Μα τώρα, ομπρός στο θάνατο, ξέσπασε...
Ήθελε όλα να τα πει, όλα να τα αναξεράσει να βγάλει το άχτι του, να μην θαρρούν πως αυτοί είναι καλύτεροί του. Φόρα το λοιπόν όλα, τι ανάγκη ποια τους είχε;
Στράφηκε στον παπά:
- Και του λόγου σου, άγιε Ονούφριε, που θέλεις να με ξομολογήσεις, σούρηξε, με τι μούτρα, δεν μου λες, θα παρουσιαστείς μπροστά στον Θεό;
Πας και έρχεσαι στο χωριό και κορδώνεσαι σαν κόκορας, τρώει και η αγιοσύνη σου το παραπέτασμα, και αν έρθει ένας φτωχός, την ώρα που την τυλώνεις και σου χτυπήσει την πόρτα, μαλακώνεις την φωνή σου, γεζουίτη και λες:
"Ο Θεός να σε κυβερνήσει, αδερφέ μου, και εγώ πεινώ",
Και την ώρα εκείνη τρέχουν τα ξύγκια από τα γένια σου, τραγόπαπα!
Και αλίμονο στον κακομοίρη τον φτωχό που θα πεθάνει και δεν έχει τα θαφτικά του, τον αφήνεις και βρωμίζει!
Έχεις πάντα ανοικτή την παλάμη σου και μοσκοπουλάς τον Χριστό.
Τόσο ο αγιασμός, τόσο η βάπτιση, τόσο το ευκέλαιο, τόσο η στεφάνωση - έβγαλες και εσύ ταρίφα, αγιογδύτη, και την κόλλησες στην πόρτα της Παράδεισος και στέκεσαι απ' όξω και τελαλίζεις: "Πλέρωσε, ραγιά, πλέρωσε, αλλιώς δεν μπαίνεις"!
Ορίστε μούτρα που θεν να ξομολοήσουν τον γερο - Λαδά, τον άγιο άνθρωπο, που όλη του την ζωή πεινούσε, που ήθελε να πιει ένα ποτηράκι κρασί και έτρεμε, που περπατούσε κουρελής, ξυπόλητος, πεινασμένος, σαν αληθινός απόστολος...
Εγώ, μωρέ, να σε ξομολοήσω, ταυραμπά!"
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ-ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου