«Να πεις το γάμο πως δε θες και τις φροντίδες της γυναίκας κι έτσι
δεν κάμεις παντρειά, και φτάσεις τα γεράματα χωρίς κανέναν να ‘χεις για
να σε γηροκομά, τότε το βίο σου βέβαια δε θα στερηθείς, μα σαν
πεθάνεις, μακρινοί θα σου το μοιραστούνε» (Ησίοδος, Θεογονία).
«... γιατί αυτό θα 'πει γάμος,
δηλαδή να κάνει παιδιά και να εγγράψει τα παιδιά του... στους δημότες
και να παντρεύει τις θυγατέρες του... με πολίτες. Γιατί... τις γυναίκες
τις έχουμε, για να μας κάνουν παιδιά και για πιστούς φύλακες του
σπιτιού...». Δημοσθένη (Κατά Νεαίρας, LIX, §122)...Αν και δεν είναι δεσμευτικό, όπως μαρτυρεί ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1335a), καταλληλότερη εποχή για την τέλεση του μυστηρίου στην Αττική θεωρείται ο χειμώνας και συγκεκριμένα ο ιερός μήνας της θεάς του γάμου Ήρας, ο Γαμηλίων ( που αντιστοιχεί στο σημερινό Γενάρη), ενώ ο Ευριπίδης (Ιφιγένεια εν Αυλίδι 717) το συγκεκριμενοποιεί και σε μέρα με πανσέληνο. Ο Ησίοδος την επικεντρώνει στην τέταρτη ημέρα του μήνα χωρίς να ξεκαθαρίζει αν εννοεί την τέταρτη μετρώντας από την αρχή ή το τέλος του μήνα, αλλά διασταυρώνοντας τα λεγόμενά του με όσα γράφει ο Πρόκλος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αναφέρεται στην τέταρτη ημέρα από την αρχή του μήνα. Άλλοι πάλι σημειώνουν ως ημέρα του γάμου αυτήν που θα είχε πανσέληνο, γι' αυτό και στον Ευριπίδη όταν η Κλυταιμνήστρα ρωτάει τον Αγαμέμνονα πότε θα γίνει ο γάμος της κόρης τους, εκείνος αποκρίνεται «όταν συμπληρωθεί ο κύκλος της σελήνης».
Κάτι παρόμοιο αναφέρουν ο Δίων ο Χρυσόστομος και ο Πίνδαρος .Μολονότι στους αρχαίους Έλληνες οι γάμοι ήταν περιβεβλημένοι με σπουδαίο και επίσημο θρησκευτικό χαρακτήρα και πολλές φορές επιβεβαιώνονταν με όρκο σε βωμούς ή ναούς θεών, λίγες τέτοιες μαρτυρίες έχουν διασωθεί, όπως π.χ. στον Πλούταρχο, που περιγράφει ότι η ιέρεια της Δήμητρας εφάρμοζε στους νυμφευόμενους τα πατροπαράδοτα έθιμα, ενώ ο Ζωναράς μνημονεύει ότι στην Αθήνα η ιέρεια της Αθηνάς εισερχόταν προς τους νεόγαμους κρατώντας την ιερή αιγίδα.
Ένας τυπικός αθηναϊκός γάμος ξεκινά με την «εγγύη», η οποία ταυτίζεται εν μέρει με τον σύγχρονο αρραβώνα.
Ο παρακάτω διάλογος της κωμωδίας του Μενάνδρου (Περικειρομένη 435-439)
συνοψίζει τον ορισμό της «εγγύησης» ως μιας προφορικής συμφωνίας
μεταξύ του «κυρίου» της κόρης και του μνηστήρα -ή του πατέρα του όταν
ήταν ανήλικος-, όπου προσφέρονται η κοπέλα για την «αναπαραγωγή» και η
ανάλογη «προιξ»:
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σου δίνω αυτή την κοπέλα για να σου γεννήσει νόμιμα παιδιά.
ΠΟΛΕΜΩΝ: Την παίρνω.ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σου δίνω αυτή την κοπέλα για να σου γεννήσει νόμιμα παιδιά.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σου δίνω και μια προίκα τρία τάλαντα.
ΠΟΛΕΜΩΝ: Τα δέχομαι και αυτά με ευχαρίστηση. Προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος επίσημος χαρακτήρας, η δικαιοπραξία αυτή λαμβάνει χώρα κοντά στον οικογενειακό βωμό και ενώπιον μαρτύρων. Με την πράξη αυτή μεταβιβάζονται τα δικαιώματα του πατέρα στο γαμπρό, στου οποίου τη νομική κυριότητα περνά η νέα γυναίκα («έκδοσις») και η περιουσία της («προιξ»). Εντούτοις, παρόλο που το χρηματικό ποσό δίδεται προς διαχείριση στο σύζυγο, σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της γυναίκας επιστρέφεται στον αρχικό κάτοχο, ήτοι την οικογένεια της νύφης. Ο θεσμός αυτός της «εγγύησης» δεν υφίσταται στη Σπάρτη, ενώ αντίθετα ισχύει ειδική νομοθεσία που απαγορεύει την προίκα με την αιτιολογία «για να μη μείνει καμία ανύπαντρη λόγω της φτώχειας της και για να μην παντρεύονται οι άλλες για τα πλούτη τους, αλλά ο καθένας να κάνει την εκλογή του αποβλέποντας στα ήθη και την αρετή της κόρης» (Πλούταρχος, Λακωνικά)
Ύστερα από ένα εύλογο
χρονικό διάστημα -συνήθως σύντομο- ακολουθεί ο καθαυτό γάμος.
Το τελετουργικό του γάμου συντελείται σε τρεις φάσεις, τα «προαύλια» ή «προτέλεια», ή «προγάμια», ή «απαρχαί», τον «κυρίως γάμο» και τα «επαύλια» ή «μεταύλια» ή «απαύλια», πληροφορία που διασώζει ο Πολυδεύκης. Την προηγουμένη του γάμου τελούνται λοιπόν τα «προαύλια», τα οποία ξεκινούν με θυσίες.
Την προτέλεια
θυσία προσέφερε ο πατέρας της νύφης.
Πρώτα, η κόρη οδηγείται από τους γονείς
της στην Ακρόπολη για να θυσιάσει στην Πολιάδα, μετά
προσφέρονται θυσίες στον οικογενειακό βωμό και των δυο οίκων στους
γαμήλιους θεούς.
Ως θεοί στους οποίους ήταν
καθιερωμένο να προσφέρουν αυτή τη θυσία ή και άλλες διάφορες δεήσεις
υπέρ ευοδώσεως του γάμου και ευημερίας των μελλονύμφων, αναφέρονται
πέντε: ο Δίας, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Πειθώ και η Άρτεμις (που την
επικαλούνταν οι γυναίκες στις ωδίνες του τοκετού). Επίσης στις Νύμφες, τις Μούσες και τις Μοίρες (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’ 38).
Η ατθίδα αφιερώνει στην Άρτεμη (ή στην Αθηνά) μία τούφα από τα
μαλλιά της και τα παιχνίδια που αγαπούσε ως παιδί (π.χ. ταμπούρλο, τόπι,
κούκλες, κύμβαλο κτλ.).και αποτελούσε την ολοκλήρωση, το «τέλος».
Ο Φανόδημος μας
πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι θυσίαζαν επιπλέον και προσεύχονταν υπέρ
αποκτήσεως απογόνων στους Τριτοπάτορες, ανέμους ή θεούς-φύλακες των
ανέμων. Σ' αυτή την περίπτωση θυσίαζαν μόσχους ή δαμάλεις για τον
συμβολικό χαρακτήρα της ακακίας και της αθωότητας,γι' αυτό αφαιρούσαν
και τη χολή ―σύμβολο πικρίας― από τα σφάγια και την πετούσαν. Υπήρχε,
ακόμη, και η στιγμή της ένορκης διαβεβαίωσης του ζεύγους, μαζί με τους
πατέρες και συγγενείς του, ενώπιον των θεών, ότι θα ζήσουν επί κοινωνία
βίου και θα γεννήσουν παιδιά σύμφωνα με τον νόμο.
Περίφημη, επίσης, τελετή ήταν και αυτή της απολούσεως ή λουτρόν ή του εξαγνισμού, που
γινόταν την ημέρα του γάμου από τον γαμπρό και τη νύφη μαζί, με νερό από
την επισημότερη πηγή ή ποταμό κάθε τόπου, όπως στην Αθήνα από την ωραία
κρήνη Καλλιρρόη ή στη Θήβα από τον ποταμό Ισμηνό ή στην Τροία από τον
Σκάμανδρο ή στη Μαγνησία από τον Μαίανδρο.
Το νερό μεταφέρεται στη λουτροφόρο από την επιστήθια φίλη της κόρης, η οποία συνοδεύεται από
κορίτσια και γυναίκες που κρατούν κεριά και από τον πιο στενό άρρενα
συγγενή νεαρής ηλικίας που προπορεύεται όλων παίζοντας αυλό. Την ημέρα
του γάμου τα σπίτια και των δυο οικογενειών διακοσμούνται υπό τους ήχους
του αυλού (Πλούταρχος, Ερωτικός 755a) με κλαδιά ελιάς και δάφνης.
Απαιτούνταν, πάντως, ζων ύδωρ
από ποτάμι ή πηγή, επειδή με το ζωντανό (μη στάσιμο) νερό συμβολιζόταν η
συνέχεια της ζωής της οικογένειας, δηλαδή η απόκτηση απογόνων των
νυμφευομένων. Αυτά, λοιπόν, τα νερά τα έφερνε συνήθως κάποιο παιδί από
τους πλησιέστερους συγγενείς, είτε του γαμπρού είτε της νύφης, και
ονομαζόταν λουτροφόρος.
Μία άλλη συνηθισμένη προπαρασκευαστική πράξη του γάμου ήταν η προσφορά
χοών και απαρχών. Οι μελλόνυμφοι πρόσφεραν δηλαδή τις άκρες των μαλλιών
τους στο μνήμα της Ιφινόης. Σχετικά με τη Δήλο διηγείται ο Ηρόδοτος (Δ',
34) ότι οι νύφες προ του γάμου έκοβαν μία κοτσίδα από τα μαλλιά τους
και την περιτύλιγαν σε άτρακτο συμβολίζοντας τα οικιακά έργα, στα οποία
θα αφιερώνονταν, ενώ οι γαμπροί τύλιγαν κάποια κοτσίδα τους γύρω από
χορτάρι, σε ένδειξη των γεωργικών έργων, με τα οποία θα καταπιάνονταν
στην υπόλοιπη ζωή τους. Παράλληλα, στο γυναικωνίτη η νύφη,
με τη βοήθεια της «νυμφοκόμου» και τις οδηγίες της «νυμφεύτριας» (της
παρανύμφου που συνοδεύει τη νύφη και κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη
διοργάνωση), στολίζεται βγάζοντας τη «ζώνη» της ανύπαντρης, φορώντας
το νυφιάτικο πέπλο με το οποίο καλύπτει το πρόσωπό της, όπως απαιτεί η
παράδοση και βάζοντας στα μαλλιά στεφάνια λουλουδιών και διάδημα.
Στην
οικία προσέρχεται ο καλλωπισμένος, ντυμένος στα λευκά και στεφανωμένος
με άνθη γαμπρός, συνοδευόμενος από τον «πάροχο» (ο στενότεροςφίλος του με ρόλο τιμητικής συνοδείας).
Εν συνεχεία θυσιάζουν στους γαμήλιους θεούς οι μελλόνυμφοι, οι
οποίοι ορκίζονται ότι «επ’ αρότω παίδων άγομαι γαμετήν» (παντρεύομαι για να αποκτήσω απογόνους). Τέλος, ο γαμπρός πλησιάζει τη νύφη και θέτει «χειρ επί καρπώ» επικυρώνοντας τη σύναψη του γάμου. Έπεται η «γαμική θοίνη» (ή «γαμοδαισία», ή «ειλαπίνη»), ένα έθιμο που πέρασε μέσα από τη
ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την εποχή της Τουρκοκρατίας και διατηρείται
απαράλλακτο ακόμη και στις μέρες μας. Ήταν ένα πλούσιο γαμήλιο γεύμα,
το οποίο όμως λαμβάνει χώρα στην οικία της νύφης και όχι του γαμπρού,
όπως ήταν το έθιμο στα ομηρικά χρόνια (Οδύσσεια 431).
Έχοντας στον νου μας την αντίληψη
που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή για τις γυναίκες, δεν θα μας ξενίσει το
γεγονός ότι στο τραπέζι του γάμου υπήρχε ιδιαίτερη θέση γι' αυτές, στη
μέση των οποίων καθόταν η νύφη καλυμμένη. Είναι αξιοσημείωτο ότι γι'
αυτό τον λόγο ήταν επιβεβλημένη και η παρουσία γυναικονόμων. Επειδή
στους γάμους παρευρίσκονταν και γυναίκες, ήταν απαγορευμένη λόγω
ασφαλείας η είσοδος στους ανθρώπους με ανήθικο βίο - όπως εξάλλου δεν
τους επιτρεπόταν να παραστέκονται στις γεννήσεις.
Το γαμήλιο συμπόσιο
συνιστά τη μοναδική περίπτωση όπου γυναίκες και άνδρες συντρώγουν υπό
τους ήχους μουσικής στον ίδιο χώρο καθισμένοι όμως χωριστά, η νύφη
περιτριγυρισμένη από φίλους,
συγγενείς και τη «νυμφεύτρια» και ο γαμπρός από τον «πάροχο» και τους
οικείους του αντίστοιχα, και με τον περιορισμό ότι οι μεν πρώτες
κάθονται σε καθίσματα («κλισμούς» και «δίφρους»), οι δε άλλοι
ανακλίνονται όπως το συνηθίζουν. Γι' αυτό και υπήρχε
περιορισμένος αριθμός καλεσμένων στο τραπέζι, ο οποίος προσήγγιζε τους
20. Στην Αθήνα ο αριθμός τους όφειλε να μην υπερβαίνει τους 30, ενώ στο
Άργος έφτανε στους 10 άνδρες και 10 γυναίκες.
Ο Λουκιανός περιγράφει ότι οι
γυναίκες κατέχουν ολόκληρη τη δεξιά πτέρυγα σ' ένα γάμο, ενώ στον
Αθήναιο φτάνουν να κάθονται σε τέσσερα τραπέζια, αν και οι άνδρες τις
υπερβαίνουν ως προς δύο επιπλέον τραπέζια.
Το μενού περιλαμβάνει πλούσια φαγητά, κρασί και γλυκά,
όπως ο «γαμήλιος πλακούντας» (αλεύρι, νερό, μέλι, σουσάμι), βασικό
έδεσμα και σύμβολο αφθονίας και γονιμότητας.
Γενικότερο, ωστόσο, έθιμο στην αρχαία Ελλάδα ήταν η διανομή της γαμήλιας
πίτας, που την έφτιαχναν με συστατικά, που συμβολικά αναφέρονταν στην
κατοπινή κατάσταση του γάμου, δηλαδή σουσάμι αντιπροσωπευτικό της
γονιμότητας και μέλι για τη γλυκύτητά του, με την οποία όλοι θα εύχονταν
να κυλήσει η συμβίωση των νεονύμφων. .
Το έθιμο επιβάλλει και την
παρουσία ενός στεφανωμένου με φύλλα ακάνθου και καρπούς βελανιδιάς
αγοριού αμφιθαλούς (που ζουν ακόμα και οι δυο του γονείς), το οποίο
μοιράζει στους καλεσμένους ψωμί μέσα σε ένα «λίκνο» προφέροντας σιγανά
«έφυγον κακόν, εύρον άμεινον», φράση που παραπέμπει σε μυστηριακές
θρησκείες
Το δείπνο κλείνει ψάλλοντας τον «υμεναίο» προς τιμήν
του ομώνυμου θεού του γάμου (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 1.9 a-b).
Καθώς
έχει αρχίσει να νυχτώνει, ακούγονται οι ήχοι αυλού στη θύρα της οικίας
και η νύφη κρατώντας κόσκινο ή φρύγετρο ή τηγάνι (σύμβολα οικοκυρικών
γνώσεων) επιβιβάζεται στη γαμήλια άμαξα, την κλινίδα που τη σέρνουν άλογα, μουλάρια ή
βόδια, ανάμεσα στο σύζυγό της και τον πάροχο.
Σχηματίζεται μια πομπή, στην οποία όλοι μαζί προχωρούσαν προς την οικία του γαμπρού. της οποίας ηγούνται αυλητές και τρεις κόρες που φέρουν κόσκινο,
«ηλακάτη» και «άτρακτο» (σύμβολα της νοικοκυροσύνης της κόρης),
ακολουθεί η άμαξα και πίσω η μητέρα της νύφης, κρατώντας πυρσό
αναμμένο από την εστία της οικίας, και οι φίλοι και συγγενείς που έχουν
αναμμένες λαμπάδες και τραγουδούν τον «υμεναίο» συνοδευόμενοι από
κιθάρες και αυλό.
Η νύφη σ' αυτή την
πομπική μετάβαση ήταν λαμπροστολισμένη και προπαντός φορούσε πάρα πολλά
αρώματα, όπως εξάλλου και ο νυμφίος. Επίσης, το ζεύγος φορούσε στεφάνι
από διάφορα φυτά
αφιερωμένα στην Αφροδίτη και πιο συγκεκριμένα στη Βοιωτία από σπαράγγια,
λόγω της συμβολικής τους σημασίας, ότι δηλαδή, όπως στα σπαράγγια από
τραχύτατα αγκάθια αναδύονται γλυκύτατοι καρποί, έτσι και ο καθένας από
τους δύο θα παρείχε ήμερη και γλυκιά συμβίωση στον άλλον. Όμοιο στεφάνι,
ωστόσο, φορούσαν και όσοι τους συνόδευαν. Η συνολική εικόνα, βέβαια,
του νυμφίου και της νύφης ήταν εορταστική. Δεν φορούσαν ποικιλόχρωμα ή
κόκκινα, αλλά ολόλευκα ρούχα, για να συμβολίζουν την απουσία φθοράς όχι
τόσο στο σώμα τους όσο στη μεταξύ τους σχέση.
Το φάσμα, βέβαια, των τραγουδιών περιλάμβανε και άλλα εγκώμια του γάμου, ενώ οι αυλοί που τα συνόδευαν ήταν δύο, ο ένας μικρότερος και ο άλλος μεγαλύτερος, συμβολίζοντας έτσι τη συμφωνία μεταξύ των νεονύμφων αλλά συγχρόνως και την προσήκουσα υπεροχή του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Τους αυλούς και τις κιθάρες έπαιζαν αυλητρίδες και κιθαριστές, που πληρώνονταν γι' αυτό, όπως γίνεται περίπου σήμερα με τους οργανοπαίχτες στο τραπέζι του γάμου. Μπροστά σ' αυτή την επισημότατη πράξη του ιδιωτικού βίου και το σπίτι του νυμφίου ήταν πανηγυρικά διακοσμημένο και ιδίως οι πόρτες του, που ήταν στολισμένες με διάφορα στεφάνια από δάφνες και ελιά.
Η γαμήλια πομπή -που οι ρίζες της εντοπίζονται στην ομηρική εποχή (Ιλιάδα Σ 490-496)- διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας, προκαλώντας ενθουσιασμό σε συγκεντρωμένα πλήθη, που ζητωκραυγάζουν, τραγουδούν και εύχονται στο ζευγάρι ραίνοντάς το με «καταχύσματα» (διάφορους καρπούς, όπως π.χ. φουντούκια, ξερά σύκα, σταφίδες, χουρμάδες), και κατευθύνεται στην οικία του γαμπρού, που είναι ανακαινισμένη και διακοσμημένη με κλαδιά ελιάς και δάφνης.
Της προσφέρουν σύκο ή κυδώνι γλυκό που υποχρεωνόταν η νύφη να φάει, πριν εισέλθει στη νυφική κρεβατοκάμαρα, δείχνοντας ότι κάθε κουβέντα που θα έβγαινε από το στόμα της έπρεπε να είναι ωραία και γλυκιά. ή χουρμά σύμβολο της ήρεμης ευτυχίας που την περιμένει.
Εκτός, βέβαια, από τον στολισμό του σπιτιού του νυμφίου και της υποδοχής από τη μητέρα του, γίνονταν και άλλες προετοιμασίες: έξω από το δωμάτιο της νύφης κρεμούσαν ένα γουδοχέρι και εκείνη κρατούσε μπαίνοντας ένα κόσκινο, ως σύμβολα των οικιακών ασχολιών, στις οποίες θα προΐστατο στο εξής ως οικοδέσποινα.
Στη στολισμένη με γιρλάντες λουλουδιών πύλη εμφανίζεται ένα παιδάκι και προσφέρει φρούτα ψάλλοντας έναν ύμνο που διαβεβαίωνε τη νύφη ότι «πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια ζωή από την παλιά».
Μετά από όλ' αυτά, η νύφη, καλυμμένη με το πέπλο της, έμπαινε στον νυφικό θάλαμο, όπου ήταν η γαμήλια κλίνη, το δωμάτιο αυτό ονομαζόταν παστάδα. Από την πόρτα, λοιπόν, της παστάδας νεαρές κοπέλες τραγουδούσαν διάφορα άσματα, τα λεγόμενα επιθαλάμια. Μόλις εισέρχονταν οι νεόνυμφοι στο δωμάτιό τους, οι φίλοι τούς έκλειναν την πόρτα και έκαναν διάφορα αστεία πειράζοντάς τους με διάφορα επινοήματα ή θορύβους ή χτυπήματα της πόρτας.
Μετά την πρώτη νύχτα γάμου, που την καλούσαν μυστική νύχτα, ήταν έθιμο να αποχωρίζεται ο γαμπρός για μία ημέρα τη νύφη. Πήγαινε στο σπίτι του πεθερού, στον οποίο η νύφη έστελνε δώρο ένα πανωφόρι πολυτελείας, σαν να ήθελε να εξαγοράσει έτσι την επιστροφή του γαμπρού κοντά της.
Η ημέρα μετά τη μυστική νύχτα ονομαζόταν απαύλια, γιατί ο νυμφίος «απηυλίζετο», δηλαδή έφευγε από το σπίτι του και το δώρο που έστελνε η νύφη στον πατέρα της, λεγόταν απαυλιστηρία χλανίς. Την επομένη ημέρα επέστρεφε ο γαμπρός στο σπίτι του. Μαζί με τους συγγενείς και φίλους έδιναν στη νύφη τα δώρα, που λέγονταν ανακαλυπτήρια δώρα, γιατί η νύφη για πρώτη φορά αποκάλυπτε το πρόσωπό της, που το έκρυβε ως τότε με πέπλο
Τη μεθεπόμενη ημέρα είναι η σειρά του γαμπρού και των οικείων του να αποδώσουν στη νύφη τα «ανακαλυπτήρια» (ή «οπτήρια» ή «προσφθεγκτήρια») δώρα, που απαιτούν από τη νύφη να βγάλει το πέπλο μπροστά σε όλο τον κόσμο πλέον και παραθέτουν τη «γαμηλία», ήτοι γεύμα στα μέλη της φρατρίας τους και θυσία στους θεούς για την εισαγωγή της νέας συζύγου στη φρατρία. Τέλος, μια εβδομάδα μετά εορτάζεται ο «αντίγαμος», όπου οι νιόπαντροι επισκέπτονται την οικία της οικογένειας της νύφης, λαμβάνουν μέρος σε εορταστικό συμπόσιο και αναχωρούν λαμβάνοντας γλυκά και άλλα δώρα.
Η λεπτομερής απαρίθμηση των γενικών και τοπικών εθίμων και πρακτικών του γάμου, που συνηθίζονταν στην Αρχαία Ελλάδα, θα απαιτούσε πολλές σελίδες και θα γινόταν κουραστική αν και παρουσιάστηκαν μόνο μερικές ενδεικτικές στιγμές από έναν αρχαιοελληνικό γάμο, είναι βέβαιο ότι αν μπορούσαμε να αποδεχθούμε μία τέτοια πρόσκληση και να βλέπαμε από κοντά όλη τη διαδικασία, δεν θα μας φαίνονταν όλα τόσο παράξενα και πρωτόγνωρα, γιατί πολλά απ' αυτά επιζούν ακόμη και σήμερα, πράγμα που βεβαιώνει την αδιάρρηκτη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης.
Πηγές:
ΑΛ. ΛΙΑΡΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Νομικός-Ιστορικός
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου