Σήμερα γιορτάζω. Σήμερα κλείνουν δώδεκα χρόνια που ήρθε στην ζωή ο μικρότερος από τους γιους μου. Ο μικρότερος με όλη την σημασία της λέξης. Όχι, δεν είναι που γιορτάζω την είσοδο ενός ακόμα ανθρώπου στον μάταιο τούτο κόσμο. Για την χαρά του ερχομού μας εδώ πέρα δεν θα είμαι ποτέ σίγουρη. Σήμερα γιορτάζω, γιατί δώδεκα χρόνια πριν, είδα μια ολόκληρη στρατιά από πολεμιστές και πολεμίστριες να μάχονται τον Θάνατο. Πιο σκληρή μάχη δεν είδα πουθενά στον κόσμο. Και στην ιστορία του.
Είναι η μάχη που δίνουν καθημερινά στην Εντατική Νεογνών οι καλύτεροι, οι πιο γενναίοι πολεμιστές του κόσμου. Τα παιδιά μιας χούφτας που λέγαμε όλες οι μάνες για τα παιδιά μας εκεί μέσα δακρύζοντας.
Είναι η μάχη που δίνουν καθημερινά στην Εντατική Νεογνών οι καλύτεροι, οι πιο γενναίοι πολεμιστές του κόσμου. Τα παιδιά μιας χούφτας που λέγαμε όλες οι μάνες για τα παιδιά μας εκεί μέσα δακρύζοντας.
Ο Μηριόνης γεννήθηκε. Κόντρα σε όλα τα στατιστικά. Για δύο μήνες πάλευα στις μονάδες εντατικής φροντίδας, έγκυος, να τον κρατήσω λίγο ακόμα παραπάνω στην ασφάλεια της κοιλιάς μου και αφού απόκαμα και εγώ και αυτός, τότε γεννήθηκε.. Και συνέχισε για ένα μήνα ακόμα να δίνει την πιο δυνατή μάχη. Αυτή, του να κρατηθεί στην ζωή, αυτήν την ζωή που οι περισσότεροι την θεωρούν δικαίωμα.
Μια χούφτα όλο του το κορμάκι μα με καρδιά γενναία όσο κανενός ενήλικα.
Εκεί πέρα, στις εντατικές αυτού του κόσμου είδα τα πιο όμορφα παιδιά. Και ας ήταν γυμνά χωρίς τα ρουχαλάκια που είχαμε ετοιμάσει στην βαλίτσα για το μαιευτήριο, χωρίς καν να μπορούμε να δούμε το πρόσωπο τους για βδομάδες , χωρίς να μπορούμε να τα αγγίξουμε να τα χαϊδέψουμε. Το μόνο που με βοηθούσε εκείνες τις μέρες χωρίς ήλιο, τις μέρες που κανείς δεν μας έλεγε αν θα ζήσει το παιδί μας, ήταν να μη βλέπω αυτό που δεν άντεχαν τα μάτια μου αλλά να ονειρεύομαι.
Έβλεπα λοιπόν τα σωληνάκια στο κεφαλάκι τους να μεταμορφώνονται σε άσπρες κορδέλες που κάποτε οι μανούλες τους, σαν θα ζούσανε, θα τους βάζανε στο κεφάλι για να πιάσουν τα μαλάκια τους
Έβλεπα τα μηχανήματα που ακούγονταν η καρδούλα τους να γίνονται πιανάκια παιδικά που σαν θα ζούσανε θα παίζανε τα πλήκτρα με τα τρυφερά τους δαχτυλάκια.
Τα έβλεπα ήδη μεγάλα να πηγαίνουν σχολείο, να γελάνε με τους φίλους τους, να τρώνε τούρτα, να ανοίγουν με λαχτάρα τα δώρα τους στις γιορτές, να φεύγουν φοιτητές σε άλλη πόλη, να μεγαλώνουν.
Σήμερα γιορτάζω γιατί οι θεοί με αγαπάνε, όχι επειδή μου δώσανε ζωντανό, να χαίρομαι, τον γιο μου. Αν τον κρατήσανε στην ζωή είναι ίσως γιατί αγαπάνε αυτόν. Εμένα οι θεοί με αγαπάνε γιατί με βγάλανε από την λήθη, από την σιγουριά του δικαιώματος στην υγεία, που τόσο πολύ την προσπερνάμε σαν κάτι αιώνιο και δεδομένο.
Ο Μηριόνης, ο γιος μου, ο καλύτερος τοξοβόλος του Τρωικού πολέμου, στόχευσε μες στην καρδιά του τέρατος που λέγεται Θάνατος και που όλοι κουβαλάμε, και βγήκε νικητής.
Εγώ δεν ξέρω από θρησκείες και τον θεό τον βρίσκω και τον χάνω μέσα στην καθημερινότητα του υλισμού. Μα ξέρω ένα πράγμα πολύ στα σίγουρα. Στις εντατικές Νεογνών αυτού του κόσμου υπάρχουν αυτό που λένε Άγιοι. Εκεί μέσα είδα Αγίους ένα σωρό, είδα όλα τα μωρά να αγιάζουν. Μαζί και οι γονείς τους.
Εγώ δεν ξέρω από θρησκείες και τον θεό τον βρίσκω και τον χάνω μέσα στην καθημερινότητα του υλισμού. Μα ξέρω ένα πράγμα πολύ στα σίγουρα. Στις εντατικές Νεογνών αυτού του κόσμου υπάρχουν αυτό που λένε Άγιοι. Εκεί μέσα είδα Αγίους ένα σωρό, είδα όλα τα μωρά να αγιάζουν. Μαζί και οι γονείς τους.
Οι μέρες πέρασαν και πήρα αυτό το υπέροχο αντράκι στο σπίτι μας γερό και δυνατό. Και μεγαλώνοντας σκόρπισε χαμόγελα και χαρά με το τσουβάλι. Εγώ ήμουν η τυχερή, δεν το πήρα σε άσπρο κουτάκι για να το βάλω στην αγκαλιά της μάνας γης, όπως είδα να παίρνουν τα μωρά τους σπαράζοντας κάποιοι άλλοι Άγιοι γονείς.
Σήμερα γιορτάζω, γιατί δώδεκα χρόνια πριν, είδα μια ολόκληρη στρατιά από πολεμιστές και πολεμίστριες να μάχονται τον Θάνατο. Και πιο σκληρή μάχη δεν είδα πουθενά στον κόσμο. Και στην ιστορία του.
Τις μέρες εκείνες που ήταν νύχτα συνέχεια, εκείνες τις μέρες που είχαμε και δεν είχαμε παιδί, μας είχε μείνει μια λέξη, μια πρόταση μες στο μυαλό και στα χείλη που μας κρατούσε ζωντανούς, εμάς και τον Μηριόνη: "Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΣΟΥ".
Αυτή η πρόταση θαρρώ πως κλείνει μέσα της όλη την ιστορία των πολεμιστών στις εντατικές νεογνών και παίδων αυτού του κόσμου.Αφήνω κλείνοντας, το υπέροχο γράμμα του πατέρα του στον γιο μας όταν αυτός ακόμα χαροπάλευε στην εντατική και εγώ ταξίδευα στα όνειρα χαμένη, από τις ηρεμιστικές ενέσεις που χορηγούσαν οι γιατροί για να μη νιώθω, να μην τρελαθώ.
"Το πιο όμορφο δώρο στον πιο παράξενο χώρο. Ένα φωτοστέφανο κουτί και μέσα ένα άγιο νινί.
Κρατήσου αγάπη μου στην μικρή σου διαστημόβαρκα* και εγώ θα χωρίσω με τα δάκρυά μου χίλιες θάλασσες για να σε σπρώξω σε γλυκά νερά.
Η μαμά περιμένει, διαφεύγοντας από κάθε έννοια του χρόνου, καθισμένη στο κρεββάτι, τρυφερή και ζεστή, και στο χέρι της κρατάει ένα κουταλάκι Μερέντα.
Ο Θεός να φωτίζει την γενναιότητά σου!"
* Θερμοκοιτίδα
Γιώβη Βασιλική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου