Καθάριο φως
κι αγέρα, της γης αδελφέ,
πόσες ακούς θρήνων κραυγές,
πόσες ακούς βροντερές χτυπιές
στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά
που η ζοφερή νύχτα στερεύει...
Όσο για τα νυχτέρια μου, το μισερό
το ξέρει στρώμα του θλιβερού σπιτιού
πόσο θρηνώ για το δυστυχισμένο
τον πατέρα μου που σε βάρβαρη γη
δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης,
η μάνα μου όμως κι ο εραστής ο Αίγισθος,
καθώς οι ξυλοκόποι πελεκούν βελανιδιά,
με φονικό τσεκούρι το κεφάλι τού σκίζουν.
Κι άλλος από μένα κανένας
δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο
φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες.
Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ,
να βογγώ γοερά,
όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος
να τρέμει κι όσο της μέρας το φως·
να σκούζω σαν αηδόνα που τα παιδιά της έχασε
και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος
να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά,
του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα,
κόρες θεών, Ερινύες σεμνές
που βλέπετε τους αδικοχαμένους,
αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα,
ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου
πατέρα το φόνο
και στείλτε μου τον αδερφό·
γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω
το βαρύ τ᾽ αντιζύγι της λύπης.
κι αγέρα, της γης αδελφέ,
πόσες ακούς θρήνων κραυγές,
πόσες ακούς βροντερές χτυπιές
στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά
που η ζοφερή νύχτα στερεύει...
Όσο για τα νυχτέρια μου, το μισερό
το ξέρει στρώμα του θλιβερού σπιτιού
πόσο θρηνώ για το δυστυχισμένο
τον πατέρα μου που σε βάρβαρη γη
δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης,
η μάνα μου όμως κι ο εραστής ο Αίγισθος,
καθώς οι ξυλοκόποι πελεκούν βελανιδιά,
με φονικό τσεκούρι το κεφάλι τού σκίζουν.
Κι άλλος από μένα κανένας
δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο
φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες.
Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ,
να βογγώ γοερά,
όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος
να τρέμει κι όσο της μέρας το φως·
να σκούζω σαν αηδόνα που τα παιδιά της έχασε
και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος
να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά,
του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα,
κόρες θεών, Ερινύες σεμνές
που βλέπετε τους αδικοχαμένους,
αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα,
ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου
πατέρα το φόνο
και στείλτε μου τον αδερφό·
γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω
το βαρύ τ᾽ αντιζύγι της λύπης.
(μετάφραση Κ. Χ. Μύρης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου