Λένε λοιπόν ότι τα γεγονότα στην Αιτωλία οι συμφορές που προκάλεσε ο Καλυδώνιος Kάπρος, οι τόσοι φόνοι και ο θάνατος του Μελέαγρου ότι όλα αυτά είναι έργα της Αρτέμιδας, επειδή είχε παράπονο που ο Οινέας δεν τη συμπεριέλαβε στη θυσία του. Τόσο βαθιά εντυπωσιάστηκε από την υπεροχή των σφαγίων. Σαν να τη βλέπω στον ουρανό τότε να έχει μείνει μόνη της, ενώ οι υπόλοιποι θεοί έχουν πάει στον Οινέα, να κάνει φασαρία και να διαμαρτύρεται που έμεινε έξω από τέτοια γιορτή.
Για τους Αιθίοπες πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μακάριοι και τρισευλογημένοι, αν ο Δίας πραγματικά τους ξεπληρώνει την καλοσύνη που επέδειξαν προς αυτόν, αφού του έκαναν το τραπέζι για δέκα συνεχόμενες μέρες, ακόμα κι όταν έφερε και τους άλλους θεούς.
Επομένως φαίνεται ότι τίποτε απ’ ό,τι κάνουν δεν το κάνουν χωρίς πληρωμή, αλλά πουλάνε τα αγαθά στους ανθρώπους, οπότε ο καθένας μπορεί ν’ αγοράσει από αυτούς την υγεία, αν τύχει, δίνοντας ένα μοσχαράκι, τον πλούτο δίνοντας τέσσερα βόδια, τη βασιλεία δίνοντας εκατό, τη σώα επιστροφή από την Τροία στην Πύλο δίνοντας εννιά ταύρους, τον ούριο άνεμο για το ταξίδι από την Αυλίδα στην Τροία δίνοντας την κόρη του βασιλιά. Αλλά και η Εκάβη πλήρωσε την Αθηνά με δώδεκα βόδια και ένα πέπλο για να μην κυριευτεί τότε η Τροία. Πρέπει λοιπόν να υποθέσει κανείς ότι υπάρχουν πολλά που μπορεί κανείς ν’ αγοράσει από αυτούς με αντάλλαγμα μόνο ένα κόκορα, ένα στεφάνι ή λίγο λιβάνι.
Αυτά τα ήξερε και ο Χρύσης, πιστεύω, αφού ήταν ιερέας και γέρος άνθρωπος και σοφός στα θέματα των θεών. Έτσι λοιπόν, όταν επέστρεψε άπρακτος από τον Αγαμέμνονα, σαν να είχε δανείσει πριν την καλοσύνη του στον Απόλλωνα, διεκδικεί το δίκιο του, απαιτεί ανταμοιβή και μόνο που δεν τον βρίζει λέγοντας: «Καλέ μου Απόλλωνα, εγώ σου στεφάνωσα πολλές φορές τον ναό, που ήταν πριν αστεφάνωτος, και έκαψα για χάρη σου στους βωμούς τόσα μεριά ταύρων και κατσικιών, αλλά εσύ αδιαφορείς για μένα που έχω τέτοια βάσανα και δεν δίνεις δεκάρα για τον ευεργέτη σου». Έτσι λοιπόν, τόσο πολύ ντράπηκε ο Απόλλωνας με αυτά που άκουσε, ώστε, αρπάζοντας τα τόξα, κάθισε στον ναύσταθμο και έστειλε στους Αχαιούς βέλη λοιμού, ακόμα και στα μουλάρια τους και τα σκυλιά τους.
Μιας και θυμήθηκα τον Απόλλωνα, θέλω να πω και τ’ άλλα, που λένε οι σοφοί άνθρωποι γι’ αυτόν, όχι τις ερωτικές του αποτυχίες, ούτε τον φόνο του Υάκινθου, ούτε την περιφρόνηση της Δάφνης, αλλά ότι κρίθηκε ένοχος για τον θάνατο των Κυκλώπων και εξορίστηκε γι’ αυτό τον λόγο από τον ουρανό… και ότι η Ρέα έκλεψε τον Δία, αφού έβαλε στη θέση του μια πέτρα, και τον εγκατέλειψε στην Κρήτη, όπου ανατράφηκε από κατσίκα… και καθώς ήταν ερωτιάρης και επιρρεπής στις αφροδίσιες ηδονές, δεν δυσκολεύτηκε να γεμίσει παιδιά τον ουρανό, άλλα κάνοντάς τα με γυναίκες της τάξης του και άλλα νόθα, με θνητή και ανθρώπινη καταγωγή, όπου μεταμορφωνόταν ο καλός σου πότε σε χρυσάφι, πότε σε ταύρο, κύκνο ή αετό, γενικά παίρνοντας περισσότερες μορφές κι από τον Πρωτέα. Μόνο την Αθηνά γέννησε από το κεφάλι του, συλλαμβάνοντας από τον ίδιο του τον εγκέφαλο με τρόπο φυσικό. Όσο για τον Διόνυσο, λένε ότι ο Δίας τον άρπαξε ημιτελή από τη μητέρα του, που καιγόταν ακόμη, τον φύτεψε γρήγορα στον μηρό του και έπειτα τον απέκοψε, όταν ήρθαν οι ωδίνες.
Παρόμοια με αυτά τραγουδούν και για την Ήρα, ότι χωρίς να συνευρεθεί με τον άντρα της γέννησε το παιδί του ανέμου, τον Ήφαιστο, ο οποίος ωστόσο δεν στάθηκε και τόσο τυχερός, αλλά ασκεί τέχνη χειρωνακτική, είναι σιδηρουργός και δουλεύει με τη φωτιά, ζώντας τον περισσότερο καιρό μέσα στον καπνό και τις σπίθες, όπως είναι φυσικό για έναν που μεταχειρίζεται καμίνια. Επιπλέον δεν ήταν αρτιμελής, διότι έγινε χωλός από το πέσιμο, τότε που τον έριξε ο Δίας από τον ουρανό. Και για να λέμε την αλήθεια, αν δεν τον είχαν πιάσει, και ευτυχώς, οι Λήμνιοι, καθώς έπεφτε, θα μας είχε πεθάνει ο Ήφαιστος, όπως ο Αστυάναξ που έπεσε από τον πύργο .
Παρ’ όλα αυτά, ο Ήφαιστος είναι σε αρκετά καλή κατάσταση. Αντίθετα με τον Προμηθέα, για τον οποίο ποιος δεν γνωρίζει τι έπαθε, επειδή ήταν υπερβολικά φιλάνθρωπος; Αυτόν πάλι οδήγησε ο Δίας στη Σκυθία και τον σταύρωσε στον Καύκασο και έβαλε αετό να του τσιμπάει με το ράμφος το συκώτι καθημερινά.
Ο Προμηθέας λοιπόν εξέτισε μέχρι τέλους την ποινή του. Η Ρέα όμως γιατί πρέπει βέβαια να μιλήσουμε και γι’ αυτό; πώς δεν κάνει ασχήμιες και πράγματα φοβερά, αφού, ενώ είναι ήδη γριά κι έχει χάσει τη φρεσκάδα της κι είναι και μητέρα τόσων θεών, εντούτοις ερωτεύτηκε ένα νεαρό και κάνει ζηλοτυπίες και περιφέρει τον Άττι από δω κι από κει μαζί με τα λιοντάρια της, παρόλο που αυτός δεν μπορεί πια να της χρησιμεύσει σε τίποτα; Επομένως, πώς μπορεί πια να κατηγορήσει κανείς την Αφροδίτη για τις μοιχείες της ή τη Σελήνη που κατεβαίνει συχνά για να επισκεφτεί τον Ενδυμίωνα, διακόπτοντας στη μέση το ταξίδι της;
Εμπρός λοιπόν, ας αφήσουμε τώρα αυτούς τους λόγους κι ας ανεβούμε στον ίδιο τον ουρανό, με τρόπο ποιητικό, χρησιμοποιώντας τον ίδιο δρόμο με του Ομήρου και του Ησιόδου και ας παρατηρήσουμε πώς είναι οργανωμένα τα πράγματα εκεί ψηλά. Ότι υπάρχει χαλκός στο εξωτερικό, το ακούσαμε να το λέει ο Όμηρος πριν από μας. Αν όμως κάποιος σκαρφαλώσει πάνω από την κορυφή και σηκώσει το κεφάλι του λίγο προς τα πάνω, και σταθεί στον θόλο του ουρανού, το φως φαίνεται λαμπρότερο, ο ήλιος καθαρότερος, τα άστρα διαυγέστερα, παντού είναι μέρα και το έδαφος είναι χρυσό…Καθώς προχωράει, συναντά πρώτα την κατοικία των Ωρών, διότι αυτές είναι οι φρουροί της πύλης. Έπειτα συναντά την Ίριδα και τον Ερμή, που είναι υπηρέτες και αγγελιαφόροι του Δία, μετά το σιδηρουργείο του Ηφαίστου, γεμάτο από έργα τέχνης, κι έπειτα τις κατοικίες των θεών και το παλάτι του Δία, όλα αυτά φτιαγμένα πολύ όμορφα από τον Ήφαιστο…
…Έπειτα ύψωσαν ναούς, για να μη μείνουν οι θεοί χωρίς σπίτια και εστία. Και τους έφτιαξαν μορφές που να τους μοιάζουν, καλώντας τον Πραξιτέλη ή τον Πολύκλειτο ή τον Φειδία, οι οποίοι παριστάνουν πού τους είδαν δεν ξέρω; τον Δία με γενειάδα, τον Απόλλωνα σαν αιώνιο παιδί, τον Ερμή με τα πρώτα του γένια, τον Ποσειδώνα με γαλάζια μαλλιά και την Αθηνά με μάτια γκριζοπράσινα. Εν τούτοις, όσοι εισέρχονται στον ναό δεν νομίζουν ότι βλέπουν ποια το ελεφαντοστού από τις Ινδίες ούτε το χρυσάφι από τα μεταλλεία της Θράκης αλλά τον ίδιο τον γιο του Κρόνου και της Ρέας, μεταφερμένο στη γη από τον Φειδία και έχοντας πάρει τη διαταγή να επιτηρεί την έρημη Πίσα, θεωρώντας αρκετό να του προσφέρει κάποιος θυσίες κάθε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ως πάρεργο των Ολυμπιακών αγώνων.
Αφού εγκαθίδρυσαν τους βωμούς, τις προφητείες και τα έθιμα καθαρμού, φέρνουν στις θυσίες, ο γεωργός ένα βόδι από αυτά που χρησιμοποιούνται στο όργωμα, ο τσοπάνης ένα αρνί, ο αιγοβοσκός μια κατσίκα, κάποιος άλλος λιβάνι ή πίτα, ενώ οι φτωχοί εξευμενίζουν τον θεό φιλώντας μόνο το δεξί τους χέρι.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ήφαιστος είναι σε αρκετά καλή κατάσταση. Αντίθετα με τον Προμηθέα, για τον οποίο ποιος δεν γνωρίζει τι έπαθε, επειδή ήταν υπερβολικά φιλάνθρωπος; Αυτόν πάλι οδήγησε ο Δίας στη Σκυθία και τον σταύρωσε στον Καύκασο και έβαλε αετό να του τσιμπάει με το ράμφος το συκώτι καθημερινά.
Ο Προμηθέας λοιπόν εξέτισε μέχρι τέλους την ποινή του. Η Ρέα όμως γιατί πρέπει βέβαια να μιλήσουμε και γι’ αυτό; πώς δεν κάνει ασχήμιες και πράγματα φοβερά, αφού, ενώ είναι ήδη γριά κι έχει χάσει τη φρεσκάδα της κι είναι και μητέρα τόσων θεών, εντούτοις ερωτεύτηκε ένα νεαρό και κάνει ζηλοτυπίες και περιφέρει τον Άττι από δω κι από κει μαζί με τα λιοντάρια της, παρόλο που αυτός δεν μπορεί πια να της χρησιμεύσει σε τίποτα; Επομένως, πώς μπορεί πια να κατηγορήσει κανείς την Αφροδίτη για τις μοιχείες της ή τη Σελήνη που κατεβαίνει συχνά για να επισκεφτεί τον Ενδυμίωνα, διακόπτοντας στη μέση το ταξίδι της;
Εμπρός λοιπόν, ας αφήσουμε τώρα αυτούς τους λόγους κι ας ανεβούμε στον ίδιο τον ουρανό, με τρόπο ποιητικό, χρησιμοποιώντας τον ίδιο δρόμο με του Ομήρου και του Ησιόδου και ας παρατηρήσουμε πώς είναι οργανωμένα τα πράγματα εκεί ψηλά. Ότι υπάρχει χαλκός στο εξωτερικό, το ακούσαμε να το λέει ο Όμηρος πριν από μας. Αν όμως κάποιος σκαρφαλώσει πάνω από την κορυφή και σηκώσει το κεφάλι του λίγο προς τα πάνω, και σταθεί στον θόλο του ουρανού, το φως φαίνεται λαμπρότερο, ο ήλιος καθαρότερος, τα άστρα διαυγέστερα, παντού είναι μέρα και το έδαφος είναι χρυσό…Καθώς προχωράει, συναντά πρώτα την κατοικία των Ωρών, διότι αυτές είναι οι φρουροί της πύλης. Έπειτα συναντά την Ίριδα και τον Ερμή, που είναι υπηρέτες και αγγελιαφόροι του Δία, μετά το σιδηρουργείο του Ηφαίστου, γεμάτο από έργα τέχνης, κι έπειτα τις κατοικίες των θεών και το παλάτι του Δία, όλα αυτά φτιαγμένα πολύ όμορφα από τον Ήφαιστο…
…Έπειτα ύψωσαν ναούς, για να μη μείνουν οι θεοί χωρίς σπίτια και εστία. Και τους έφτιαξαν μορφές που να τους μοιάζουν, καλώντας τον Πραξιτέλη ή τον Πολύκλειτο ή τον Φειδία, οι οποίοι παριστάνουν πού τους είδαν δεν ξέρω; τον Δία με γενειάδα, τον Απόλλωνα σαν αιώνιο παιδί, τον Ερμή με τα πρώτα του γένια, τον Ποσειδώνα με γαλάζια μαλλιά και την Αθηνά με μάτια γκριζοπράσινα. Εν τούτοις, όσοι εισέρχονται στον ναό δεν νομίζουν ότι βλέπουν ποια το ελεφαντοστού από τις Ινδίες ούτε το χρυσάφι από τα μεταλλεία της Θράκης αλλά τον ίδιο τον γιο του Κρόνου και της Ρέας, μεταφερμένο στη γη από τον Φειδία και έχοντας πάρει τη διαταγή να επιτηρεί την έρημη Πίσα, θεωρώντας αρκετό να του προσφέρει κάποιος θυσίες κάθε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ως πάρεργο των Ολυμπιακών αγώνων.
Αφού εγκαθίδρυσαν τους βωμούς, τις προφητείες και τα έθιμα καθαρμού, φέρνουν στις θυσίες, ο γεωργός ένα βόδι από αυτά που χρησιμοποιούνται στο όργωμα, ο τσοπάνης ένα αρνί, ο αιγοβοσκός μια κατσίκα, κάποιος άλλος λιβάνι ή πίτα, ενώ οι φτωχοί εξευμενίζουν τον θεό φιλώντας μόνο το δεξί τους χέρι.
Όσοι όμως προσφέρουν σφάγια επανέρχομαι σε εκείνους στεφανώνουν το ζώο, αφού πολύ πριν έχουν εξετάσει αν είναι τέλειο, για να μη σφάξουν κάποιο που τους είναι άχρηστο, το οδηγούν στον βωμό και το σκοτώνουν μπροστά στα μάτια του θεού, ενώ αυτό μουγκρίζει γοερά βγάζοντας, φυσικά, ευοίωνους ήχους, σαν χαμηλή μουσική αυλού που συνοδεύει τη θυσία. Ποιος δεν θα φανταζόταν ότι οι θεοί ευχαριστιούνται βλέποντας τούτα; Η γραπτή διάταξη λέει βέβαια ότι δεν πρέπει να μπαίνει μέσα στους χώρους που έχουν εξαγνιστεί με νερό όποιος δεν έχει καθαρά χέρια. Ο ίδιος όμως ο ιερέας στέκεται εκεί γεμάτος αίματα, όπως εκείνος ο παλιός Κύκλωπας, τεμαχίζοντας το ζώο, βγάζοντας τα εντόσθια, τραβώντας την καρδιά, περιχύνοντας το αίμα στον βωμό, και, γενικά, ποια ευσεβή πράξη δεν κάνει; Μετά ανάβει την πυρά για όλα και βάζει επάνω την κατσίκα, γδαρμένη ολόκληρη, και το πρόβατο με όλο το μαλλί του και η τσίκνα, θεσπέσια και ιεροπρεπής, ανεβαίνει προς τα πάνω και διασκορπίζεται σιγά σιγά σε όλο τον ουρανό…
Τούτες οι πράξεις και οι πεποιθήσεις των πολλών μου φαίνεται ότι δεν χρειάζονται κάποιον να τις επιτιμήσει αλλά κάποιον Ηράκλειτο ή Δημόκριτο, ο ένας να γελάσει με την άγνοια τους και ο άλλος να θρηνήσει για την παράνοια τους.»
Περί θυσιών -Λουκιανός
Τούτες οι πράξεις και οι πεποιθήσεις των πολλών μου φαίνεται ότι δεν χρειάζονται κάποιον να τις επιτιμήσει αλλά κάποιον Ηράκλειτο ή Δημόκριτο, ο ένας να γελάσει με την άγνοια τους και ο άλλος να θρηνήσει για την παράνοια τους.»
Περί θυσιών -Λουκιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου