Μέσα από τα ποιήματά του ο Αλκαίος -πέραν από το να τον καθυβρίζει- μας δίνει και πολλές άλλες πληροφορίες. Πληροφορίες με το παρακάτω ποίημα μας δίνει και για το παλλεσβιακό Ιερό του Μέσσου. Με το Ιερό αυτό οι μελετητές ταυτίζουν το «εύδειλον τέμενος μέγα ξύνον», που αναφέρει ο Λέσβιος ποιητής Αλκαίος στο ποίημά του. Στο τέμενος αυτό οι Λέσβιοι καθιέρωσαν βωμούς στη λατρεία των «αθάνατων μακάρων», δηλαδή του Δία αντίαου, της «Αιολήιας θέου πάντων γενέθλια», που ταυτίζεται με την Ήρα, και του «κεμήλιου Ζόννυσσου ωμήσταν» (Διονύσου) της λεγόμενης Λεσβιακής Τριάδας.
Για την ιστορία, όταν ο Μυρσίλος πέθανε, οι Μυτιληναίοι εξέλεξαν τον Πιττακό ως «αισυμνήτη», δηλαδή κάτι σαν διαιτητή με αυξημένες εξουσίες και με αποστολή να κατευνάσει τις διαμάχες ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες, που είχαν περάσει σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα. Η χαρά του Αλκαίου για τον θάνατο του τυράννου εκδηλώνεται στο παρακάτω στίχο που διασώθηκε: "Τώρα πρέπει να μεθύσουμε, πίνοντας και πάνω από τις δυνάμεις μας, γιατί ο Μυρσίλος επιτέλους έφυγε από τη ζωή."
Το ποίημα του Αλκαίου που επιλέχθηκε, είναι πέρα για πέρα διαχρονικό. Δείχνει τον αιώνιο διακαή πόθο για την απαλλαγή από τους τυράννους που κυβερνούνε. Η προτροπή του από την απαλλαγή τους, ακόμα και με άγριο τρόπο, είναι κάτι που θυμίζει τους πόθους πολλών Ελλήνων σήμερα.
Ας το απολαύσουμε.
περίβλεπτο και μεγάλο, να το χαίρονται όλοι,
και μέσα σ᾽ αυτό έστησαν βωμούς των αθάνατων Μακάρων.
Τον Δία τον ονόμασαν θεό των ικετών, κι εσένα,
την αιολίδα ένδοξη θεά, μητέρα των πάντων·
τρίτον ονόμασαν το γιο της Σεμέλης, τον Διόνυσο, που τρώει ωμές τις σάρκες.
Έλα με φιλική διάθεση και άκουσε την προσευχή μας και λευτέρωσέ μας από αυτά τα βάσανα και τη βαριά την εξορία.
Ας καταδιώξει η δική τους ερινύα το γιο του Ύρρα, για να κρατήσουμε τον επίσημο όρκο που δώσαμε κάποτε …
όταν ορκιστήκαμε ποτέ κανείς μας να μη … αλλά είτε νεκροί και ντυμένοι να κειτόμαστε μέσα στη γης αφανισμένοι από αυτούς που ήταν τότε στην εξουσία(;), ή αλλιώς να τους σκοτώσουμε εμείς, λυτρώνοντας έτσι το λαό από τους στεναγμούς του.
Ωστόσο εκείνος ο κοιλαράς δεν νοιάστηκε για τίποτε απ᾽ όλα αυτά, αλλά, καταπατώντας μ᾽ αλαφρή καρδιά τους όρκους, λυμαίνεται τώρα την πόλη … παράνομα …
Μυρσίλος …"
[].ρά.α τόδε Λέσβιοι [. . .]. . . . εὔδειλον τέμενος μέγα
ξῦνον κά[τε]σσαν ἐν δὲ βώμοις
ἀθανάτων μακάρων ἔθηκαν
κἀπωνύμασσαν ἀντίαον Δία
σὲ δ᾽ Αἰολήιαν [κ]υδαλίμαν θέον πάντων γενέθλαν, τὸν δὲ τέρτον
τόνδε κεμήλιον ὠνύμασσ[α]ν
τόνδε κεμήλιον ὠνύμασσ[α]ν
Ζόννυσσον ὠμήσταν. ἄ[γι]τ̣᾽ εὔνοον
θῦμον σκέθοντες ἀμμετέρα[ς] ἄρας ἀκούσατ᾽, ἐκ δὲ τῶν̣[δ]ε̣ μ̣ό̣χ̣θ̣ων
ἀργαλέας τε φύγας ῤ[ύεσθε·
ἀργαλέας τε φύγας ῤ[ύεσθε·
τὸν ῎Υρραον δὲ πα[ῖδ]α πεδελθέ̣τ̣ω̣ κήνων Ἐ[ρίννυ]ς ὤς ποτ᾽ ἀπώμνυμεν τόμοντες ἄ . . [ ʹ. .]ν̣ . .
μηδάμα μηδ᾽ ἔνα τὼν ἐταίρων
μηδάμα μηδ᾽ ἔνα τὼν ἐταίρων
ἀλλ᾽ ἢ θάνοντες γᾶν ἐπιέμμενοι
κείσεσθ᾽ ὐπ᾽ ἄνδρων οἲ τότ᾽ ἐπικ.ʹ̣.η̣ν
ἤπειτα κακκτάνοντες αὔτοις
δᾶμον ὐπὲξ ἀχέων ῤύεσθαι.
δᾶμον ὐπὲξ ἀχέων ῤύεσθαι.
κήνων ὀ φύσγων οὐ διελέξατο πρὸς θῦμον ἀλλὰ βραϊδίως πόσιν ἔ]μβαις ἐπ᾽ ὀρκίοισι δάπτει
τὰν πόλιν ἄμμι δέ̣δ̣[.]. .[.].ί.αις οὐ κὰν νόμον [.]ον̣ . .[ ]ʹ̣[ γλαύκας ἀ[.]. . [.]. .[γεγρά.[
Μύρσιλ̣[ο
Μετάφραση Ι.Ν.Καζάζης
τὰν πόλιν ἄμμι δέ̣δ̣[.]. .[.].ί.αις οὐ κὰν νόμον [.]ον̣ . .[ ]ʹ̣[ γλαύκας ἀ[.]. . [.]. .[γεγρά.[
Μύρσιλ̣[ο
Μετάφραση Ι.Ν.Καζάζης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου