριν από την τελευταία του. Η κατάθλιψη προηγήθηκε και δεν έχει καλύτερες προθέσεις. Ο δε Νάρκισσος πέθανε κενός και μόνος, πνιγμένος από το πολλαπλό του είδωλο. Χώθηκε εκεί μέσα και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ρουφήχθηκε από την εικόνα του και ήπιε τον εαυτό του. Δεν ξεδίψασε. Πέθανε διψασμένος.
Η κυρά αχλύς, είναι η πρώτη νύχτα του γάμου. Οι νεόνυμφοι - ο Νάρκισσος και η κατάθλιψη του - την καλωσόρισαν, πιστεύοντας πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σταθούν στο κόσμο αυτό. Ο δρόμος όμως της αυταρέσκειας, του Ναρκισσισμού και της ματαιοδοξίας έχει μόνο μία κατάληξη: το τέλος μας από τα ίδια μας τα χέρια. Αυτός ο δρόμος μας κάνει όλους αυτόχειρες.
Ο γάμος έγινε. Και "τα ναρκωτικά σεντόνια" (πέπλα) , μας πρόσφεραν απλόχερα αυτό το τέρμα που μας άξιζε.
Τι περίεργος γάμος και ετούτος...
*Το παραπάνω άρθρο της Γιώβη Βασιλικής, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΟΗΜΑ, Ιούνιος 2018, τόμος 3.http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2018/06/blog-post_17.html
*Περισσότερα για την Αχλύς στο παρακάτω άρθρο:http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2018/05/a.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου