Εγώ λοιπόν, όταν ήμουν ένας από τους πλούσιους της πόλης μας, πρώτα φοβόμουν μήπως κανείς, τρυπώντας τον τοίχο του σπιτιού μου, μου πάρει τα χρήματα και κακοποιήσει και μένα· έπειτα, προσπαθούσα να καλοπιάσω και τους συκοφάντες ξέροντας ότι η θέση μου ήταν τέτοια, ώστε μάλλον θα μπορούσα να πάθω κακό από κείνους παρά να τους βλάψω εγώ.
Κι αυτό επειδή η πόλη με πρόσταζε συνεχώς να αναλαμβάνω δαπάνες ενώ παράλληλα δεν μου επέτρεπε να ταξιδέψω πουθενά. Τώρα όμως που έχω στερηθεί όσα κατείχα έξω από τα σύνορα και κανένα εισόδημα δεν έχω από κτήματα στην Αττική και η οικοσκευή μου έχει πουληθεί, μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη της πόλης και δεν απειλούμαι πια, αλλά αντίθετα εγώ τώρα πια απειλώ τους άλλους και μου επιτρέπεται να αποδημώ ή να μένω στην πόλη σαν ελεύθερος άνθρωπος· τώρα οι πλούσιοι σηκώνονται από το κάθισμά τους όταν με αντικρίζουν και παραμερίζουν στο δρόμο για να περάσω.
Σαν βασιλιάς μοιάζω τώρα, ενώ τότε σαφώς ήμουν δούλος· κι ενώ τότε πλήρωνα φόρο στο δήμο, τώρα η πόλη πληρώνει για να με συντηρεί. Επιπλέον, όταν ήμουν πλούσιος, ο κόσμος με λοιδορούσε που συναναστρεφόμουν τον Σωκράτη, ενώ τώρα που φτώχυνα κανείς δεν δίνει πεντάρα. Κι ακόμα, όταν είχα πολλά, όλο και κάτι μου έπαιρνε η πόλη ή η τύχη· τώρα όμως τίποτε κανείς δεν μου παίρνει, γιατί βέβαια και τίποτε δεν έχω, και πάντα ελπίζω ότι κάτι θα μου δώσουν.
«Άρα », είπε ο Καλλίας, «και εύχεσαι να μην πλουτίσεις ποτέ και, αν δεις κανένα καλό όνειρο, θυσιάζεις στους θεούς που αποτρέπουν το κακό;» «Όχι μα τον Δία» είπε εκείνος, «δεν φτάνω ως εκεί, άλλα υπομένω καρτερικά την απειλή να πάρω κάτι από κάπου ».
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΞΕΝ Συμπ 4.29–4.44Μτφρ. Α. Σιδέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου