Translate

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ


Το τελευταίο διάστημα εδώ στον ιστότοπό μου έχω αναρτήσει κάποια άρθρα και διηγήματα τα οποία δημοσιεύτηκαν όσο ακόμα ήμουν στην ομάδα έκδοσης του περιοδικού Νόημα. Βρήκα θετική ανταπόκριση και σήμερα θα αναρτήσω ένα από τα πιο αγαπημένα μου.Δημοσιεύτηκε στον τόμο 3 του περιοδικού ΝΟΗΜΑ τον Ιούνιο του 2018. Τρία χρόνια πριν..
Πως συνδέεται το Κάτι με το Τίποτα; Ποιος ονειρεύτηκε πρώτος; Ο θεός τον άνθρωπο; ή ο άνθρωπος τον θεό; Και γιατί αυτό που εμείς ονομάζουμε θεό, όντας πλήρης και ατάραχος μέσα στην μακαριότητα του, ένιωσε τόση μοναξιά ώστε να μας καλέσει να τον συντροφεύσουμε;
Ας πάμε ένα ταξίδι μαζί.


"Είναι πλάνη να πιστεύετε ότι ο άνθρωπος ήρθε στη γη για να κάνει κάτι".
Henri de Montherlant

"Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ήρθαμε στον κόσμο αυτόν για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα".
Εμίλ Σιοράν

   Σε μια σοφίτα στον Βορρά, όταν οι μέρες δεν ξεχώριζαν από τις νύχτες, σε εκείνα τα άπληστα για σκοτάδι και χειμώνα μέρη, κάπου στα 20 μου χρόνια, ξεκίνησα ένα περίεργο πείραμα. Προσπαθούσα να μείνω ακίνητη και χωρίς να κάνω κάτι, για να βεβαιωθώ αν ισχύει η ρήση κάποιου, που είχε πει πως: "Η μεγαλύτερη δυστυχία του ανθρώπου ξεκινά, από το γεγονός πως δεν μπορεί να μείνει σε ένα δωμάτιο χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα". Το κατάφερνα ως ένα σημείο, αν και ήταν βαρετό. Σύντομα είδα πως αυτό το "χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα" προφανώς περιλάμβανε εκτός από το σώμα και τον νου. Ο νους όμως δεν έμπαινε σε σίγαση, ούτε στον αυτόματο πιλότο. Αν η ρήση αφορούσε την κίνηση του σώματος, τα είχα καταφέρει. Δεν κουνιόμουνα καθόλου, δεν έκανα κάτι, δεν έκανα τίποτα, άρα θα έπρεπε σιγά-σιγά να πάψω να είμαι δυστυχής ως ύπαρξη και να αρχίσω να χαίρομαι. 
Όμως το μυαλό; Όλο Κάτι ζητούσε. Ούτε με την σιωπή του λόγου δεν ήταν ικανοποιημένο. 
Εκεί κάπου παράτησα και το πείραμα.
Αν και τα χρόνια πέρασαν και δεν είμαι πια σε καμιά σοφίτα να πειραματίζομαι, η διπολικότητα του Τίποτα και του Κάτι, συνέβαινε στην ζωή μου σε ταχύτητες "ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο τον σκοπό". 
Ώσπου χρόνια πολλά αργότερα, βρέθηκα σε μια θεατρική παράσταση και σε ένα μονόλογο άκουσα, άλλοτε με λύσσα και άλλοτε με απόγνωση, την ηθοποιό να κράζει πως: "πρέπει να κάνουμε κάτι, κάτι, να χορέψουμε, έστω να ερωτευθούμε, δεν ξέρω τι, αλλά κάτι"
Εκεί, μέσα σε εκείνη την αίθουσα, ακούγοντας την αγωνία της και την προτροπή της να κάνουμε κάτι, θαρρώ πως ήταν η πρώτη φορά που κατάφερα να μην κάνω κάτι
Και στο σώμα και στον νου. Μούδιασα. Πέτρωσα, θαρρείς και είχα κοιτάξει κατάματα την Μέδουσα. Θυμήθηκα την δική μου αγωνία -αντιστρόφως ανάλογη από αυτή της ηθοποιού- εκεί στην σοφίτα των νιάτων μου, να προσπαθώ να καταφέρω την παύση, το τίποτα, το μη κάτι. 
Αυτή η υπόσχεση της παύσης της δυστυχίας που μου "υποσχέθηκε" εκείνη η ρήση. 


Πως όμως αφήσαμε αυτό το Κάτι να μας κυβερνήσει; Πως αφεθήκαμε στην δυναστεία του;
Η πρώτη φορά που θυμάμαι αυτήν την λέξη, είναι να βγαίνει από τα στόματα των μεγάλων. Παιδί τότε, δεν θυμάμαι να χρησιμοποιούμε πολύ με τα υπόλοιπα παιδιά το "κάτι". Βγαίναμε αφηνιασμένοι στην γειτονιά και πάντα βέβαια είχαμε να κάνουμε κάτι, αλλά δεν είχαμε την αγωνία του. Αυτό το κάτι μας έφερνε χαρά και πάντα είχε να κάνει με τον χρόνο μας και όχι με τον χώρο μας. Έτσι, τα παιδικά μας "κάτι" αφήνανε μόνο στιγμές στην αιωνιότητα και στις μνήμες μας και όχι κτίσματα που θα αφορούσαν τον χώρο και τις μετέπειτα γενιές. Δηλαδή, μηδενική αγωνία για την υστεροφημία μας και την αναγνώριση των κατορθωμάτων μας από το σύνολο, πλήρης ελευθερία. 
Μεγαλώνοντας όμως, το κάτι που ακούγαμε τόσο συχνά από τους μεγάλους, άρχισε να απλώνεται στον νου μας και να σκοτεινιάζει τα χαμόγελά μας. Η στιγμή θαρρώ που πάψαμε να παίζουμε σαν παιδιά στην γειτονιά, ήταν όταν σιγά- σιγά και ένας-ένας αποχωρούσε λέγοντας πως έχει να κάνει "κάτι"
Να πάει φροντιστήριο, να μετέχει σε αγώνες, να διαβάσει για να γίνει και αυτός "κάτι" χρήσιμο στην κοινωνία. 
Και εκεί κάπου ήταν που η παρέα διαλύθηκε. Χαθήκαμε. 
Ή απλά, μεγαλώσαμε.
Η πρώτη φορά λοιπόν, που θυμάμαι αυτήν την λέξη, είναι να βγαίνει από τα στόματα των μεγάλων. "Να αφήσω κάτι στα παιδιά μου, για αυτό δουλεύω" ακούγαμε τους πατεράδες να λεν με αγωνία, όταν δε, νευριάζανε ή αγωνιούσαν για εμάς, λέγανε "Να διαβάζεις, για να γίνεις κάτι".
Και κάπως έτσι άρχισε ο πόνος και η δυστυχία της ύπαρξής μας. Η αγωνία απλώθηκε και η μάχη με το φθαρτό και το αθάνατο μόλις είχε ξεκινήσει. Θέλαμε κάτι, κάτι ακόμα και κάτι παραπάνω. 
Κάτι να φορέσουμε διαφορετικό, κάτι να έχουμε στο ψυγείο, κάτι στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, κάτι να σπουδάσουμε και αν δεν μας έφτανε αυτό και κάτι ακόμα. 
Κάτι να φροντίζουμε, λουλούδια;, σκύλο; γάτα; άνθρωπο; παιδί; δεν είχε σημασία, κάτι να μας αγαπάει και να το αγαπάμε, κάτι να έχουμε στην αγκαλιά μας και να μας έχει και αυτό. 
Κάτι να μας κάνει να γελάμε, κάτι να διαβάσουμε, κάτι να σπείρουμε, κάτι να χτίσουμε, κάτι να αγοράσουμε, κάτι για να προσευχόμαστε. 
Κάτι να κερδίσουμε και κάτι να εφευρέσουμε -γιατί όχι;-, "Κάνε κάτι, μην είσαι έτσι" μας είπαν όταν λυγίσαμε οι φίλοι και σηκωθήκαμε ξανά και αρχίσαμε να κάνουμε κάτι, γιατί το τίποτα δεν αντέχεται.
Και κάναμε κάτι για εμάς και κάτι για τους άλλους. Κάτι να βοηθήσουμε κάτι να μας βοηθήσει. Και κάποιες φορές νευριάσαμε, γιατί εμείς κάναμε πολλά παραπάνω, ενώ δίπλα μας κάποιοι δεν κάνανε τίποτα και αναφωνήσαμε όλο οργή να κάνουν κάτι και αυτοί, μη τα κάνουμε όλα εμείς. 
Και ήταν πολλές οι φορές που βλέπαμε πως το δικό τους κάτι, ήταν τίποτα μπροστά στα δικά μας και αυτοί πως τα δικά μας κάτι, τίποτα μπροστά στα δικά τους. Και βλέπαμε την φύση να καταστρέφεται, τα παιδιά να κακοποιούνται, οι λαοί να αδικούνται και να φονεύονται και όλο φωνάζαμε στους υπευθύνους: "Κάντε κάτι μη το αφήνετε να συμβαίνει!"
Όμως εμείς δεν κάναμε κάτι, γίναμε στα πιο άδικα φίλοι με το τίποτα και αποκτήσαμε ενοχές.

Και κάπως έτσι, λίγο παρακάτω, κάποιοι από εμάς παντρευτήκαμε γιατί έπρεπε να κάνουμε κάτι. Φορώντας κάτι γαλάζιο, κάτι παλιό και κάτι καινούργιο, όπως θέλει το έθιμο.
Και σαν ήρθαν οι απόγονοι -και διαλαλήσαμε στην οικουμένη την χαρά και την πληρότητα μας- και εκεί που νομίζαμε πως κάναμε κάτι και δεν χρειαζόμαστε τίποτα πια, γιατί βρήκαμε το παν, μετά από λίγο αρχίσαμε να αγωνιούμε για να έχουν τα παιδιά μας και αυτά κάτι.
Το κατιτίς να φάνε, να πιούν, να χαρούν, να διαβάσουν, να σπουδάσουν. 
Και στο χάος των χρόνων που περνούσαν, βλέπαμε καμαρωτά πως, όντως είχαμε κάνει κάτι! 
Είχαμε σπίτι, δουλειά, φίλους, αμάξι, σύντροφο, παιδιά, πτυχία, κατοικίδια, εξοχικά, ταξίδια, οικοπεδάκια, γκατζετάκια...είχαμε πολλά κάτι μαζέψει και ναι, όντως καταφέραμε να γίνουμε κάτι και εμείς σε αυτήν την κοινωνία.
Μα τότε, τι ήταν αυτό που ακόμα κρυβόταν κάτω από τα κρεβάτια μας ή μέσα στις ντουλάπες; Αυτό που τόσο έμοιαζε στον μπαμπούλα των παιδικών μας χρόνων;
Ήταν η δυστυχία, η ανεπάρκεια, το ατελές. Σε μια ζωή, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη. 
Ήταν το μεγάλωμα και το σταμάτημα του παιχνιδιού και της ελευθερίας. 
Ήταν ο φόβος πως όλα κάποτε τελειώνουν και η ανάγκη να γαντζωθούμε στον κόσμο ετούτο, θαρρείς και θα μας ξεχάσει ο χάρος. 
Η ανάγκη να λένε κάτι καλό σαν φύγουμε για εμάς και να μας θυμούνται. 
Κάτι να αφήσουμε στην κοινωνία, κάτι για τις επόμενες γενιές, κάτι για να μας μνημονεύουν, γιατί σαν έρθει το τίποτα του θανάτου, χωρίς μνήμη στις σκέψεις των άλλων, θα είμασταν πια ένα τίποτα. 
Πόσο άδικη η μάχη ανάμεσα στο φθαρτό και το αθάνατο. 
Γιατί σαν σβήσει και ο τελευταίος ήχος της ανάσας μας, το τίποτα θα μας επισκεφτεί. 
Και δεν αντέχεται.

Ίσως κάποιοι θυμώσουν και αναφωνήσουν πως δεν δύναται ύπαρξη και κόσμος χωρίς να κάνουμε κάτι. "Αν δεν κάνανε κάτι οι πρόγονοί μας τι θα είμασταν εμείς τώρα; εάν δεν παλεύανε για τα ιδανικά τους και την ελευθερία τους τι θα είχαμε εμείς πέρα από το τίποτα; Οι κοινωνίες υπάρχουν γιατί όλοι κάνουν κάτι!" θα φώναζε ένας άλλος.
Και κάποιος δίπλα του να συμπλήρωνε πως, "τι; δεν θα κάνουμε τίποτα και θα κάτσουμε με τα χέρια σταυρωμένα; χα!".
Θα μου φώναζαν πως: "Οι ήρωες μαρτυρούν μέσα από την δράση τους, πως δεν αξίζει μια ζωή χωρίς θυσία. Όλοι οι σπουδαίοι αφήνουν κάτι. Μόνο οι ανάξιοι, οι τιποτένιοι δεν αφήνουν τίποτα". 
Άραγε αυτοί έχουν μπαμπούλα κάτω από το κρεββάτι τους;..
Δεν ξέρω πως θα ήταν ο κόσμος εάν δεν είχαμε την διπολικότητα του κάτι και του τίποτα. Το να ζήσω χωρίς να στοχεύω σε κάτι, χωρίς να έχω κάτι, χωρίς να κάνω κάτι, είναι μια οδός που ελάχιστα έχω βαδίσει και όλο λοξοδρομούσα. 
Υπήρξα πολύ αδύναμη για να παραμείνω εκεί. Δεν βάσταξα ούτε την ελευθερία ούτε την ευτυχία της αστοχίας. 
Αν και ο Επίκτητος μου φώναζε συχνά μέσα από το παρακάτω απόσπασμα, εγώ ήθελα πάντα κάτι, φοβισμένη να αναλάβω την ευθύνη της επάρκειας και της ελευθερίας μου:
«Κοιτάξτε με», λέει «είμαι χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς περιουσία, χωρίς δούλο· κοιμάμαι καταγής· δεν έχω γυναίκα, δεν έχω παιδιά, δεν έχω αγρόκτημα, παρά μόνο γη κι ουρανό κι ένα λιωμένο ρουχαλάκι. Και τι μου λείπει; Δεν είμαι αμέριμνος, δεν είμαι άφοβος, δεν είμαι ελεύθερος; Πότε με είδε κανείς σας να πέφτω έξω σε κάτι που επιθυμούσα ή να μου συμβαίνει κάτι που ήθελα να αποφύγω; Κάκισα ποτέ κανένα θεό ή κανέναν άνθρωπο; Τα έβαλα ποτέ με κανέναν; Με έχει δει ποτέ κανείς σας κατσούφη; Κι όταν συναντώ κανέναν απ’ αυτούς που εσείς τους φοβάστε και τους θαυμάζετε, πώς τους αντιμετωπίζω; Δεν τους αντιμετωπίζω σαν να ήσαν δούλοι; Ποιος με αντικρίζει και δεν έχει την εντύπωση πως βλέπει τον βασιλιά και τον κύριό του;»
(Αρριανός, Επικτήτου Διατριβαί ΙΙΙ, 22, 47-50, μετ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος σε βιβλίο του Οι Αρχαίοι Κυνικοί - Αποσπάσματα και Μαρτυρίες, Γνώση - Αθήνα 1998)


Το ρήμα Έχω λοιπόν, θαρρώ πως είναι υπεύθυνο για τις περισσότερες δυστυχίες στους ανθρώπινους κόσμους.
Μόνο του όμως και χωρίς να συνοδεύεται από το Κάτι (ή το Τίποτα), που βεβαιώνουν την ποσότητα, την ανωτερότητα, την ισοπέδωση και την ματαιοδοξία, δεν μπορεί να βλάψει. 
Μα τι να είναι αυτό το τίποτα που τόσο τρομάζει; 
Από μόνο του το τίποτα είναι αρμονικό. Ένα άδειο ήρεμο και ήσυχο Τίποτα γιατί να βιάζεται από το κάτι; 
Γιατί να γεμίσει με κάτι; 
Δεν προκαλεί αναταραχή στον κόσμο και στον ψυχισμό μας αυτή η εισβολή; 
Και άραγε γεμίζει ποτέ; 
Αν ναι, κάπου θα σταματούσε όλο αυτό. Θα είμασταν γεμάτοι, πλήρεις και ευτυχείς. Όμως όσο πιο πολύ γεμίζουμε το κενό, τόσο το συνειδητοποιούμε. Ίσως γιατί δεν είναι το ζητούμενο να γεμίσουμε το κενό, το τίποτα με κάτι, αλλά να σταματήσουμε να βλέπουμε το κενό. 
Να το εξαφανίσουμε, να το μουδιάσουμε. 
Δεν το κάνουμε. 
Και εκεί είναι που οι μπαμπούλες, αρχίζουν τον χορό.
Δεν ξέρω πως θα ήταν ο κόσμος εάν δεν είχαμε την διπολικότητα του κάτι και του τίποτα. Σίγουρα δεν θα ήταν κόσμος. Ίσως κάτι άλλο, πιο τρομακτικό, ίσως και πιο ανώδυνο, αλλά αυτό τριγύρω μας το κάτι που ζούμε και το λέμε κόσμο ή ζωή, δεν θα ήταν στα σίγουρα έτσι. Γιατί είναι δημιούργημα της ανάγκης να γίνει κάτι.
Αν υποθέσουμε πως κάποτε, μέσα σε μια μακαριότητα, που θεωρούταν πλήρης, αρχόντευε κάποιο ον που το λέμε θεό, τι να ήταν αυτό που τον ώθησε να κάνει κάτι; 
Να κάνει εμάς και όλο το κόσμημα (Κόσμος) τριγύρω μας; 
Και άραγε πόσο πλήρης ήταν ο ίδιος και ο χώρος του; 
Σαν θεός θα έπρεπε να είναι και τέλειος και πλήρης. Όμως κάτι μου λέει πως κουράστηκε. Κάπου, σε κάποια στιγμή της αιωνιότητας του, θα πρέπει να κουράστηκε πολύ από το Τίποτα. 
Κάτι σαν υπερκόπωση.
 Ίσως μάλιστα να έχανε τις αναπνοές του, να πνιγότανε από την πληρότητά του, -γιατί ποτέ το πλήρες δεν αφήνει χώρο για Κάτι-, και τον έσφιγγε. 
Η αγωνία τον πλημμύρισε, η αγωνία του να κάνει κάτι, κάτι ακόμα και κάτι πιο καλό. 
Και μέσα από αυτό το Κάτι, κάποιου, φτιαχτήκαμε εμείς. 
Δεν ήταν πλήρης λοιπόν ετούτος ο θεός, σε κάτι υπολειπότανε, αφού βρήκε λίγο χώρο και για εμάς. 
Έτσι, η μοναξιά ενός θεού, μας επιβλήθηκε. 
Και από τότε θέλουμε Κάτι συνέχεια.
Όπως και αυτός.
Πότε να έγινε όλο ετούτο; Πότε ο θεός θέλησε Κάτι; 
Θαρρώ πως από την στιγμή που σταμάτησε να παίζει ανέμελα μέσα στον Κόσμο του σαν μικρό παιδί, από τότε που δειλά-δειλά άρχισε να μεγαλώνει και να αγωνιά για το μέλλον του για την υστεροφημία του. Δημιουργός του Χρόνου μπλέχτηκε στα δίχτυα του και άρχισαν να τον πνίγουν.
 Έτσι μεγάλωσε, παράτησε το παιχνίδι, την γειτονιά του και άρχισε να φτιάχνει εμάς. 
Και τα θέλω μας. 
Αν θα μπορούσα να πω την ηλικία του, νομίζω πως βρίσκεται στα φόρτε του. Δεν θα πρέπει να βρίσκεται πάνω από τα 45 του, γι' αυτό και όλο κάτι θέλει ακόμα και κάτι ακόμα και κάτι ακόμα. Ελπίζω σαν γεράσει να ηρεμήσει και να μας αφήσει να ησυχάσουμε και εμείς. 
Θαρρώ πως μια ελπίδα να γαληνεύσουμε θα είναι τα γεράματά του. 
Εκεί που αυτά που θα θέλει θα έχουν μικρύνει και θα μας φαίνονται απλά και παιδικά.
Ίσως και πάλι να είμαστε εμείς, που φτιάξαμε τον Κόσμο και βάλαμε έναν θεό εκεί μέσα μαζί μας, να κάνει και αυτός Κάτι μαζί μας. 
Μισοί και άδειοι, με τον φόβο του Τίποτα, δημιουργοί του Χρόνου, του χειρότερου παιχνιδιού που παίξαμε στις γειτονιές, σε μια αιωνιότητα αγωνίας. 
Μόνοι και μοναχικοί θεοί, που απλά αγωνιούμε να μην ξεχαστούμε από την αθανασία. 
Που απλά αγωνιούμε να μη μας κυκλώσει αυτό το μαύρο τίποτα του θανάτου.
Η μοναξιά ενός κάποιου θεού, μας επιβλήθηκε. 
Και ως άλλοι θεοί του επιβάλαμε και εμείς την δική μας. 
Μέσα στα όνειρά μας θαρρώ πως έγινε η πρώτη συνάντησή μας. Εκεί ανταμώσαμε.
Άραγε αυτός ο θεός-όπως εμείς τον λέμε- τι μοναξιά που θα ένιωσε, όταν μας πρωτοονειρεύτηκε;
Τι μοναξιά που νιώσαμε εμείς, οι ολομόναχοι θεοί, όταν τον πρωτοονειρευτήκαμε;"


ΓΙΩΒΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου