Την τορνευτήν ασπίδα του Έχτορά μου
χάμω πιθώστε· πίκρα των ματιών μου
κι όχι χαρά πια. Ω Αχαιοί, στη μάχη
πιο δυνατοί παρά στο νου, ποιόν φόβο
είχατε απ᾽ το παιδάκι αυτό, και τέτοιον
βρήκατε για το θάνατό του τρόπο;
Την γκρεμισμένη Τροία μην ξαναχτίσει;
Ώστε είστε τιποτένιοι, αφού ένα βρέφος
σκιαχτήκατε, την ωρ᾽ αυτή που η πόλη
έπεσε πια κι οι Τρώες ξολοθρευτήκαν,
ενώ ο χαμός μάς ρήμαζε όταν μύρια
παλικάρια και πρώτος ο Έχτοράς μου
γερά σας πολεμούσαν· κατακρίνω
το δίχως βάση, τον ανόητο φόβο.
Σκληρός σε βρήκε θάνατος, γλυκό μου.
Για την πατρίδα αν έπεφτες στη μάχη,
αφού τα νιάτα πρώτα θα χαιρόσουν,
το γάμο, την ισόθεη βασιλεία,
θα σε καλοτυχίζανε, αν υπάρχει
σ᾽ αυτά καλοτυχιά.
Τώρα όλα τούτα
τα ᾽δες, αλλά δεν τα ᾽νιωσες, μπροστά σου
τα ᾽χες, μα δεν τα χάρηκες, παιδί μου.
Ω τα προγονικά σου κάστρα, το έργο
του Φοίβου, πώς σου κάμαν το κεφάλι!
Με τα φιλιά το σκέπαζε η μανούλα
και τα μαλλάκια σού ᾽σιαχνε, και τώρα
ο φόνος —πώς να πω τη φριχτή λέξη;—
απ᾽ τα σπασμένα χάσκει κόκαλά του.
Πώς μοιάζετε με του Έχτορα, εσείς χέρια·
τώρα νεκρά, παράλυτα μπροστά μου.
Γλυκό μου στόμα εσύ, που ᾽ξερες τόσα
περήφανα λογάκια, εχάθης, κι ήταν
ψέματ᾽ αυτά που μου ᾽λεγες στο στρώμα,
όταν κοντά μου ερχόσουνα. «Κυρούλα»,
φώναζες, «σαν πεθάνεις, για τιμή σου
θα κόψω τα μαλλιά μου, στην κηδεία
θα φέρω και τους φίλους μου, με λόγια
θα σ᾽ αποχαιρετήσω πονεμένα.»
Κι αντίς, εγώ η γριά σε θάβω, γιε μου,
έρμη κι από παιδιά κι από πατρίδα.
Δε θα κοιμάσαι πια στην αγκαλιά μου,
πάνε τα χάδια κι οι έγνοιες μου για σένα.
Τί ποίημα θα σου γράψουνε στο μνήμα;
«εδώ ειν᾽ ένα παιδάκι που οι Αργείοι
κάποτε το σκοτώσανε από φόβο»;
Επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα.
Κληρονομιά απ᾽ τον κύρη σου δεν πήρες,
τη χάλκινή του ασπίδα μόνο θα ᾽χεις,
που μέσα θα σε θάψουνε.
―Ω ασπίδα,
που φύλαες τ᾽ άξιο μπράτσο του Έχτορά μου,
τον αντρειωμένο σου έχασες αφέντη.
Ω το αποτύπωμά του στο λουρί σου,
και στο ώριο σου στεφάνι τα σημάδια
του ιδρώτα, νά, που του ᾽σταζε απ᾽ την όψη,
καθώς συχνά στην κούραση της μάχης
απάνω το σαγόνι του ακουμπούσε.
Τρέξτε κι απ᾽ τα στολίδια που μας μένουν
φέρτε για το νεκρό·
η περίστασή μας
για πράματα μεγάλα πια δεν είναι·
φτωχό μου, θα σου δώσω εκείνα που έχω.
Όποιος την ευτυχία του καμαρώνει
σαν κάτι απαρασάλευτο, είν᾽ ανόητος·
σαν τον τρελό τον άνθρωπο και η τύχη,
ιδιότροπη πηδά απ᾽ τη μια στην άλλη,
δε μένει πάντα σ᾽ έναν η ευτυχία.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Τρῳάδες (1156-1206) μτφρ.Θρ. Σταύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου