"Δία πατέρα μας, που οδηγείς τον λαμπρόν κόσμον. που βροντάει υψηλά, και παράγεις την υψηλοτάτην λάμψιν της αιθέριας αστραπής, συ που με τις θεϊκές βροντές σου τινάσσεις (τραντάζεις) τον θρόνον των πανευτυχών θεών...
και ανάβεις την φλογεράν αστραπήν μέσα από τα νερά. που είναι σκεπασμένα από σύννεφα, και στέλνεις τις λαίλαπες, τις βροχές, τις ανεμοθύελλες, τους ισχυρούς κεραυνούς, που είναι φλογεροί, ορμητικοί, φρικώδεις, ισχυρόκαρδοι, θορυβώδεις, γεμάτοι φλόγα, και σκεπάζεις με τα σύννεφα το φοβερον πετούμενο όπλον (τον κεραυνόν), που κλονίζει τις καρδιές και προκαλεί ανατριχίλα, που έρχεται αιφνιδιαστικά και είναι βροντερό, αγνό βέλος ακατανίκητον. με τους στροβίλους του απέραντου σφυρίγματος, που τρώγει τα πάντα κατά την ορμητικήν του κίνησιν, αδιάρρηκτον αγανακτημένον, ακαταμάχητον, το οξύ ουράνιον βέλος του φλογερού κεραυνού, που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, για τον οποίον και η γη αισθάνεται φρίκην (ανατριχίλα) και ή πάμφωτη θάλασσα· και τα θηρία τον φοβούνται όταν ο κτύπος (του κεραυνού) εισέλθη είς το αυτί των (Όταν τον ακούσουν) λάμπουν τα πρόσωπα των από τις λάμψεις (του κεραυνού)
Όταν πέφτη ο κεραυνός είς τάς κοιλάδας του αιθέρος (είς τον θόλον του ουρανού)· όταν όμως διάρρηξης (διάσχισης) τον χιτώνα, που είναι το προκάλυμμα του ουρανού, χαλαρώνεις τον απαστράπτοντα κεραυνόν. Άλλα. μακάριε, ρίψε τον βαρύν θυμόν σου είς τα κύματα του πόντου και είς τάς κορυφάς των βουνών · διότι την δύναμιν σου την γνωρίζομεν όλοι.
Άλλα συ προς χάριν της σπονδής δόσε είς τάς φρένας (είς τον νουν) πάντα τα ορθά (τα πρέποντα), και ζωήν εύτυχισμένην και μαζί μ’ αυτά την βασίλισσαν υγείαν και την θεάν Ειρήνην πού τρέφει τα παιδιά, την πολυτίμήτον και βίον που θα θάλλη (να είναι πλήρης) από εύθυμους λογισμούς. "
Ζεῦ πάτερ, ὑψίδρομον πυραυγέα κόσμον ἐλαύνων, στράπτων αἰθερίου στεροπῆς πανυπέρτατον αἴγλην, παμμακάρων ἕδρανον θείαις βρονταῖσι τινάσσων, νάμασι παννεφέλοις στεροπὴν φλεγέθουσαν ἀναίθων, λαίλαπας, ὄμβρους, πρηστῆρας κρατερούς τε κεραυνούς, βάλλων ἐς ῥοθίους φλογερούς, βελέεσσι καλύπτων παμφλέκτους, κρατερούς, φρικώδεας, ὀμβριμοθύμους, πτηνὸν ὅπλον δεινόν, κλονοκάρδιον, ὀρθοέθειρον, αἰφνίδιον, βρονταῖον, ἀνίκητον βέλος ἁγνόν, ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν, ἄρρηκτον, βαρύθυμον, ἀμαιμάκετον πρηστῆρα οὐράνιον βέλος ὀξὺ καταιβάτου αἰθαλόεντος, ὃν καὶ γαῖα πέφρικε θάλασσά τε παμφανόωντα, καὶ θῆρες πτήσσουσιν, ὅταν κτύπος οὖας ἐσέλθηι· μαρμαίρει δὲ πρόσωπ᾽ αὐγαῖς, σμαραγεῖ δὲ κεραυνὸς αἰθέρος ἐν γυάλοισι· διαρρήξας δὲ χιτῶνα οὐράνιον προκάλυμμα βάλλεις ἀργῆτα κεραυνόν. ἀλλά, μάκαρ, θυμὸν κύμασι πόντου ἠδ᾽ ὀρέων κορυφαῖσι· τὸ σὸν κράτος ἴσμεν ἅπαντες. ἀλλὰ χαρεὶς λοιβαῖσι δίδου φρεσὶν αἴσιμα πάντα ζωήν τ᾽ ὀλβιόθυμον, ὁμοῦ θ᾽ ὑγίειαν ἄνασσαν εἰρήνην τε θεόν, κουροτρόφον, ἀγλαότιμον, καὶ βίον εὐθύμοισιν ἀεὶ θάλλοντα λογισμοῖς.
και ανάβεις την φλογεράν αστραπήν μέσα από τα νερά. που είναι σκεπασμένα από σύννεφα, και στέλνεις τις λαίλαπες, τις βροχές, τις ανεμοθύελλες, τους ισχυρούς κεραυνούς, που είναι φλογεροί, ορμητικοί, φρικώδεις, ισχυρόκαρδοι, θορυβώδεις, γεμάτοι φλόγα, και σκεπάζεις με τα σύννεφα το φοβερον πετούμενο όπλον (τον κεραυνόν), που κλονίζει τις καρδιές και προκαλεί ανατριχίλα, που έρχεται αιφνιδιαστικά και είναι βροντερό, αγνό βέλος ακατανίκητον. με τους στροβίλους του απέραντου σφυρίγματος, που τρώγει τα πάντα κατά την ορμητικήν του κίνησιν, αδιάρρηκτον αγανακτημένον, ακαταμάχητον, το οξύ ουράνιον βέλος του φλογερού κεραυνού, που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, για τον οποίον και η γη αισθάνεται φρίκην (ανατριχίλα) και ή πάμφωτη θάλασσα· και τα θηρία τον φοβούνται όταν ο κτύπος (του κεραυνού) εισέλθη είς το αυτί των (Όταν τον ακούσουν) λάμπουν τα πρόσωπα των από τις λάμψεις (του κεραυνού)
Όταν πέφτη ο κεραυνός είς τάς κοιλάδας του αιθέρος (είς τον θόλον του ουρανού)· όταν όμως διάρρηξης (διάσχισης) τον χιτώνα, που είναι το προκάλυμμα του ουρανού, χαλαρώνεις τον απαστράπτοντα κεραυνόν. Άλλα. μακάριε, ρίψε τον βαρύν θυμόν σου είς τα κύματα του πόντου και είς τάς κορυφάς των βουνών · διότι την δύναμιν σου την γνωρίζομεν όλοι.
Άλλα συ προς χάριν της σπονδής δόσε είς τάς φρένας (είς τον νουν) πάντα τα ορθά (τα πρέποντα), και ζωήν εύτυχισμένην και μαζί μ’ αυτά την βασίλισσαν υγείαν και την θεάν Ειρήνην πού τρέφει τα παιδιά, την πολυτίμήτον και βίον που θα θάλλη (να είναι πλήρης) από εύθυμους λογισμούς. "
Ζεῦ πάτερ, ὑψίδρομον πυραυγέα κόσμον ἐλαύνων, στράπτων αἰθερίου στεροπῆς πανυπέρτατον αἴγλην, παμμακάρων ἕδρανον θείαις βρονταῖσι τινάσσων, νάμασι παννεφέλοις στεροπὴν φλεγέθουσαν ἀναίθων, λαίλαπας, ὄμβρους, πρηστῆρας κρατερούς τε κεραυνούς, βάλλων ἐς ῥοθίους φλογερούς, βελέεσσι καλύπτων παμφλέκτους, κρατερούς, φρικώδεας, ὀμβριμοθύμους, πτηνὸν ὅπλον δεινόν, κλονοκάρδιον, ὀρθοέθειρον, αἰφνίδιον, βρονταῖον, ἀνίκητον βέλος ἁγνόν, ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν, ἄρρηκτον, βαρύθυμον, ἀμαιμάκετον πρηστῆρα οὐράνιον βέλος ὀξὺ καταιβάτου αἰθαλόεντος, ὃν καὶ γαῖα πέφρικε θάλασσά τε παμφανόωντα, καὶ θῆρες πτήσσουσιν, ὅταν κτύπος οὖας ἐσέλθηι· μαρμαίρει δὲ πρόσωπ᾽ αὐγαῖς, σμαραγεῖ δὲ κεραυνὸς αἰθέρος ἐν γυάλοισι· διαρρήξας δὲ χιτῶνα οὐράνιον προκάλυμμα βάλλεις ἀργῆτα κεραυνόν. ἀλλά, μάκαρ, θυμὸν κύμασι πόντου ἠδ᾽ ὀρέων κορυφαῖσι· τὸ σὸν κράτος ἴσμεν ἅπαντες. ἀλλὰ χαρεὶς λοιβαῖσι δίδου φρεσὶν αἴσιμα πάντα ζωήν τ᾽ ὀλβιόθυμον, ὁμοῦ θ᾽ ὑγίειαν ἄνασσαν εἰρήνην τε θεόν, κουροτρόφον, ἀγλαότιμον, καὶ βίον εὐθύμοισιν ἀεὶ θάλλοντα λογισμοῖς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου