Αναντίρρητος, -η, -ο είναι αυτός που δεν επιδέχεται αντίρρηση, αντιλογία ή αμφισβήτηση. Συνώνυμα αναντίλεκτος, αναμφισβήτητος. Αντίθετο του αντιλεγόμενος. Επίσης αυτός που δεν επιδέχεται διάψευση, βέβαιος, ασφαλής. Ετυμολογικά < άν- στερητ. + άντίρρητος «αντιλεγόμενος» < άντί- + ρητός].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου