(Ή αλλιώς: Ποια κατηγορία ανθρώπων ζει εις βάρος των άλλων και ποιος είναι ο λόγος που τα καταφέρνει)
Κάποτε πήγα να σπουδάσω.
Ενώ λοιπόν ξεκίνησα σαν μια παραλλαγή του Νίκου Ξανθόπουλου με το Βασιλάκη Καΐλα την ζωή του σπουδαστή, έγινα το κλασικό ρεμάλι που βλέπουμε στα φοιτητικά πάρτι.
Πάω να κάνω μια επίσκεψη σ’ έναν συνομήλικο μου συγγενή που..
μετά το στρατιωτικό στρώθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση και έλιωνε στην βιοπάλη. Για όσους έχουν ζήσει αυτό το εργάκι ξέρουν ότι ο συγγενής είναι ο χειρότερος εργοδότης. Η παροιμία «με συγγενή φάε πιες κι αλισβερίσι μην κάνεις» είναι κάτι παραπάνω από σοφή. Πάνω στην απελπισία του το παιδί μου πετάει την φράση: «Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που τα παίρνουν απ’ αυτούς που τα έχουν αλλά περισσότερο αυτοί που τα παίρνουν απ’ όσους δεν τα έχουν». Τώρα αν θέλετε το λέτε κουσούρι αν όχι περισυλλογή μπήκα σε σκέψεις. Ποιοι είναι τα παλικάρια, για να τα γνωρίσω.
Τα παλικάρια βέβαια τα ήξερα ήδη. Απλά σαν αφελής νέος δεν έκανα τις συνδέσεις. Και φυσικά αν κοιτάξεις γύρω σου είναι πάρα πολλοί. Οι πρώτοι ζουν απ’ τα λεφτά των άλλων. Οι δεύτεροι από την εργασία των άλλων. Φυσικά το πρώτο δεν εμποδίζει το δεύτερο και το αντίστροφο. Το κακό ξεκινά από το πρώτο μας χαρτζιλίκι. Είναι κόκκινο πανί για πολλούς ταύρους και εμείς που το κρατάμε δεν είμαστε ταυρομάχοι. Ο πολιτισμός μας είναι ένας πολιτισμός που μας μαθαίνει στην κατανάλωση ώστε να καλύπτουμε τα κενά που ο ίδιος μας δημιουργεί.
Έτσι από την παιδική σχεδόν ηλικία γινόμαστε συλλέκτες άχρηστων αντικειμένων.
Τα τότε δισκάδικά δούλεψαν καλά με τους συνομήλικους μου που αυτοαποκαλούνταν μουσικοί επειδή ήξεραν να παίζουν πικάπ. Το νεανικό μας σώμα ντύθηκε και στα δύο φύλα με σκουπίδια επειδή τα φορούσε κάποιος διάσημος-ασήμαντος «καλλιτέχνης» της κακιάς ώρας. Πολλοί από εμάς έχασαν την ζωή τους στους δυο και στους τέσσερις τροχούς γιατί χωρίς ρόδα δεν έβγαζες γκόμενα. Έτσι η παγίδα για «γκόμενες» έγινε μέσο για να κερδίζουν οι ορθοπεδικοί, οι φυσιοθεραπευτές αποκατάστασης και οι νεκροθάφτες. Πολλοί συνδεσμίτες έζησαν από τα διαρκείας που παίρναμε για να γίνουμε οι πολεμιστές της Κυριακής, μιας και αυτή η κατηγορία ως γνωστόν είναι οι κότες της υπόλοιπης εβδομάδας.
Μετά βλέπουμε ότι η ζωή τελειώνει και το άδειο μέσα μας δεν γεμίζει με τίποτα.
Εκεί παίρνουν την θέση τα παγκάρια. Και δεν είναι ένα. Μιλάνε για την απόλυτη αλήθεια την δική τους και την στρεβλή των «άλλων».
Και μόλις μας σερβίρουν τη απογοήτευση εμείς σαν φελλοί πάμε σε άλλα παγκάρια. Άλλωστε ο διάολος έχει πολλά. Όσα και τα ποδάρια του.
Τελικά μια ωραία μέρα κάποιος θα δώσει έναν οβολό για εμάς για να περάσουμε, κατά τους διαχειριστές των φιλόπτωχων ταμείων, απέναντι.
Μ’ ένα τεράστιο κενό.
Αυτό που ταΐζαμε όχι για να γεμίσει αλλά να μεγαλώσει.
Τότε θ’ αφήσουμε άλλους στο πόδι μας για συνεχίσουν το έργο μας.
Μια αδυναμία να βγάλουμε το κουφάρι μας από επιθυμίες που εντυπωσιάζουν ανθρώπους που ουσιαστικά μας είναι αδιάφοροι.
Δεν κουβαλήσαμε ποτέ τον αστακό που θα φάνε αυτοί που θα τα πάρουν απ’ αυτούς που τα έχουν.
Κουβαλήσαμε όμως την παχιά φακή που ποτέ δεν μένει ποτέ στο πιάτο.
Καλή μας όρεξη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου