«…Όπως ένας δούλος που καταφεύγει σε ιερό και δικαιολογείται στον κύριό του λέγοντας: «Γιατί με μάχεσαι; μήπως σού έκλεψα κάτι; δεν κάνω,ό,τι με προστάζεις; δεν σού φέρνω τακτικά το φόρο;».
Έτσι και η φτώχεια θα πει επίσης στον κατήγορο:
«Γιατί με μάχεσαι; Μήπως στερείσαι κανένα καλό εξαιτίας μου; Μήπως τη σωφροσύνη; την δικαιοσύνη; την ανδρεία; μήπως έχεις έλλειψη από τα απαραίτητα; δεν είναι γεμάτοι λάχανα οι δρόμοι; δεν είναι γεμάτες νερό οι βρύσες; δεν σού παρέχω τόσα κρεβάτια όση και η γη; και στρώματα από φύλλα; δεν ευχαριστιέσαι μαζί μου; ή δεν βλέπεις τα γραΐδια που κελαηδάνε, αφού φάγανε τηγανίτες; ή μήπως δεν σού ετοιμάζω προσφάϊ ανέξοδο και ξερό για την πείνα σου; ή μήπως τάχα ο πεινασμένος δεν το τρώει ευχάριστα και πολύ λίγο έχει ανάγκη από προσφάϊ; ο διψασμένος επίσης δεν πίνει πολύ ευχάριστα και πολύ λίγο ενδιαφέρεται, αν υπάρχει ποτό; Ή μήπως πεινά κανείς για γλύκισμα και διψά για χιόνι; αυτά δεν τ’αναζητούν οι άνθρωποι για τρυφή; ή μήπως δεν σού παρέχω κατοικίες, το χειμώνα τα οικήματα των λουτρών και το καλοκαίρι τα ιερά; Ποιο σπίτι έγινε προς χάρη σου για το καλοκαίρι, λέει ο Διογένης, όπως ο Παρθενών αυτός για μένα, αεράτος και πολυτελής;».
Αν αυτά έλεγε η φτώχεια,τι θα είχες να της αντιτείνεις; Εγώ πιστεύω πως θα έμενες άφωνος. Εμείς όμως κατηγορούμε τα πάντα κι όχι το δύστροπο χαρακτήρα μας…».
Έτσι και η φτώχεια θα πει επίσης στον κατήγορο:
«Γιατί με μάχεσαι; Μήπως στερείσαι κανένα καλό εξαιτίας μου; Μήπως τη σωφροσύνη; την δικαιοσύνη; την ανδρεία; μήπως έχεις έλλειψη από τα απαραίτητα; δεν είναι γεμάτοι λάχανα οι δρόμοι; δεν είναι γεμάτες νερό οι βρύσες; δεν σού παρέχω τόσα κρεβάτια όση και η γη; και στρώματα από φύλλα; δεν ευχαριστιέσαι μαζί μου; ή δεν βλέπεις τα γραΐδια που κελαηδάνε, αφού φάγανε τηγανίτες; ή μήπως δεν σού ετοιμάζω προσφάϊ ανέξοδο και ξερό για την πείνα σου; ή μήπως τάχα ο πεινασμένος δεν το τρώει ευχάριστα και πολύ λίγο έχει ανάγκη από προσφάϊ; ο διψασμένος επίσης δεν πίνει πολύ ευχάριστα και πολύ λίγο ενδιαφέρεται, αν υπάρχει ποτό; Ή μήπως πεινά κανείς για γλύκισμα και διψά για χιόνι; αυτά δεν τ’αναζητούν οι άνθρωποι για τρυφή; ή μήπως δεν σού παρέχω κατοικίες, το χειμώνα τα οικήματα των λουτρών και το καλοκαίρι τα ιερά; Ποιο σπίτι έγινε προς χάρη σου για το καλοκαίρι, λέει ο Διογένης, όπως ο Παρθενών αυτός για μένα, αεράτος και πολυτελής;».
Αν αυτά έλεγε η φτώχεια,τι θα είχες να της αντιτείνεις; Εγώ πιστεύω πως θα έμενες άφωνος. Εμείς όμως κατηγορούμε τα πάντα κι όχι το δύστροπο χαρακτήρα μας…».
Του Τέλητος από τα «περί αυταρκείας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου