Η έκφραση σε ελεύθερη ερμηνεία σημαίνει «χτύπησέ με, μα άκουσε». Η ιστορία της πηγαίνει πολύ μακριά και συγκεκριμένα όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής, 11), αυτή η απάντηση δόθηκε στο συμβούλιο της Σαλαμίνας, στα 480 πχ και πρωταγωνιστές ήταν
ο Θεμιστοκλής και ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης. Ας δούμε το απόσπασμα που αναφέρεται το περιστατικό...
Όταν ο Ευρυβιάδης, που χάρη στο μεγάλο κύρος της Σπάρτης είχε την αρχηγία του στόλου, που ήταν όμως άνθρωπος άτολμος μπροστά στον κίνδυνο, ήθελε να ξεκινήσουν και να τραβήξουν προς τον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και το πεζικό των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής διατύπωσε αντίρρηση. Και τότε λένε πως ειπώθηκαν τα περίφημα εκείνα λόγια που μνημονεύονται ως σήμερα. Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε:
«Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους, τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!» Και όταν ο Ευρυβιάδης θαυμάζοντας την αταραξία του Θεμιστοκλή, του έδωσε την άδεια να μιλήσει, αυτός προσπάθησε πάλι να τον φέρει στην άποψή του.
Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ περὶ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο των Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν· ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι. Τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· «Ὦ, Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι», «Ναὶ» εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, «ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν». Ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «Πάταξον μέν, ἄκουσον δέ». Θαυμάσαντος δὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ Εὐρυβιάδου καὶ λέγειν κελεύσαντος, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἀνῆγεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν λόγον.
Από τότε έμεινε παροιμιώδης η φράση και λέγεται για να δείξει την ηρεμία και τη σταθερότητα που κρατά μέσα σε αναμμένη συζήτηση όποιος αποβλέπει να βρεθεί η αλήθεια και να γίνει το σωστό.
Όταν ο Ευρυβιάδης, που χάρη στο μεγάλο κύρος της Σπάρτης είχε την αρχηγία του στόλου, που ήταν όμως άνθρωπος άτολμος μπροστά στον κίνδυνο, ήθελε να ξεκινήσουν και να τραβήξουν προς τον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και το πεζικό των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής διατύπωσε αντίρρηση. Και τότε λένε πως ειπώθηκαν τα περίφημα εκείνα λόγια που μνημονεύονται ως σήμερα. Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε:
«Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους, τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!» Και όταν ο Ευρυβιάδης θαυμάζοντας την αταραξία του Θεμιστοκλή, του έδωσε την άδεια να μιλήσει, αυτός προσπάθησε πάλι να τον φέρει στην άποψή του.
Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ περὶ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο των Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν· ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι. Τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· «Ὦ, Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι», «Ναὶ» εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, «ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν». Ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «Πάταξον μέν, ἄκουσον δέ». Θαυμάσαντος δὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ Εὐρυβιάδου καὶ λέγειν κελεύσαντος, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἀνῆγεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν λόγον.
Από τότε έμεινε παροιμιώδης η φράση και λέγεται για να δείξει την ηρεμία και τη σταθερότητα που κρατά μέσα σε αναμμένη συζήτηση όποιος αποβλέπει να βρεθεί η αλήθεια και να γίνει το σωστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου