Οι βάρβαροι Κιμμέριοι είναι προ των πυλών. Η Έφεσσος και ο Ελληνισμός της Μ.Ασίας απειλούνται. Ο ποιητής Καλλίνος με αγωνία απευθύνεται στους νέους...
Ως πότε θα κάθεστε ανέμελοι; Πότε θα δείξετε θαρραλέο πνεύμα,
ω νέοι; ∆εν ντρέπεστε τους γείτονες ολόγυρα
τόσο που είστε ράθυμοι;
Νομίζετε ότι ησυχάζετε σε καιρό ειρήνης, όμως ο πόλεμος έχει ζώσει όλη τη γη
κι ο καθένας πεθαίνοντας ας ρίχνει για τελευταία φορά το ακόντιο.
Γιατί είναι τιμητικό και λαμπρό για έναν άντρα να μάχεται
ενάντια στους εχθρούς για τη γη, τα παιδιά και τη νόμιμη
σύζυγο· ο θάνατος θα έρθει τότε,
τη στιγμή που οι μοίρες θα προσδιορίσουν.
Αλλά ο καθένας ας προχωρήσει κατευθείαν
με σηκωμένο το δόρυ και καλυμμένη τη γενναία καρδιά
κάτω από την ασπίδα, τη στιγμή που αρχίζει ο πόλεμος.
∆εν υπάρχει τρόπος από τη μοίρα να ξεφύγει κανείς το θάνατο,
ούτε κι αν ακόμα είχε αθάνατους προγόνους.
Πολλές φορές αποφεύγοντας κανείς τη μάχη και το γδούπο των
ακοντίων επιστρέφει και η μοίρα του θανάτου τον βρίσκει στο σπίτι του.
Αυτός ωστόσο δεν είναι φίλος στο λαό και ούτε τον ποθούν·
μα αυτόν [τον πολεμιστή], αν του συμβεί τίποτα, τον θρηνούν
μικροί μεγάλοι, γιατί, όταν πεθαίνει ένα παλικάρι,
όλος ο λαός τον ποθεί κι όσο ζει είναι ισότιμος με τους ημίθεους,
γιατί τον βλέπουν σαν πύργο μπροστά τους
αφού μοναχός κάνει έργα που ίσα ζυγιάζουν τα έργα των πολλών.
Μέχρις τευ κατάκεισθε; κότ’ άλκιμον έξετε θυμόν,
ω νέοι; ούδ’ αιδείσθ’ αμφιπερικτίονας
ώδε λίην μεθιέντες; Εν ειρήνηι δε δοκείτε
ήσθαι, ατάρ πόλεμος γαίαν άπασαν έχει…
και τις αποθνήισκων ύστατ’ ακοντισάτω.
Τιμήεν τε γαρ έστι και αγλαόν ανδρί μάχεσθαι
γης πέρι και παίδων και κουριδίης τ’ αλόχου
δυσμένεσιν· θάνατος δε τότ’ έσσεται, οππότε κεν δη
Μοίραι επικλώσωσ’. Αλλά τις ιθύς ίτω
έγχος ανασχόμενος και υπ’ ασπίδος άλκιμον ήτορ
έλσας, το πρώτον μειγνυμένου πολέμου.
Ου γαρ κως θάνατόν γε φυγείν ειμαρμένον εστίν
άνδρ’ ουδ’ ει προγόνων ήι γένος αθανάτων.
Πολλάκι δηϊοτήτα φυγών και δούπων ακόντων
έρχεται, εν δ’ οίκωι μοίρα κίχεν θανάτου·
αλλ’ ο μεν ουκ έμπης δήμωι φίλος ουδέ ποθεινός,
τον δ’ ολίγος στενάχει και μέγας, ην τι πάθηι.
Λαώι γαρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ανδρός
θνήισκοντος, ζώων δ’ άξιος ημιθέων·
ώσπερ γαρ μιν πύργον εν οφθαλμοίσιν ορώσιν·
έρδει γαρ πολλών άξια μούνος εών.
Καλλίνος-Ελεγειακός ποιητής -Ιστορία αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας P.Ε.Esterling-BMW-Knox
Ως πότε θα κάθεστε ανέμελοι; Πότε θα δείξετε θαρραλέο πνεύμα,
ω νέοι; ∆εν ντρέπεστε τους γείτονες ολόγυρα
τόσο που είστε ράθυμοι;
Νομίζετε ότι ησυχάζετε σε καιρό ειρήνης, όμως ο πόλεμος έχει ζώσει όλη τη γη
κι ο καθένας πεθαίνοντας ας ρίχνει για τελευταία φορά το ακόντιο.
Γιατί είναι τιμητικό και λαμπρό για έναν άντρα να μάχεται
ενάντια στους εχθρούς για τη γη, τα παιδιά και τη νόμιμη
σύζυγο· ο θάνατος θα έρθει τότε,
τη στιγμή που οι μοίρες θα προσδιορίσουν.
Αλλά ο καθένας ας προχωρήσει κατευθείαν
με σηκωμένο το δόρυ και καλυμμένη τη γενναία καρδιά
κάτω από την ασπίδα, τη στιγμή που αρχίζει ο πόλεμος.
∆εν υπάρχει τρόπος από τη μοίρα να ξεφύγει κανείς το θάνατο,
ούτε κι αν ακόμα είχε αθάνατους προγόνους.
Πολλές φορές αποφεύγοντας κανείς τη μάχη και το γδούπο των
ακοντίων επιστρέφει και η μοίρα του θανάτου τον βρίσκει στο σπίτι του.
Αυτός ωστόσο δεν είναι φίλος στο λαό και ούτε τον ποθούν·
μα αυτόν [τον πολεμιστή], αν του συμβεί τίποτα, τον θρηνούν
μικροί μεγάλοι, γιατί, όταν πεθαίνει ένα παλικάρι,
όλος ο λαός τον ποθεί κι όσο ζει είναι ισότιμος με τους ημίθεους,
γιατί τον βλέπουν σαν πύργο μπροστά τους
αφού μοναχός κάνει έργα που ίσα ζυγιάζουν τα έργα των πολλών.
Μέχρις τευ κατάκεισθε; κότ’ άλκιμον έξετε θυμόν,
ω νέοι; ούδ’ αιδείσθ’ αμφιπερικτίονας
ώδε λίην μεθιέντες; Εν ειρήνηι δε δοκείτε
ήσθαι, ατάρ πόλεμος γαίαν άπασαν έχει…
και τις αποθνήισκων ύστατ’ ακοντισάτω.
Τιμήεν τε γαρ έστι και αγλαόν ανδρί μάχεσθαι
γης πέρι και παίδων και κουριδίης τ’ αλόχου
δυσμένεσιν· θάνατος δε τότ’ έσσεται, οππότε κεν δη
Μοίραι επικλώσωσ’. Αλλά τις ιθύς ίτω
έγχος ανασχόμενος και υπ’ ασπίδος άλκιμον ήτορ
έλσας, το πρώτον μειγνυμένου πολέμου.
Ου γαρ κως θάνατόν γε φυγείν ειμαρμένον εστίν
άνδρ’ ουδ’ ει προγόνων ήι γένος αθανάτων.
Πολλάκι δηϊοτήτα φυγών και δούπων ακόντων
έρχεται, εν δ’ οίκωι μοίρα κίχεν θανάτου·
αλλ’ ο μεν ουκ έμπης δήμωι φίλος ουδέ ποθεινός,
τον δ’ ολίγος στενάχει και μέγας, ην τι πάθηι.
Λαώι γαρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ανδρός
θνήισκοντος, ζώων δ’ άξιος ημιθέων·
ώσπερ γαρ μιν πύργον εν οφθαλμοίσιν ορώσιν·
έρδει γαρ πολλών άξια μούνος εών.
Καλλίνος-Ελεγειακός ποιητής -Ιστορία αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας P.Ε.Esterling-BMW-Knox
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου