Η Πρόκρις ήταν ένα από τα πολλά παιδιά της Πραξιθέας και του βασιλιά των Αθηνών, Ερεχθέως. Αδέλφια της ήταν ο Κέκροπας ο νεότερος, ο Άλκωνας, ο Ορνέας, ο Θέσπιος, ο Ευπάλαμος, ο Πάνδωρος, ο Μητίωνας, η Μερόπη, η Κρέουσα, η Ωρείθυια, η Πρωτογένεια, η Πανδώρα και η Χθονία. Παντρεύτηκε τον Κέφαλο, που μια εκδοχή μας λέει ότι ήτανε γιος του Δηιόνα της Φωκίδας. Κατά την επικρατέστερη όμως άποψη ο Κέφαλος ήταν ανιψιός του Κέκροπα, αφού γονείς του ήταν η Έρση, κόρη του Κέκροπα και του θεού Ερμή. Οι έρωτές τους συνοδεύτηκαν από διάφορες περιπέτειες...
Άλλοτε ο Κέφαλος βάζει σε δοκιμασία τη γυναίκα του προσφέροντάς της δώρα, άλλοτε τη δελεάζει κάποιος άλλος άνδρας, άλλοτε εκείνη υποψιάζεται τον άνδρα της για νέους έρωτες.
Δύο μήνες μετά το γάμο του Κέφαλου με την Προκρίδα, ο Κέφαλος ξύπνησε προτού ανατείλει ο ήλιος για να στήσει παγίδες με σκοπό να πιάσει ελάφια. Καθώς, λοιπόν, έστηνε τις παγίδες του, ανέτειλε απ’ το βουνό του Υμηττού η Ηώ, μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε αμέσως και του ζήτησε να πάει μαζί του. Αυτός όμως αρνήθηκε, όντας ερωτευμένος με τη γυναίκα του. O Οβίδιος, αν και Λατίνος, διαπραγματεύτηκε το θέμα του Κέφαλου και της Πρόκριδας.
Ας παρακολουθήσουμε τη διήγησή του, που αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συνάντηση με την Ηώ:
{ Αυτό έγινε τον δεύτερο μήνα από το γάμο μας· άπλωνα δίχτυα για ελάφια, για ελάφια περήφανα για τα κέρατά τους, όταν, επάνω από τον Υμηττό, όπως πάντα στολισμένο με λουλούδια, η Αυγή με τα ρόδινα δάχτυλα παρουσιάστηκε διώχνοντας τα σκοτάδια και μα απήγαγε παρά τη θέλησή μου.Αγαπούσα την Πρόκριδα, η Πρόκρις εγέμιζε την καρδιά μου, το όνομά της ήταν διαρκώς στο στόμα μου. Μίλησα στη Ηώ για τα δικαιώματα του υμεναίου, για την τόσο πρόσφατη ερωτική μέθη μου, για το νυφικό κρεβάτι του οποίου μόλις είχα γνωρίσει τη γλύκα…Η θεά θύμωσε για τις αντιρρήσεις μου:
« Πάψε τα παράπονα, αχάριστε. Κράτα την Πρόκριδά σου. Αν είναι αλήθεια πως μπορώ να βλέπω στο μέλλον, σου λέγω πως θα έλθει μέρα που θα πεις να μη την είχες κάμει ποτέ γυναίκα σου »... και ξαφνικά με έδιωξε θυμωμένη.}
Με ζήλια αφόρητη και μίσος για την Προκρίδα, η Ηώ σπέρνει την αμφιβολία στον Κέφαλο για την αρετή και την τιμιότητα της γυναίκας του. Τον βάζει να προσποιηθεί ότι θα έλειπε από το παλάτι και έπειτα τον μεταμφίεσε με τέτοιο τρόπο που η γυναίκα του δεν τον αναγνώρισε σε κάποιον άντρα που τον έλεγαν Πτελέοντα. Έτσι ως ξένος πήγε στη γυναίκα του. Την πίεσε με δώρα να του δοθεί, κέρδισε την εύνοιά της με ένα χρυσό στεφάνι. Οι ισχυρές αντιστάσεις της νέας γυναίκας κάμφθηκαν. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του μεταμφιεσμένου άνδρα προκάλεσαν στη νέα γυναίκα ντροπή και θυμό.
Για να γλυτώσει από την εκδίκηση του άνδρα της η Πρόκρις κατέφυγε στην Κρήτη, στον βασιλιά Μίνωα. Στην αρχή της βασιλείας του ο Μίνωας δεν έκαμνε παιδιά, γιατί υπέφερε από κάποιο νόσημα. Τον θεράπευσε η Προκρίδα με ένα βότανο, το λεγόμενο «ρίζα της Κίρκης» (Κιρκαία ρίζα). Άλλες μαρτυρίες θέλουν την Πρόκριδα να χρησιμοποιεί δέρμα ή κύστη από αίγα, με το οποία έφτιαξε μια κύστη. http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2015/04/blog-post_6.html
Μας λέει ο Απολλόδωρος (3.15)
" Εκείνος πάλι την ερωτεύτηκε και την έπεισε να σμίξουν. Όμως αν μια γυναίκα κοιμόταν με τον Μίνωα, ήταν αδύνατο να σωθεί· γιατί η Πασιφάη, καθώς ο Μίνωας πλάγιαζε με πολλές γυναίκες, του έκανε μαγικά και κάθε φορά που εκείνος έσμιγε με άλλη γυναίκα, έβγαιναν ερπετά από τα γεννητικά του όργανα· με αυτόν τον τρόπο εκείνες χάνονταν. Αυτός λοιπόν είχε ένα γρήγορο σκύλο και ακόντιο που δεν έχανε ποτέ τον στόχο· με αυτά ως αντάλλαγμα η Πρόκρις του έδωσε να πιει την Κιρκαία ρίζα, ώστε να μην τη βλάψει, και έσμιξε μαζί του. Επειδή όμως εξακολουθούσε να νιώθει φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα, επέστρεψε στην Αθήνα ".
Ο Μίνωας την ερωτεύτηκε και την έπεισε να κοιμηθεί μαζί του. Την εξαγόρασε με ένα κυνηγόσκυλο την Λαίλαψ, που ουδέποτε του ξέφευγε το θήραμα του και με ένα βέλος που που ουδέποτε έχανε τον στόχο του. Και τα δυο αυτά δώρα του τα είχε χαρίσει η Άρτεμις. Αφού το φάρμακο έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα πήρε πλούσια δώρα από τον Μίνωα, ο οποίος ενώθηκε με την Πασιφάη και απέκτησαν παιδιά, ενώ η Πρόκρις, από φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα μήπως της κάνει μάγια, επέστρεψε στην Αθήνα μεταμφιεσμένη σε όμορφο αγόρι αφού πρώτα άλλαξε το όνομα της και το έκανε Πτερέλας. Τον Μίνωα δεν τον ξαναείδε.
Ο Κέφαλος αποδέχεται από την Πρόκριδα το δόρυ και το κυνηγόσκυλο.Hyre, Laurent de La, |
Όταν η Πρόκρις πήγε τώρα και τον αντάμωσε ο Κέφαλος δεν την αναγνώρισε, αλλά του άρεσαν τόσο πολύ το κυνηγόσκυλό της η Λαίλαψ και το αλάνθαστο βέλος της, ώστε προσφέρθηκε να τα αγοράσει με αντάλλαγμα τεράστια ποσότητα ασήμι ή κατά μία άλλη εκδοχή μ’ αντάλλαγμα ένα μέρος απ’ το βασίλειό του.
Η Πρόκρις όμως αρνήθηκε να τα αποχωριστεί παρεκτός με αντάλλαγμα τον έρωτα, και όταν ο Κέφαλος συναίνεσε να την πάρει στο κρεβάτι του, αυτή του φανέρωσε με δάκρυα στα μάτια ότι είναι η σύζυγός του. Έτσι οι δυο τους συμφιλιώθηκαν. Αλλά η Άρτεμις έγινε έξω φρενών που η αυτή η παραδόπιστοι μοιχοί άλλαζαν έτσι τα πολύτιμα δώρα της από χέρι σε χέρι, και σκαρφίστηκε εκδίκηση.
Έβαλε στο κεφάλι της Πρόκριδας την υποψία ότι ο Κέφαλος εξακολουθούσε να επισκέπτεται την Ηώ όταν σηκωνόταν μετά τα μεσάνυχτα και πήγαινε για κυνήγι. Ερχόταν πια και η σειρά της Πρόκριδας να ζηλέψει τον άνδρα της για τα συχνά του κυνήγια. Την κατέλαβε η υποψία ότι τον δελέαζαν Νύμφες του βουνού που ενισχύθηκε από τη μαρτυρία ενός δούλου του Κέφαλου ότι συχνά ο άνδρας της, στη διάρκεια των κυνηγιών του, επικαλούνταν την «Αύρα» ή κατά μία άλλη εκδοχή τη λέξη «Νεφέλη». Ο Κέφαλος επικαλέσθηκε τη «Νεφέλη» ή «Αύρα» αλλά εννοούσε το σύννεφο ή τον δροσερό άνεμο που θα τον ανακούφιζε από τη ζέστη.
Κάποια νύχτα η Πρόκρις, θέλοντας να τον πιάσει επ' αυτοφώρω, τον ακολούθησε στο κυνήγι φορώντας σκούρο ρούχο, μέσα στο μισόφωτο. Σε λίγο ο Κέφαλος άκουσε έναν θόρυβο, η Λαίλαψ γρύλισε και και θεωρώντας ότι πίσω από τη συστάδα των πυκνών θάμνων ήταν κάποιο θήραμα, ο Κέφαλος αμόλησε το αλάνθαστο βέλος του και διαπέρασε την Πρόκριδα. Τα τελευταία λόγια της, κατά τον Οβίδιο, ήτανε τα εξής: «στις υποσχέσεις των γάμων μας, στους θεούς του σπιτιού και του ουρανού, στην ερημιά μου, αν την αξίζω, στον σκοπό του θανάτου μου, αγαπημένε μου, σου ζητώ, σε ικετεύω μην πάρεις για γυναίκα σου την Ηώ».
Ο θάνατος της Πρόκριδας |
Στα χρόνια της εξορίας του στην Θήβα, ουδέποτε συγχώρεσε τον Μίνωα που είχε αποπλανήσει την Πρόκριδα και της είχε χαρίσει το μοιραίο βέλος, αλλά ούτε και τον εαυτό του μπορούσε να απαλλάξει από την ευθύνη. Μολονότι είχε εξαγνιστεί για την ενοχή του, το φάντασμα της Πρόκριδας τον κυνηγούσε, και φοβούμενος μήπως φέρει κακοτυχία στους συντρόφους του, πήγε στο ακρωτήριο Λευκάς όπου είχε χτίσει ναό στον Απόλλωνα του άσπρου βράχου, και ρίχτηκε στην θάλασσα από τον απότομο γκρεμό. Καθώς έπεφτε, φώναξε δυνατά το όνομα Πτερέλας γιατί με αυτό το όνομα είχε αγαπήσει πιο πολύ την Πρόκριδα.
Η ιστορία του Μίνωα και της Προκρίδας συνδέεται με τον πόλεμο του Μίνωα εναντίον της Αθήνας, και με την τελική πτώση της Κνωσού.
Ο μύθος καταγράφει ίσως την απαίτηση του βασιλιά της Κρήτης να τελέσει τελετουργικό γάμο με την αρχιέρια της Αθήνας, πράγμα που έκανε τους Αθηναίους να δυσανασχετήσουν.
Το όνομα Πτελέων (συστάδα από φτελιές) του ξελογιαστή της Πρόκριδας, μπορεί να αναφέρεται στην αμπελολατρεία, που διαδόθηκε από την Κρήτη την εποχή του Μίνωα, δεδομένου ότι τα κλήματα τα στερέωναν σε φτελιές. Μπορεί όμως επίσης να προέρχεται από την λέξη πτέλας (αγριόχοιρος). Σ' αυτή την περίπτωση, ο Κέφαλος και ο Πτελέων θα ήταν αρχικά ο ιερός βασιλιάς μεταμφιεσμένος σε αγριόχοιρο.
Το πήδημα του Κέφαλου από τον άσπρο βράχο στην Λευκάδα πέτρα δίκαια θυμίζει στον Στράβωνα ότι οι Λευκάδιοι έριχναν κάθε χρόνο από τον γκρεμό στην θάλασσα έναν άνθρωπο εφοδιασμένο με φτερά για να ανακόπτεται η πτώση του, ή ακόμη και με ζωντανά πουλιά δεμένα από το σώμα του. Το θύμα που ήταν φαρμακός, δηλαδή εξιλαστήριο και η αποπομπή σήμαινε απαλλαγή του νησιού από την ενοχή, αν γλίτωνε τον περιμάζευαν πλεούμενα που τον περίμεναν και τον μετέφεραν σε κάποιο άλλο νησί.
Το όνομα Πτερέλαος υποδηλώνει ότι ο φτερωτός φαρμακός που τον έριχναν από τον γκρεμό ήταν αρχικά ο βασιλιάς.
Η έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική
Υπεροχο ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή