Η 24η Απριλίου είναι Ημέρα Μνήμης για την ΑΡΜΕΝΙΚΉ ΓΕΝΟΚΤΟΝΊΑ, την μεγαλύτερη γενοκτονία που έχει υπάρξει. (1.500.000 νεκροί).
Δυό λόγια στην μνήμη του παππού μου Ωβανές Κασπαριάν που έζησε ΕΡΗΜΟΣ και ΔΥΝΑΤΟΣ.Ο παππούς μου ο Γιοβάνης Κασπαριάν (Ωβανές στα αρμένικα Ιωάννης στα ελληνικά), ήταν Αρμένης. Ήρθε στην Ελλάδα κάποια χρόνια μετά τη σφαγή των Αρμενίων το 1915.
Θεόρφανος.
Πέντε χρονών ήταν στην μεγάλη σφαγή, το στερνοπούλι μιας οικογένειας με τρία κορίτσια και ένα αγόρι ακόμη.
Πέντε παιδιά, μιας μάνας, κάπου στον κόσμο εκεί έξω.
Όταν ξεκίνησε η σφαγή, πρόλαβε να ακούσει την μάνα του να φωνάζει "τρέξτε!" στα παιδιά της.
Οι Τούρκοι του την άρπαξαν και του την έπνιξαν στο ποτάμι. Μαζί με τον πατέρα του.
Έκαψαν και τις δύο αδερφές του μέσα στο σπίτι, κόρες ολάνθιστες, αφού πρώτα τις τυράνισσαν βρώμικα.
Η τρίτη αδερφή χάθηκε, δεν βρέθηκε ποτέ. (Αν και πάνω σε μια φωτιά σε ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης όπου πέρασε ένα μικρό διάστημα, ισχυριζόταν πως την είδε).
Αυτός και ο αδερφός του, 7 χρονών τότε, αντράκια μόνα, αρπάχθηκαν και στάλθηκαν στα βάθη της Ανατολής, στα κάτεργα που είχαν ετοιμάσει οι άτιμοι για να ατιμάσουν τους λαούς.
Δύο χρόνια μαρτύρησαν στα χέρια των Τούρκων. Ποτέ δεν μάθαμε εμείς τα εγγόνια τι πέρασαν τα κορμάκια τους.
Δεν μίλησε ποτέ ο παππούς για αυτά.
Ώσπου ένας Τούρκος που τα αναγνώρισε, φίλος του πατέρα τους στα καλά τα χρόνια, τότε που όλοι ζούσαν πλάι-πλάι ειρηνικά, τα έβγαλε από κει μέσα, πληρώνοντας ένα σωρό λίρες, στα "σκυλιά τα μαύρα" όπως τους έλεγε ο παππούς.
Χωρίστηκαν τα αδέλφια για να μην αναγνωριστούν. Μήνες κρυμμένα.
Μετά από πολλά βάσανα βρέθηκε στην Ελλάδα, χάνοντας τον αδερφό του, νομίζοντας τότε για πάντα.
Πήγε σε μια οικογένεια Ελλήνων τσομπάνων σαν ψυχοπαίδι, έμαθε τη δουλειά του τσοπάνη και μεγάλωσε σιωπηλά μαζί με τη σκιά του.
Το 1970 θα βρει μέσω Ερυθρού Σταυρού τον αδερφό του να ζει στην Σαουδική Αραβία. Εκεί τον περάσανε για να τον σώσουν. Κρατάνε αλληλογραφία δέκα χρόνια όμως η ζωή, πάντα αυτή η ζωή, δεν καταφέρνει να τους βάλει να ανταμώσουν. Ο θάνατος τους προλαβαίνει για μία ακόμη φορά.
Ο παππούς μου ο Γιοβάνης δεν μιλούσε πολύ.
Δεν μας αγκάλιαζε, δεν μας κανάκευε. Απόμακρος μα καλός.
Πάντα σκάλιζε το χώμα στο μπαξέ ή κάποιο κούτσουρο για να το φτιάξει έπιπλο.
Τα δύσκολα για αυτόν βέβαια δεν είχαν τελειώσει. Γιατί η ζωή του είχε πολύ πικρή συνέχεια. Αγάπησε την Βασιλική μα αυτή τον άφησε για το στερνό ταξίδι μόλις στα 30 με τρεις κόρες στην αγκαλιά του.
Σαν γέρασε πια, τον άκουγα που μονολογούσε και έλεγε:
"ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΑΣ ΕΣΦΑΞΕ μικρή μου και ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΑΣ ΕΣΩΣΕ.. τι σου είναι ο άνθρωπος ποτέ δεν θα καταλάβω. Γέρασα με αυτή την έγνοια".
Πέντε χρονών ήταν στην μεγάλη σφαγή, το στερνοπούλι μιας οικογένειας με τρία κορίτσια και ένα αγόρι ακόμη.
Πέντε παιδιά, μιας μάνας, κάπου στον κόσμο εκεί έξω.
Όταν ξεκίνησε η σφαγή, πρόλαβε να ακούσει την μάνα του να φωνάζει "τρέξτε!" στα παιδιά της.
Οι Τούρκοι του την άρπαξαν και του την έπνιξαν στο ποτάμι. Μαζί με τον πατέρα του.
Έκαψαν και τις δύο αδερφές του μέσα στο σπίτι, κόρες ολάνθιστες, αφού πρώτα τις τυράνισσαν βρώμικα.
Η τρίτη αδερφή χάθηκε, δεν βρέθηκε ποτέ. (Αν και πάνω σε μια φωτιά σε ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης όπου πέρασε ένα μικρό διάστημα, ισχυριζόταν πως την είδε).
Αυτός και ο αδερφός του, 7 χρονών τότε, αντράκια μόνα, αρπάχθηκαν και στάλθηκαν στα βάθη της Ανατολής, στα κάτεργα που είχαν ετοιμάσει οι άτιμοι για να ατιμάσουν τους λαούς.
Δύο χρόνια μαρτύρησαν στα χέρια των Τούρκων. Ποτέ δεν μάθαμε εμείς τα εγγόνια τι πέρασαν τα κορμάκια τους.
Δεν μίλησε ποτέ ο παππούς για αυτά.
Ώσπου ένας Τούρκος που τα αναγνώρισε, φίλος του πατέρα τους στα καλά τα χρόνια, τότε που όλοι ζούσαν πλάι-πλάι ειρηνικά, τα έβγαλε από κει μέσα, πληρώνοντας ένα σωρό λίρες, στα "σκυλιά τα μαύρα" όπως τους έλεγε ο παππούς.
Χωρίστηκαν τα αδέλφια για να μην αναγνωριστούν. Μήνες κρυμμένα.
Μετά από πολλά βάσανα βρέθηκε στην Ελλάδα, χάνοντας τον αδερφό του, νομίζοντας τότε για πάντα.
Πήγε σε μια οικογένεια Ελλήνων τσομπάνων σαν ψυχοπαίδι, έμαθε τη δουλειά του τσοπάνη και μεγάλωσε σιωπηλά μαζί με τη σκιά του.
Το 1970 θα βρει μέσω Ερυθρού Σταυρού τον αδερφό του να ζει στην Σαουδική Αραβία. Εκεί τον περάσανε για να τον σώσουν. Κρατάνε αλληλογραφία δέκα χρόνια όμως η ζωή, πάντα αυτή η ζωή, δεν καταφέρνει να τους βάλει να ανταμώσουν. Ο θάνατος τους προλαβαίνει για μία ακόμη φορά.
Ο παππούς μου ο Γιοβάνης δεν μιλούσε πολύ.
Δεν μας αγκάλιαζε, δεν μας κανάκευε. Απόμακρος μα καλός.
Πάντα σκάλιζε το χώμα στο μπαξέ ή κάποιο κούτσουρο για να το φτιάξει έπιπλο.
Τα δύσκολα για αυτόν βέβαια δεν είχαν τελειώσει. Γιατί η ζωή του είχε πολύ πικρή συνέχεια. Αγάπησε την Βασιλική μα αυτή τον άφησε για το στερνό ταξίδι μόλις στα 30 με τρεις κόρες στην αγκαλιά του.
Σαν γέρασε πια, τον άκουγα που μονολογούσε και έλεγε:
"ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΑΣ ΕΣΦΑΞΕ μικρή μου και ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΑΣ ΕΣΩΣΕ.. τι σου είναι ο άνθρωπος ποτέ δεν θα καταλάβω. Γέρασα με αυτή την έγνοια".
Γιώβη Βασιλική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου