Translate

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

«Ζήσαμε καλή ζωή, ε Βίκυ;»

Όπως  ο περισσότερος κόσμος, έτσι και εγώ είχα κάποτε έναν αδερφό. Τον Παντέλο. Το καλοκαίρι του 2018 ο Παντελής έφυγε για κείνο το περίεργο ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Αν και στο μπλογκ ετούτο βάζω ότι αφορά το ελληνικό θαύμα, ένιωσα την ανάγκη, να σας συστήσω τον αδερφό μου. Λένε πως υπάρχει ένας μαγικός τόπος που τα παιδιά ποτέ δεν μεγαλώνουν, ποτέ δεν γίνονται ενήλικες και ζούνε στην χώρα του ΠΟΤΕ. Εκεί λέει το παραμύθι πως βρίσκεται και ο Πήτερ-Παν με τα φιλαράκια του. Εκεί θαρρώ πως βρίσκεται πλέον και ο Παντέλος.
Περίεργο να εύχομαι κάτι τέτοιο ε;
Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι ενός ακόμη νήματος που ήλθε, είδε και απήλθε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν».  
Πίτερ-Παν 

"Ο Παντελής ήρθε στον κόσμο μια ζεστή μαγιάτικη ημέρα. Ήταν ο δεύτερος γιος της μάνας. Ο πρώτος είχε πεθάνει λίγες ώρες αφότου είδε το φως του ήλιου. Σ’ εμάς, τ’ αδέρφια που γεννηθήκαμε μετά απ’ αυτόν, έμεινε μια μόνο μια σύντομη διήγηση -όσο σύντομη ήταν η ζωή του- και ένα όνομα: Στέφανος, να τον γιορτάζουμε κάθε χρόνο σιωπηλά και ας μην τον συναντήσαμε ποτέ. 
Ο Παντελής ήταν ο γιος της μάνας. Ο ολοζώντανος και πανέμορφος γιος της. Η μάνα αγαπούσε τα αγόρια. Χρόνια αργότερα την κρυφάκουσα να το λέει και σε μια φίλη της: «Τι να τα κάνεις τα κορίτσια; Να τυραννιούνται από την κοινωνία και να μη μπορείς να τα βοηθήσεις; Μοίρα είναι που έχουν οι γυναίκες; Να μη έσωνα που γέννησα κόρη». Περάσαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πόσο αγάπη είχε στην κόρη, στην γυναίκα γενικότερα, η μάνα μας. Στο «καλύτερα να μη γεννιέται μια γυναίκα» κρύβεται πιστέψτε με πολλή αγάπη. 
Ο Παντελής λοιπόν, υπήρξε ο γιος της μάνας. Ολοζώντανος και πανέμορφος. Τρία χρόνια μετά που τον έφερε στον κόσμο, έχασε δίδυμους γιους πρόωρα στη γέννα. Και έτσι ο Παντελής, αφού οι άλλοι τρεις γιοί περάσανε στα δώματα του Άδη, απέμεινε ο μόνος ζωντανός της γιος. 
Μάη τον γέννησε η μάνα και Σεπτέμβρη τον άφησε στην πεθερά για να φύγει στα ξένα. Ο πατέρας ήταν ήδη εκεί και την περίμενε. Λίγα χρόνια θα δουλεύανε, θα μάζευαν μερικά φράγκα και θα γύρναγαν πίσω να στρώσουν την οικογένεια και μια καλύτερη ζωή, όπως λέγανε τότε. Κι έτσι, ο γιος της μάνας απέμεινε σ’ ένα απομονωμένο χωριό, να πει μάνα τη γιαγιά μας και πατέρα τον παππού. Και σαν έκοψε από το στήθος της, δεν έφαγε ξανά για πολλά χρόνια κανονικά. Δεν δεχότανε ούτε ψωμί, ούτε τυρί, ούτε φαΐ από τα χέρια της γιαγιάς. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μη μείνει στα χέρια της το παιδί, άρχισε να του δίνει γλυκά του κουταλιού. Τα μόνα που έτρωγε. Άραγε να του γλύκαναν λίγο την ψυχή, που μεγάλωνε μόνο του χωρίς μητέρα; Κανείς δεν ξέρει.
Η μάνα πήρε δυο φορές το τρένο από Γερμανία και ήρθε να τον ανταμώσει. Και σαν πέρασαν τα χρόνια, γύρισε πίσω για τον πάρει μαζί της. Αντίκρισε ένα κοκαλιάρικο και αεικίνητο παιδαρέλι, με όλα τα δοντάκια του σάπια, που, αν και ήταν εφτά χρονών, δεν έδειχνε πάνω από τρία. 
Έτσι αποκαλύφθηκε και το τρομερό μυστικό που έκρυβαν τα πεθερικά της τόσα χρόνια, και που δεν τολμούσαν να το πούνε στα γράμματα και τις φωτογραφίες που στέλνανε στη Γερμανία προς ένδειξιν μη λησμονιάς: ένας αχυρώνας γεμάτος από εκατοντάδες άδεια βάζα από γλυκά του κουταλιού. «Τα μόνα που έτρωγε, τι να ’κανα;», δικαιολογήθηκε τότε η γιαγιά. 
Έτσι ο Παντελής, μια ωραία μέρα, συνάντησε τη μάνα και έμελλε να μη χωριστεί ξανά μαζί της παρά μόνο με τον θάνατο. Ο μόνος γιος που της απέμεινε για τη μάνα, η μάνα που δεν είχε γνωρίσει για τον Παντελή, ήρθε και τους έδεσε με έναν δεσμό που δεν λυνόταν από τίποτα κι από κανέναν. Πήρανε τον δρόμο της ξενιτιάς να συναντήσει τον πατέρα που δεν είχε δει ποτέ. Με κλάμα πολύ. Για μήνες φώναζε και παρακαλούσε τους γονείς να τον πάνε πίσω. «Αχ! παππούκα, αχ! Γιαγιάκα», ακουγόταν να λέει μέσα στα αναφιλητά του. Όμως σιγά-σιγά συνήθισε και σαν ήρθα κι εγώ στον κόσμο, ξεχάστηκε.


Η μοίρα όμως και οι δυσκολίες των μεταναστών, οι δύσκολες βάρδιες στις φάμπρικες, όλα συνωμότησαν και βρεθήκαμε ξανά πίσω στο χωριό. Και εκεί ο Παντελής ξεσάλωσε! Κοκαλιάρης και αεικίνητος, χωρίς καμία αγάπη για τα γράμματα, πάρα μόνο για το παιχνίδι, κολυμπούσε σε γούρνες με νερόφιδα, έτρωγε και έδινε ξύλο με τα άλλα παιδιά για ψύλλου πήδημα, έστηνε παγίδες για να πιάσει σπουργιτάκια, έπαιζε ώρες ατέλειωτες στα σοκάκια του χωριού με ξύλα, πέτρες, σφεντόνες, μπίλιες και έκλεβε τα αυγά από ξένους περιστερώνες για να τα πάει στον δικό του. 
Ο δάσκαλος του χωριού, με κάθε ευκαιρία, του έσπαγε δυο-τρεις βέργες πάνω στο κορμάκι του κάθε βδομάδα για να «βάλει μυαλό», όπως έλεγε. 
Μα δεν έβαλε. 
Η σχολική του η σάκα ήταν η πιο ωραία μπάλα του κόσμου, την οποία συνήθιζε να την κλωτσάει πηγαίνοντας και γυρνώντας από το σχολείο. Μια ζωηράδα ανεξέλεγκτη, χωρίς καμία δόση φόβου περικύκλωνε τον Παντελή καθώς μεγάλωνε, κάτι που έκανε τους γονείς να πιστεύουν πως μια μέρα θα σκοτωθεί «τζάμπα και βερεσέ», όπως έλεγαν. Και έτρεμαν μη τον χάσουν. Η ζημιά όμως είχε γίνει: είχε κλειδώσει τον εαυτό του στο παιχνίδι, στην παιδική ηλικία, στη χαρωπή ζωή του παιχνιδιού και της ανέμελης ζωής, του αιώνιου παιδιού. Και θαρρώ πως δεν έφυγε ποτέ από εκεί. 
Μια μέρα πήρε το ποδήλατο που δεν είχε φρένα και χτύπησε τόσο άσχημα, που επί μήνες μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για να μη χάσει το πόδι του. Και μια άλλη μέρα, φαντάρος ήταν, θεώρησε αστείο οδηγώντας ένα τανκ σε παρέλαση να στρίψει σ’ ένα στενό δρομάκι και να φύγει από την πορεία, κάνοντας τον μπαμπά και όλο το σόι να τρέχουν σαν τρελοί για να γλιτώσει το στρατοδικείο. Μια άλλη φορά, γυρνώντας από τον στρατό, πάτησε τα κλάματα, όταν έμαθε ότι η μαμά έδωσε σ’ ένα παιδάκι τα στρατιωτάκια της συλλογής του. Ευτυχώς είχαν απομείνει τα Lego, τα οποία σε όλη την υπόλοιπη ζωή του τα είχε στημένα μέσα στο σκρίνιο του σαλονιού και δεν άφηνε ούτε τα ανίψια του να τα αγγίξουν! 
Ο Παντελής έζησε μια ζωή ανέμελη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ήξερε πως έχει βάσανα ο γάμος και δεν τα άντεχε. Γελούσε, όταν του λέγανε να παντρευτεί, και απαντούσε πειραχτικά πως πρέπει πρώτα να παντρέψει τη μάνα μας -που χήρεψε νωρίς- και μετά την αδερφή, εμένα. Και έτσι μεταξύ σοβαρού και αστείου ξεγλιστρούσε από αυτόν τον βραχνά. 
Ο Παντελής σταμάτησε κάπου στην ηλικία ανάμεσα στα δέκα και στα είκοσι, και, αν και δούλεψε πολύ -από τα 14 στα εργοστάσια, αφού από γράμματα δεν έπαιρνε- αν και ήπιε, αν και κάπνισε, συνέχιζε να είναι ένας αδάμαστος και αιώνιος Πίτερ- Παν. 
Ο Παντελής στάθηκε και δίπλα μου. Με μεγάλωσε. Μου έπιανε τα βράδια το χέρι, όταν φοβόμουνα το σκοτάδι, με φρόντιζε, μα πιο πολύ υπήρξε ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων. Αν και είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, η παιδικότητά του και η δικιά μου λοξή σοβαρότητα, δυσανάλογη με την ηλικία μου, δεν άφηνε αυτή τη διαφορά να φανεί. Και πάντα με έκανε να γελάω! Γελούσαμε πολύ μαζί. Πηδούσε μέσα στο παντελόνι του για να το φορέσει, και αν και ήξερε πως δεν μπορούσε να γίνει αυτό, το έκανε πάντα επίτηδες, για να με βλέπει να γελάω. Με κακομάθαινε, δεν μπορούσε να μου χαλάσει χατίρι, και ναι, πολλές φορές το εκμεταλλεύτηκα. 
Μια μέρα έγινε έκρηξη στο εργοστάσιο που δούλευε. Χαροπάλευε 29 μέρες στην εντατική. Τον γράψανε οι εφημερίδες, τον δείξανε στην τηλεόραση και μετά απλά -όπως γίνεται πάντα- τον ξέχασαν. Ο Παντελής επέζησε, με τραύματα και εγκαύματα που τον σημάδεψαν για όλη την υπόλοιπη ζωή, και δεν έγινε ποτέ ξανά ο ίδιος. Έγινε ακόμα πιο έφηβος! Αν είχε μια ευκαιρία να ενηλικιωθεί τότε, την παράτησε ευθύς σαν είδε πόσο απλό ήταν κανείς να πεθάνει. Έγινε ακόμα πιο ονειροπόλος και θαρρώ πως κάπου εκεί ήταν που πήρε την απόφαση να μη βασανιστεί ποτέ από τα προβλήματα της ενηλικίωσης.
Ο Παντελής έζησε μια ζωή ανέμελη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Αν και αγάπησε κάποτε, δεν κατέληξε πουθενά. Τα επόμενα χρόνια σαν μεγάλωνα και η ζωή μου φώναζε να βγω εκεί έξω και να τη ζήσω, τον παρακάλεσα πολλές φορές να έρθει να μείνει μαζί μου, να φύγει από τις φτερούγες της μαμάς, να αντρειωθεί, να γίνει ανεξάρτητος, να ζήσει. Μα πάντα το αρνιότανε. Δεν ένιωθε ποτέ πως έπρεπε να φύγει μακριά. Έμεινε στην οικογενειακή εστία, φρόντισε τον μπαμπά στα τελευταία του, προσέφερε οικονομικά και στήριζε τη μάνα, κι όταν αυτή καθηλώθηκε στο καροτσάκι, μόνη του έγνοια ήταν να τη φροντίζει. 
Οι φίλοι του χάθηκαν και έμεινε μόνος πολύ καιρό. Χάθηκαν, γιατί μεγάλωσαν, κάνανε οικογένεια, καριέρα, χτίσανε σπίτια, προχώρησαν. Και ο χρόνος τους για καφέ και κουβέντα λιγόστεψε. Η ζωή έφευγε, ο κόσμος γύρω του σοβάρευε, τα γέλια, οι φάρσες και οι παρέες βυθίστηκαν στα νερά του μαγγανοπήγαδου της ζωής. 
Ο Παντελής δεν έγραψε βιβλία, δεν τιμήθηκε με μετάλλια, δεν έπεσε ηρωικά σε κάποια μάχη, δεν εφηύρε κάτι για το καλό για την ανθρωπότητα, ούτε αναγνωρίστηκε από κάποια κοινότητα η προσφορά του. 
Δεν έκανε παιδιά, ούτε καριέρα. Κανείς δεν τον έμαθε, ούτε όσο έζησε, ούτε σαν πέθανε. Αθόρυβα και απλά κύλησε όλη του η ζωή. Ένα μικρό παιδί, πρόθυμο να γελάσει χωρίς φόβο ψυχής. 
Και μια μέρα, μια μέρα που δεν ήξερε πως θα είναι και η τελευταία του πάνω στην γη, σηκώθηκε το πρωί, έφαγε μια τυρόπιτα στo μπουγατσάδικο της γειτονιάς του, βρήκε δυο-τρεις γνωστούς στο καφέ που σύχναζε, είπε και άκουσε τα νέα, γύρισε σπίτι, κάπνισε ένα τσιγάρο με την μάνα και της είπε «πάω να κοιμηθώ». 
Και κοιμήθηκε.
 Ήσυχα, απλά και για πάντα. 
Και η μάνα, που πολύ τα αγόρια αγάπησε, έθαψε και τον τέταρτο και μοναδικό γιο που της απόμεινε. 
Λίγες μέρες πριν πεθάνει, μάλλον κάτι κατάλαβε, ίσως να το ένιωσε. Με κάλεσε στο τηλέφωνο και με ρώτησε αν του κρατώ κακία, σαν μικρό παιδί. 
-«Τι κακία, βρε Παντελάκο μου, γιατί;», του απάντησα 
-«Αν είπαμε και καμιά κουβέντα κάποτε παραπάνω, νερό και αλάτι, αδέρφια είμαστε, ε;», μου είπε. 
-«Ναι ρε Παντελή, δεν κρατάω κακία, ξέρεις», τον ηρέμησα. 
-«Ζήσαμε καλή ζωή, ε Βίκυ;», με ρωτά και με ξαφνιάζει. 
-«Ζήσαμε και ζούμε, γιατί το λες αυτό;» -κι ένιωσα να παγώνω από κάτι απροσδιόριστο, ίσως από το κρύο του θανάτου. 
-«Ζήσαμε καλή ζωή! Γλεντήσαμε, χορέψαμε, γελάσαμε!...», ήταν οι τελευταίες κουβέντες που μου είπε. 
Και ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων, αυτός που κάποτε ζήσαμε στην ίδια μήτρα, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια γειτονιά και πόλη, δεν ζει πια ούτε καν στον ίδιο με μένα κόσμο. 
"Ζήσαμε καλή ζωή, ε Βίκυ;"
" Ζήσαμε ψυχή μου καλή… ζήσαμε". 

*Στην μνήμη του μονάκριβου αδερφού μου Παντελή, που έφυγε για την "χώρα του Ποτέ" φέτος το καλοκαίρι. (18 Ιουνίου 2018)


Γιώβη Βασιλική

*Το παραπάνω αφήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΝΟΗΜΑ τόμος 4

1 σχόλιο: